"Σεισμό" με πολιτικές, θρησκευτικές,  θεολογικές και κοινωνικές προεκτάσεις προκαλεί στην Ελλάδα η κυκλοφορία του Βιβλίου  "Η Μάστιγα του Θεού" από τις εκδόσεις ΓΝΩΣΕΙΣ το οποίο υπογράφει ο συγγραφέας Μανώλης Βασιλάκης.  Το ενδιαφέρον εστιάζεται στο γεγονός ότι το βιβλίο παρουίασαν οι κ. Νίκος Σιφουνάκης από το ΠΑΣΟΚ, Στέφανος Μάνος (ανξάρτητοςΒουλευτής), 

Λεωνίδας Κύρκος  και ο πρώην πρύτανης Μιχάλης Σταθόπουλος. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι για σημειολογικούς λόγους, το επίμαχο βιβίλο το οποίο ήδη έχει εξαντληθεί από τη πρώτη μέρας κυκλοφορίας του, κυκλοφόρησε στις 6-6-06. Το βιβλίο παρουσιάστηκε την περασμέμνη Τρίτη στην κατάμεστη αίθουσα από δημοσιογράφους και ξένους ανταποκριτές, διανοούμενους, και προσωπικότητες από το χώρο της ευρύτερης αριστεράς, της ΕΣΗΕΑ.  Εμείς σας παραθέτουμε αποκλειστικά ολες τις ομλίες κατά την παρουσιάση του βιβλίου και εσείς βγάζετε τα δικά σας συμπεράσματα.  

ΕΣΗΕΑ, Τρίτη 6-6-06

 

 

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΗΦΟΥΝΑΚΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΒΑΣΙΛΑΚΗ «Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

   

Θέλω κατ’ αρχήν να ευχαριστήσω τον συγγραφέα Μανώλη Βασιλάκη, τις εκδόσεις «ΓΝΩΣΕΙΣ» και τους διοργανωτές αυτής της εκδήλωσης για την πρόσκληση που μου απηύθυναν να είμαι ένας εκ των ομιλητών στο εκλεκτό αυτό πάνελ.

Σήμερα όπως και να έχουν όμως τα πράγματα, χρειάζεται πραγματικά μεγάλο θάρρος και κουράγιο για να γράψεις ένα τέτοιο βιβλίο, σε μια περίοδο μάλιστα που πολλά στερεότυπα, ιδεοληψίες και απλουστευτικά σχήματα που ήκμασαν την περίοδο της Χούντας, είναι και πάλι στην ημερήσια διάταξη,  χάριν και της πολιτικής ενθάρρυνσης από συντηρητικούς πολιτικούς κύκλους. 

Είναι ακριβώς αυτά τα στερεότυπα και οι ιδεοληψίες που αναθερμάνθηκαν και από τον έντονα  πολιτικό λόγο, του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, από τις πρώτες κιόλας μέρες που ανέλαβε τα ηνία της Εκκλησιαστικής ηγεσίας. Βεβαίως και όπως σωστά αναδεικνύει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του με εκπληκτικά ντοκουμέντα,  ο Μανώλης Βασιλάκης,  ο κ. Χριστόδουλος  δεν ήταν ποτέ ούτε πολιτικά «άχρωμος», ούτε πολύ περισσότερο ένας Εκκλησιαστικός παράγοντας που ως κύριο καθήκον του είχε τον ποιμαντικό λόγο και την ανάδειξη του σπουδαίου πνευματικού ρόλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ο κ. Χριστόδουλος, όπως επανειλημμένα και δημοσίως έχω πει και αναλύω και στο πρόσφατο βιβλίο μου – «Πολιτική : Σχεδιασμός και Πράξη», επεδίωκε ανέκαθεν να διαδραματίσει – πολιτικό – «εθναρχικό ρόλο».

Αντιτάχθηκα, όπως και πολλοί ακόμα, αναλαμβάνοντας και το όποιο πολιτικό κόστος, σε αυτά τα σχέδια του, όχι βέβαια από αντιεκκλησιαστικό μένος, αλλά από πίστη για την ανεξαρτησία της πολιτικής και σαφέστατα από σεβασμό στον διαφορετικό ρόλο της Εκκλησίας, η οποία από πνευματική κυψέλη μεταβαλλόταν σε όχημα για την επίτευξη αλλότριων σχεδίων και μικροπολιτικών συμφερόντων.

Επί κυβερνήσεως Σημίτη  άνοιξε το μείζον θέμα που όλοι γνωρίζεται. Δεχθήκαμε όλοι οι προοδευτικοί άνθρωποι που αντιταχθήκαμε στο  Προνουτσιαμέντο  του Χριστόδουλου  τις λοιδορίες, τους αφορισμούς  και τους εκφοβισμούς, δώσαμε  με αξιοπρέπεια την μάχη για να μην περάσει το «Αρχιεπισκοπικό Προνουτσιαμέντο».

 

Όμως ο αυταρχισμός του Χριστόδουλου  αποκαλύφθηκε σε μένα πολύ πριν τις ταυτότητες

Ø      Στα 1987 ως Γενικού Διευθυντή της ΕΡΤ όταν είχε ξεσπάσει η κρίση για την εκκλησιαστική περιουσία είχα την ευθύνη της διοργάνωσης  των συζητήσεων και τότε ξεδιπλώθηκε η ακροδεξιά του ιδεολογία

Ø      Όταν στα 1998 συνέταξα και με άλλους 53 βουλευτές, καταθέσαμε την πρόταση στη τότε αναθεωρητική Βουλή για την κατάργηση του όρκου, τότε για πρώτη φορά μας αποκάλεσε «γραικύλους»

Ø      Όταν στα 1989 έγραφε στα άρθρα  του στο Βόλο ότι ντρέπεται που Πρωθυπουργός της Ελλάδας είναι ο Α. Παπανδρέου

 Στα 2000 ακολούθησε η κρίση «για τις ταυτότητες», όπως ονομάστηκε, όπου δημιουργήθηκε πραγματικός κίνδυνος κοινωνικού διχασμού, ακριβώς γιατί οι χρονίζουσες συμφύσεις στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας επέτρεψαν στην νεοφώτιστη τότε ηγεσία της Εκκλησίας, παρερμηνεύοντας εσκεμμένα ή καλύτερα σκόπιμα τον ποιμαντικό και πνευματικό ρόλο της, να μεταμορφωθεί σε ένα άτυπο πολιτικό σχήμα που επεδίωξε με προκλητικό τρόπο να συμμετάσχει στη νομή της εξουσίας.

Ακολουθήσαμε τότε πολλοί τον πικρό δρόμο της μοναξιάς που ταυτόχρονα όμως ήταν και ο δρόμος της αλήθειας.

Κάποιοι το λιγότερο σφύριζαν αδιάφοροί, άλλοι κρύφτηκαν, όμως ευτυχώς η κρίση εκείνη δεν πήρε την μορφή ενός ανοιχτού διχασμού, χάριν στην ψυχραιμία και την αυτοσυγκράτηση πολλών προοδευτικών ανθρώπων και της Αριστεράς.     

Τότε αποφάσισα να γίνω σαφής για τον κύριο και στις 29/8/01 ως Υπουργός ξεστόμισα με δήλωσή μου στις κάμερες κάποιες αλήθειες που σοκάρισαν μετά από ένα προνουτσιαμέντο που τις προηγούμενες ημέρες είχε εξαπολύσει  ο προκαθήμενος και συγκεκριμένα είπα:

 «Ο Ελληνικός Λαός είδε χθες τον επηρμένο και προκλητικό κύριο Χριστόδουλο. Θα ήθελα επιχειρώντας μια υπέρβαση, ως Βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου, απ’ τον αυτό καθ' αυτό θρησκευτικό και δογματικό χώρο να μεταφερθώ στον πολιτικό πιο οικείο χώρο και να θέσω τα παρακάτω τρία ερωτήματα ως και τις θεωρητικές – λογικές απαντήσεις τους.

ΕΡΩΤΗΣΗ 1η:          Πώς θα χαρακτηριζόταν ο πολιτικός εκείνος, που ισχυρίζεται ότι δεν αντιλήφθηκε ότι υπήρξε Χούντα η οποία βασάνιζε και εξόριζε τους  Δημοκρατικούς πολίτες διότι μελετούσε; ΑΠΑΝΤΗΣΗ :          Ότι είναι υποκριτής και μάλιστα υποκρίνεται δόλια.

ΕΡΩΤΗΣΗ 2η:          Πώς θα χαρακτηριζόταν ο πολιτικός που μάχεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που δεν οροδεί προ ουδενός προκειμένου να μηχανεύεται τρόπους μείωσης του Πατριάρχη;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ :          Θεομπαίχτη και Αγύρτη

ΕΡΩΤΗΣΗ 3η:          Πως θα χαρακτηριζόταν ο πολιτικός που υπήρξε επί χρόνια με τα γραπτά και τους λόγους του υβριστής του Ανδρέα Παπανδρέου, όταν σήμερα για λόγους ιδιοτελείς τον εκθειάζει και τον επαινεί;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ :          Ότι έχει απύθμενο θράσος και το λιγότερο ότι είναι αγοραία χυδαίος. Δακρύζει ψεύτικα και για ίδιο όφελος καπηλεύει την θρησκεία.

Κλείνοντας επισήμαινα τότε:

·         Ο κ. Χριστόδουλος δεν δικαιούται να επικαλείται την Δημοκρατική Πολιτεία, αφού ως χουντικός ιεροκήρυκας, δεν είχε λαλιά να καταδικάσει και ευλόγησε το σε μια νύχτα εκδοθέν διαζύγιο στον δικτάτορα Παπαδόπουλο και τον ταυτόχρονο γάμο του, ενώ χυδαιολογούσε για τον Ανδρέα Παπανδρέου και λοιδορούσε  την προσωπική του ζωή. Ας γνωρίζει ότι δεν θα επιτρέψουμε τον βιασμό και την νόθευση της δημοκρατίας. Η Ελλάδα δεν θα γίνει ΙΡΑΝ.  ·         Αμέσως δούλεψε ο μηχανισμός που είχε στηθεί στην Αγία Φιλοθέης. ·         Με Φαξ υπαγόρευσαν το κείμενο αφορισμού μου και απαγόρευσης της εισόδου μου σε εκκλησίες της Λέσβου στο Σύλλογο κληρικών του Ακριτικού Νομού. Πληροφορήθηκα όλες τις λεπτομέρειες, όταν δύο χρόνια μετά ο Πρόεδρος τους, Ιερέας Κύριλλος Σύκης  με ενημέρωσε, ζητώντας μου συγνώμη.  

Η κρίση που ξέσπασε στους κόλπους της ίδιας της Εκκλησίας στις αρχές του 2005, αποκάλυψε σε όλο το επικίνδυνο μεγαλείο, το βάθος της σήψης, της παρακμής, αλλά και το μέγεθος των ευθυνών όσων από χρόνια δούλεψαν συστηματικά για να δημιουργήσουν και να συντονίσουν έναν ιδιότυπο «παρακρατικό μηχανισμό», με Βαβύληδες και άλλους, προκειμένου και να πάρουν τα ηνία της ηγεσίας της Εκκλησίας, αλλά και να νέμονται πολιτική και οικονομική εξουσία, χωρίς πρωτίστως να έχουν υποβληθεί στην «βάσανο» της νομιμοποίησης από τον λαό.

Με τον δικό του γλαφυρό αλλά πολύ τεκμηριωμένο τρόπο ο Μανώλης Βασιλάκης, καταγράφει αυτή ακριβώς την πραγματικότητα, καθώς φιλοτεχνεί το πορτραίτο του προκαθήμενου με τεκμήρια της δραστηριότητας του, δηλαδή με κείμενα του, με δημόσιες δηλώσεις του, με επιλογές και αποφάσεις του ακόμα και με χαρακτηριστικές φωτογραφίες του.

Ο κ. Χριστόδουλος, όπως αναδεικνύεται μέσα από την ντοκουμενταρισμένη δουλειά του συγγραφέα, δεν είναι απλώς κάποιος Ιεράρχης που μαγεύεται από τις κάμερες, τα μικρόφωνα και την δημοσιότητα και εξαιτίας αυτού λέει και καμιά οπισθοδρομική και λαϊκίστικη κουβέντα παραπάνω. Ολόκληρη η πορεία και η σκέψη του – όπως με αποκαλυπτικά ντοκουμέντα περιγράφει ο Μανώλης Βασιλάκης – βρίσκεται στην άκρα δεξιά. Και μάλιστα στην «σκοταδιστική» ακροδεξιά. Η προτροπή του προς τους μαθητές (που υπάρχει ατόφια στο βιβλίο), «όπισθεν ολοταχώς», δεν ήταν απόρροια ενός καλώς εννοούμενου συντηρητισμού – που θα ήταν αναμενόμενος εκ της θέσεως του – αλλά διακήρυττε  την επιστροφή σε έναν Ελληνοορθόδοξο Μεσαίωνα, παρόμοιο με αυτόν που διακήρυττε η Χούντα με το περιβόητο «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών».

Οι ακραίου τύπου επιθέσεις του σε διανοούμενους, Πανεπιστημιακούς, αλλά και πολιτικούς, με επίθετα και χαρακτηρισμούς του τύπου «γραικύλοι», «πουρκουάδες», «μίσθαρνα ξένων δυνάμεων» και άλλα τέτοια, δεν ήταν κουβέντες που του ξέφυγαν εξαιτίας του οίστρου του να παίξει στα κανάλια και σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων. Είναι ενταγμένες σε ένα απλοϊκό και συνάμα επικίνδυνο σκεπτικό, που λέει ότι ο ορθολογισμός και οι σύγχρονες ιδέες, προβληματίζουν και αγγίζουν τον απλό άνθρωπο και γι’ αυτό πρέπει να απαξιωθούν.

Το ότι τα σύμβολα της εξέγερσης του Ελληνικού Έθνους κατά της Τουρκοκρατίας, η σημαία της Αγίας Λαύρας, σύμβολο της Παλιγγενεσίας, υφαρπάχτηκαν και περιφέρθηκαν στις περίφημες «λαοσυνάξεις», δεν δείχνουν απλά αμετροέπεια, αλλά μια βαθιά ιδεολογία πατριδοκαπηλίας και σκοταδιστικής αντίληψης.

Ο Ελληνοχριστιανισμός της Χούντας, άρχισε να αναβιώνει ξανά σε σύγχρονες συνθήκες και παραλλαγμένος ελάχιστα ως «Ελληνοορθοδοξία», πήρε την μορφή ενός ισχυρού ιδεολογικού ρεύματος. Στους κυρίαρχους εκφραστές αυτού του ρεύματος, όπως υπογραμμίζει και στο βιβλίο του, ο κ. Βασιλάκης, συγκαταλέγεται και ο νυν Αρχιεπίσκοπος.

Για να αποδείξει αυτό ο συγγραφέας, πηγαίνει πολύ πίσω, στη δράση του στα χρόνια της Χούντας.

Φυλλομετρώντας, το βιβλίο, μέσα από τα ντοκουμέντα βλέπουμε, ότι ο κ. Χριστόδουλος δεν διάβαζε μόνο εκείνη την τραγική για την χώρα και τον λαό περίοδο. Μετείχε κιόλας «στα υπό την επαναστατικήν πνοή της περιόδου ταύτης» (όπως έγραφε τότε) μεταξύ άλλων «στην νομοπαρασκευαστική επιτροπή κατάρτισης του χουντικού νόμου για τα εκκλησιαστικά δικαστήρια», με  άρθρα του εξύμνησε  το «θείον έργον του καθεστώτος, όμως αποδεικνύεται στα κείμενα επίσης  που δημοσίευσε κατά την μεταπολίτευση στην γνωστή περιβόητη εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος»,  και στη γνωστή ρατσιστικές και αλυτρωτικές της θέσεις εφημερίδα «Στόχος».

Τα όσα όλοι βιώσαμε τα τελευταία χρόνια από την ευθεία εμπλοκή της Ιεραρχίας της Εκκλησίας στην πολιτική  και με αφορμή και το βιβλίο του Μανώλη Βασιλάκη, θέτουν το σύνολο και του πολιτικού κόσμου, αλλά και την Ελληνική κοινωνία, μπροστά σε ένα κρίσιμο ερώτημα : Μπορούμε πια να συμβάλλουμε στην εδραίωση διακριτών ρόλων Κράτους και Εκκλησίας; Μπορούμε να συμβάλλουμε επιτέλους αποτελεσματικά στον πλήρη εξορθολογισμό των σχέσεων Εκκλησίας – Κράτους ; Μπορούμε να ξεφύγουμε από τα παρωχημένα στερεότυπα και ιδεοληψίες.

Πιστεύω πως «ναι». Και πιστεύω πως είναι σοφό όλοι και ιδιαίτερα ο πολιτικός κόσμος και δη οι πολιτικοί της Συντηρητικής Παράταξης που ευαγγελίζονται στα λόγια τον «μεσαίο χώρο» και τον «πολιτικό φιλελευθερισμό», να διαβάσουν πολύ προσεκτικά τον πρόλογο του βιβλίου του Μανώλη Βασιλάκη, όπου παραθέτει ατόφια μια φωτισμένη ομιλία μιας  σύγχρονης μεγάλης Πολιτικής Προσωπικότητας της Ελλάδας, του Ελευθερίου Βενιζέλου στην «Συντακτική των Κρητών Συνέλευση» το 1906. Πρόκειται πραγματικά για μια σπουδαία πολιτική υποθήκη του μεγάλου μεταρρυθμιστή και του ανθρώπου που έφτασε την Ελλάδα στα σημερινά της σύνορα.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον Οκτώβριο του 1906, με ένα φωτισμένο και πάντα επίκαιρο λόγο απαντά στην διαμαρτυρία Εκπροσώπου των Σφακίων που διαμαρτύρεται γιατί το υπό εξέταση σχέδιο, χαρακτηρίζεται όπως έλεγε, από «υλισμό και θρησκευτική αδιαφορία ή και εχθρότητα προς την Εκκλησία». Προτείνει δε να προστεθεί ότι «επίσημος θρησκεία» είναι «η Ανατολική Ορθόδοξη».

Αναφέρω μόνο ένα πολύ σύντομο αλλά χαρακτηριστικό απόσπασμα του Ελευθέριου Βενιζέλου που απάντησε σε αυτές τις αιτιάσεις. Έλεγε πριν ένα αιώνα ο Βενιζέλος : « Πως δεν εννοείται ότι κεφαλαιώδες συμφέρον του Ελληνισμού είναι να  διακηρύξει ότι η έννοια αυτού είναι τόσον ευρεία και τόσον άσχετος προς τα θρησκευτικά δόγματα, ώστε είς την έννοια αυτήν δύναται να χωρήσωσι  όχι μόνον οι πρεσβεύοντες τα του Χριστού δόγματα αλλά και οι πρεσβεύοντες τα δόγματα πάσης άλλης γνωστής ή αγνώστου θρησκείας». Επεσήμαινε ακόμα ο μεγάλος αυτός άντρας : « ο εθνισμός δεν δύναται να συγχισθή παντάπασι προς την θρησκεία …Η έννοια του Ελληνισμού δεν δύναται ποτέ να ταυτιστεί με την έννοια της Ορθοδοξίας ….».

Από το 1981 δρομολογήθηκαν σημαντικές αλλαγές από την Κυβέρνηση του Αντρέα Παπανδρέου, παρά την σφοδρή αντίδραση της Συντηρητικής Παράταξης και της ηγεσίας της Εκκλησίας. Θυμίζω, αυτόματο διαζύγιο, πολιτικός γάμος, αναγνώριση ανύπαντρης γυναίκας, ο νόμος για την Εκκλησιαστική περιουσία που αν και ψηφίστηκε έμεινε ανενεργός κ.α.

Μετά τα όσα συνέβησαν, τα εκκλησιαστικά σκάνδαλα – που κουκουλώθηκαν- η Ελληνική κοινωνία δείχνει ώριμη για να προχωρήσουμε ένα βήμα μπροστά στην απεμπλοκή των λειτουργιών του Κράτους από αυτές της Εκκλησίας.

 Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να πρωτοπορήσει στην επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος.Δεν επιτρέπεται ν’ αρκεσθεί στην αντικατάσταση του θρησκευτικού όρκου, πρέπει να ζητήσει με μαχητικότητα τον πλήρη διαχωρισμό.Επιβάλλεται, 32 χρόνια μετά την μεταπολίτευση όπως τότε οι αξιωματικοί οδηγήθηκαν με πολιτική απόφαση μέσα στους στρατώνες όπου και η αποστολή τους, να οδηγηθούν οι ιεράρχες μέσα στις εκκλησίες όπου και το χρέος τους. Ελπίζω το κόμμα μου να μην διαψεύσει την ώριμη πλέον Ελληνική Κοινωνία.    

 

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΝΟΣ : Ο Αρχιεπίσκοπος ασχολείται με την πολιτική, τα οικονομικά, την εξωτερική πολιτική και πολλά άλλα, δεν υπέπεσε όμως στην αντίληψη μου να ασχολείται με τη συνάντηση του Αθνρώπου με το Θεό. 

Στο τελευταίο τεύχος του Economist, της 3ης Ιουνίου, διάβασα ότι ο Πάπας Βενέδικτος μιλώντας την περασμένη εβδομάδα σε Πολωνούς καθολικούς κληρικούς τους είπε: “Οι πιστοί περιμένουν ένα μόνο πράγμα από τους ιερείς: να εξειδικευτούν στην προώθηση της συνάντησης του ανθρώπου με το Θεό. Δεν περιμένουν από τους ιερείς να είναι ειδικοί στα οικονομικά, ή τα δημόσια έργα ή την πολιτική”. Αν αναλογιστείτε τη συμπεριφορά του Αρχιεπισκόπου θα συνειδητοποιήσετε ότι κάνει ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που συνέστησε στους καθολικούς κληρικούς της Πολωνίας ο Πάπας. Ο Αρχιεπίσκοπος ασχολείται με την πολιτική, τα οικονομικά, την εξωτερική πολιτική και πολλά άλλα, δεν υπέπεσε όμως στην προσοχή μου να ασχολείται καθόλου με τη συνάντηση του ανθρώπου με το Θεό. Δεν είμαι κατάλληλος να υποδείξω στον Αρχιεπίσκοπο το ρόλο του, ούτε να κρίνω τα πεπραγμένα του, αλλά είμαι βέβαιος ότι τα πεπραγμένα του και η εν γένει συμπεριφορά του αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία του βιβλίου του Μανώλη Βασιλάκη “Η Μάστιγα του Θεού”. “Η Μάστιγα του Θεού” είναι ένα πολεμικό βιβλίο. Σε κανένα σημείο ο συγγραφέας δεν κρύβει τα αισθήματα του. Όχι απέναντι στην Εκκλησία, αλλά απέναντι στον Αρχιεπίσκοπο. Τα έντονα αισθήματα του συγγραφέα όμως, δεν μπορούν να παρασύρουν τον αναγνώστη σε μια επιπόλαιη ή βιαστική απόρριψη των όσων καταμαρτυρεί στον Αρχιεπίσκοπο, διότι το βιβλίο αποτελείται από εξαντλητική παράθεση κειμένων και δηλώσεων του Αρχιεπισκόπου, και άλλων για τον Αρχιεπίσκοπο, που καλύπτουν την περίοδο από την έναρξη της δικτατορίας μέχρι σήμερα.  Όποιος διαβάσει το βιβλίο θα μπορέσει να διαμορφώσει προσωπική γνώμη για τον Αρχιεπίσκοπο, χωρίς να χρειάζεται τους επιθετικούς χαρακτηρισμούς του συγγραφέα. Ελπίζω ότι όλα τα μέλη της Ιεραρχίας θα μελετήσουν το βιβλίο του κ. Βασιλάκη. Ελπίζω επίσης ότι το βιβλίο θα διαβαστεί από όλους τους απλούς κληρικούς που δεν μετέχουν στα ανώτερα κλιμάκια της Ιεραρχίας και στενοχωρούνται για όσα περίεργα και ανήκουστα συμβαίνουν εκεί. Θα αποτελούσε σπουδαία κίνηση του εκδότη αν θέσπιζε ειδική χαμηλή τιμή για τους απλούς ιερείς. Αλλά και οι πιστοί θα έπρεπε να χαρίζουν το βιβλίο στον παπά της ενορίας τους. Όσο πιο πολλοί ενημερωθούν, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες κάτι να αλλάξει. Αλλά και κάποια από τις εφημερίδες που τον τελευταίο καιρό επιδίδονται στη διανομή βιβλίων θα μπορούσε να περιλάβει  “Τη Μάστιγα του Θεού” στο πρόγραμμα της.  Το βιβλίο του κ. Βασιλάκη, σε αντίθεση με πολλά ελληνικά βιβλία, είναι εφοδιασμένο με Γενικό Ευρετήριο ονομάτων. Το γεγονός προσφέρει ανεκτίμητη βοήθεια στον αναγνώστη. Μπορεί για παράδειγμα πολύ εύκολα να εντοπίσει στις 666 σελίδες του βιβλίου τις αναφορές στους  κ.κ. Ιάκωβο Γιοσάκη και Απόστολο Βαβύλη, ή στους κ.κ. Δαφέρμο, Σταθόπουλο και Σημίτη, κοκ. Κατά τη γνώμη μου η συμπεριφορά του Αρχιεπισκόπου είναι το αποτέλεσμα του νομικού πλαισίου που υπάρχει για την Εκκλησία. Αργά ή γρήγορα ήταν μοιραίο να εμφανιστεί ένας Αρχιεπίσκοπος, όπως ο σημερινός, που να αξιοποιήσει τις αμφισημίες του Συντάγματος και των νόμων. Πριν από 7 χρόνια ως Πρόεδρος των Φιλελευθέρων ζήτησα από τον Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Σταθόπουλο να φροντίσει να εφαρμοστεί ο νόμος και να απαγορευτεί η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Την επιστολή μου ο κ. Σταθόπουλος διαβίβασε στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων του κ. Δαφέρμου και εκδόθηκε η απόφαση που απαγόρευσε την αναγραφή του θρησκεύματος. Έξι μήνες αργότερα, το Νοέμβριο 2000, οι Φιλελεύθεροι γνωστοποιήσαμε τις συνολικές θέσεις μας για τη ρύθμιση των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας. Το 2005 η Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου επεξεργάστηκε το θέμα και ετοίμασε ένα σχέδιο νόμου για τη ρύθμιση των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας. Την πρόταση καταθέσαμε μαζί με άλλους στη Βουλή και η Βουλή, πριν από 75 ημέρες, την απέρριψε με την πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή των εκπροσώπων του 85% του Ελληνικού λαού. Δεν σας κρύβω την απογοήτευση που μου προκάλεσε η στάση του ΠΑΣΟΚ που στο τελευταίο συνέδριο του είχε ξεκάθαρα τοποθετηθεί υπέρ μια τέτοιας ρύθμισης. Για τη Νέα Δημοκρατία δεν έχω να πω τίποτε παρά μόνο να θυμίσω ότι ασκεί τέτοια τρομοκρατία σε βάρος των βουλευτών της, ώστε κανείς εξ εκείνων που έβλεπαν την  πρόταση θετικά δεν τόλμησε να την  ψηφίσει. Μερικές μουσουλμανικές χώρες, όπως για παράδειγμα το Ιράν, είναι σήμερα μια ζωντανή απόδειξη ότι η ανάμειξη κληρικών σε κρατικές λειτουργίες οδηγεί σε μείωση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων των πολιτών. Αλλά και η μακρόχρονη ιστορία της Δύσης, στην οποία έχομε επιλέξει να ανήκουμε, το ίδιο ακριβώς δείχνει. Η ανάμειξη κληρικών σε κυβερνητικά καθήκοντα οδηγεί σε περιορισμό των ελευθεριών και των δικαιωμάτων των πολιτών. Βασικό χαρακτηριστικό της ελευθερίας είναι η ανεκτικότητα. Την ανεκτικότητα για το διαφορετικό, από τη φύση της, δεν μπορεί να επιδείξει η Εκκλησία. Όχι μόνο η δική μας αλλά και οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική οργάνωση. Διότι είναι αδύνατο να συνυπάρξουν το θρησκευτικό δόγμα και η ανεκτικότητα. Κάθε ανάμειξη της Εκκλησίας σε κρατικά καθήκοντα ενέχει τον κίνδυνο περιορισμού της ανεκτικότητας και συνεπώς, περιορισμού των ελευθεριών και των δικαιωμάτων των πολιτών. Το Σύνταγμα επιβάλλει στο κράτος να είναι αυστηρά ουδέτερο απέναντι σε όλες τις θρησκείες. Γι αυτό η ομολογιακή διδασκαλία των παιδιών που φοιτούν σε κρατικά σχολεία πρέπει να γίνεται από τις οικογένειες τους και την εκκλησία τους και όχι από κρατικούς λειτουργούς. Αυτό επιβάλλει το άρθρο 13 του Συντάγματος και η κοινή λογική όσων επιθυμούν να υπάρχει πράγματι ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης.  Η επιταγή για το απαραβίαστο της θρησκευτικής συνείδησης εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του Ρήγα και ξανά στο Σύνταγμα του 1927. Σήμερα η επιταγή αυτή είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Διότι από τότε η Ελλάδα έχει αλλάξει. Άλλαξε μετά τη μαζική είσοδο οικονομικών μεταναστών που ζουν και δραστηριοποιούνται στο τόπο μας. Ο συνολικός αριθμός δεν είναι απολύτως γνωστός, μπορεί όμως να αντιστοιχεί σε 10 έως 15% του πληθυσμού. Το πιθανότερο είναι ότι θα αυξηθεί. Η συνταγματική επιταγή δεν αφορά μόνο τους Έλληνες, αλλά όσους ζουν στην Ελλάδα. Η παραβίαση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των ανθρώπων αυτών, που επέλεξαν να ζήσουν και να δραστηριοποιηθούν  στην Ελλάδα, δεν είναι μόνο αντίθετη με το Σύνταγμα, τις Διεθνείς Συμβάσεις και τους πανανθρώπινους ηθικούς κανόνες αλλά και συνάμα πρόκληση για μελλοντικές ταραχές. Όπως αυτές που έζησαν άλλες κοινωνίες της Δύσης που δεν συμπεριφέρθηκαν στους μετανάστες όπως συμπεριφέρονται στους γηγενείς πολίτες τους.  Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών δηλώνει ότι δεν έχει αντίρρηση να δημιουργηθεί τζαμί στον Ελαιώνα ή στην Παιανία. Ελάχιστοι φαίνεται να προβληματίζονται από το γεγονός ότι άποψη για το που θα προσεύχονται οι μουσουλμάνοι έχει ο επικεφαλής της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και κανείς δεν γνωρίζει ή ενδιαφέρεται να μάθει τι προτείνουν οι Αθηναίοι μουσουλμάνοι. Δεν θα ήταν λογικό να έχουν χώρους λατρείας κοντά στις περιοχές όπου ζουν; Αν στην Αθήνα υπάρχουν περισσότεροι από 300.000 μουσουλμάνοι δεν θα ήταν λογικό να υπάρχει όχι ένα αλλά πολλά τζαμιά;  Όσα συμβαίνουν γύρω από αυτή την υπόθεση αποδεικνύουν αυτό που ισχυρίστηκα πριν. Η Εκκλησία, από τη φύση της, δεν μπορεί να δείξει ανεκτικότητα απέναντι σε αλλόθρησκους. Από την ώρα που η πολιτεία εκχωρεί δικαίωμα συναπόφασης στην Εκκλησία, η Εκκλησία επωφελείται για να πνίξει τους άλλους, τους διαφορετικούς. Γι’ αυτό δεν έχει και δεν πρέπει να έχει ανάμειξη σε κρατικές αποφάσεις η Εκκλησία. Η ανέγερση τζαμιών είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους που οφείλει να εγγυηθεί, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, την ανεμπόδιστη λατρεία όσων ανήκουν σε αυτή τη θρησκεία. Κάτω από πίεση η κυβέρνηση άφησε να περάσει, την περασμένη εβδομάδα, μια μεσοβέζικη τροπολογία σύμφωνα με την οποία για τους ορθόδοξους ναούς θα αποφασίζει η ναοδομία – αν είναι δυνατόν; – και για τους χώρους λατρείας των  άλλων θρησκειών, όχι η πολεοδομία αλλά το Υπ. Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η λογική της πλειοψηφίας δεν ισχύει όταν αναφέρεται σε ατομικά δικαιώματα. Η παλαιότερη πρόταση του Αρχιεπισκόπου να γίνει δημοψήφισμα για το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες παραβίαζε τη βασική αυτή αρχή. Η πλειοψηφία, ακόμη και η συντριπτική πλειοψηφία, δεν νομιμοποιείται να παραβιάζει τα δικαιώματα –όπως αυτά ορίζονται στο Σύνταγμα- της μειοψηφίας. Αντιθέτως, οφείλει να τα σέβεται. Ακόμη και ενός μόνο ανθρώπου. Υπήρξε ασυγχώρητο ατόπημα της Νέας Δημοκρατίας και προσωπικά του σημερινού πρωθυπουργού ότι, για μακρύ χρονικό διάστημα, υπέθαλψε αυτή την κατάφορη παραβίαση, όχι μόνο του Συντάγματος αλλά και όλων των ηθικών αρχών και κανόνων μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Ευτυχώς, ο κ. Καραμανλής φαίνεται να συνειδητοποίησε το ατόπημα και λησμόνησε όσα είχε υποσχεθεί να κάνει. Μένει βέβαια η υπογραφή του στο δημοψήφισμα του κ. Χριστόδουλου. Η Ελλάδα όπως απέδειξε η απογοητευτική στάση τόσο της κυβέρνησης όσο και του ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί ακόμη, παρά τις βαρύγδουπες διαβεβαιώσεις και τις συνταγματικές επιταγές, να αποφασίσει να τοποθετήσει στο βάθρο που τους ανήκει τα ατομικά δικαιώματα. Οι ατομικές ελευθερίες, τα ατομικά δικαιώματα αντιστρατεύονται προφανώς τα συμφέροντα των μηχανισμών εξουσίας και των δύο κομμάτων. Οι ατομικές ελευθερίες έρχονται σε σύγκρουση με το συγκεντρωτικό και αυταρχικό κράτος που επιλέγουν και τα δύο κόμματα στην κυβερνητική τους εκδοχή.  Η φοβισμένη στάση της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ αποτελεί απόδειξη της πολιτικής δύναμης που έχει αποκτήσει η Εκκλησία εξ αιτίας του νομικού περιβάλλοντος που οι ίδιοι μικροπολιτικοί διαμόρφωσαν. Ο Αρχιεπίσκοπος, περισσότερο από οποιονδήποτε προκάτοχο του, από αυτούς που θυμάμαι τουλάχιστον, αξιοποιεί αυτή τη δύναμη, όχι πάντως για να μας φέρει πιο κοντά στο Θεό.    

Χριστόδουλος: «Ο Αρχιερέας του Σκότους» 

Του ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΥΡΚΟΥ

 

Το βιβλίο του Μανώλη Βασιλάκη είναι μια μεγάλη συνεισφορά στον προβληματισμό των σκεπτομένων Ελλήνων. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, παρά κάποιες ελπίδες που υπήρχαν με την εκλογή του και τις οποίες συμμεριζόμουν, πως θα ανανέωνε τον εκκλησιαστικό λόγο και με πράξεις θα έφερνε την Εκκλησία πιο κοντά στον δοκιμαζόμενο λαό, διέλυσε γρήγορα αυτές τις αυταπάτες και έδειξε με την ασυγκράτητη πολιτικολογία του και με τις σκοταδιστικές του παρεμβάσεις, πως αντί να ανοίξει τα παράθυρα τα έκλεινε ερμητικά σε ό,τι ανανεωτικό και σύγχρονο και οδηγούσε την Ιεραρχία στις χειρότερες στιγμές της, ένα οχυρό της συντήρησης, που περιφρουρούσε τα κεκτημένα του, οργίαζε με την εκμετάλλευση της πίστης, της αθωότητας και της άγνοιας των απλών ανθρώπων και τους έσερνε κατά το δοκούν σαν αληθινό ποίμνιο – δεν επεξηγώ τον όρο γιατί δεν θέλω να προσβάλω κανένα. Ο Αρχιεπίσκοπος αναδείχθηκε σε αρχιερέα της εθνικοφροσύνης, σε ιδεολογικό αρχηγό της συντηρητικής παράταξης σε μια στιγμή κρίσης της ιδεολογίας της. Και τα γεμάτα εμπάθεια κηρύγματά του κατά του Διαφωτισμού και του πολύτιμου κόσμου της κουλτούρας, διαστρέβλωναν πλήρως και αυτή την Ιστορία, και το νόημα των σύγχρονων αγώνων για την υπεράσπιση των μεγάλων ιδανικών της Δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ισότητας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για πρώτη φορά στις εκκλησίες όπου πήγαινε, πάντα συνοδευόμενος όχι τυχαία από την TV, ακούστηκαν χειροκροτήματα που θύμιζαν κομματικές συγκεντρώσεις της Δεξιάς.

Στο βιβλίο του ο Βασιλάκης, παρακολουθεί βήμα-βήμα την πορεία του Αρχιεπισκόπου, τους δεσμούς του με τις φασιστικής έμπνευσης ομάδες, το παραεκκλησιαστικό καρκίνωμα της «Χρυσοπηγής» και το Γκαιμπελικό τους όργανο «Στόχο». Αποδείχνει πως το κήρυγμα και το όραμά του είναι το πανάθλιο εύρημα της χούντας «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», διακωμωδεί τα αντιευρωπαϊκά του κηρύγματα που δεν τον εμποδίζουν παρά τις λοιδορίες κατά των «ευρωλιγούρηδων» να επιδιώκει να επωφεληθεί από τα προγράμματα της Ε.Ε. Και ενώ ομνύει κατά της Δύσης που συνωμοτεί αδιάκοπα κατά της Ελλάδας, προσβλέπει και στην απορρόφηση της σατανικής Ευρώπης από την Ορθοδοξία όπως δείχνει και το καταγέλαστο σύνθημα που δονούσε τις «λαοσυνάξεις»: «Ελλάδα – Ευρώπη – Ορθοδοξία»! Η πεμπτουσία της παραληρηματικής διδασκαλίας του συμπυκνώνεται στην έκκληση: «Όπισθεν ολοταχώς», την οποία πρώτος απηύθυνε ο δήμαρχος Κολοκοτρωνιτσίου, Πόποτας, στο ευθυμογραφικό σκετς του Aντέννα, «Καφέ της χαράς». Αλλά αν στα χείλη του αφελούς δημάρχου (Ρώμα) η φράση ανταποκρίνεται στη νοοτροπία του πετυχημένου ευθυμογραφήματος και σκορπά τα γέλια και τους καγχασμούς, στο στόμα του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας προδίδει την άβυσσο που τον χωρίζει από τον σημερινό βηματισμό του έθνους.

Ο κ. Χριστόδουλος συνέλαβε καλύτερα από πολλούς άλλους δημαγωγούς το επίπεδο γνώσης μεγάλων στρωμάτων. Έτσι, παίζοντας με τη βαθιά θρησκευτική πίστη τους, και ταυτίζοντας την Εκκλησία, δηλαδή τον εαυτό του, με την πίστη, άφησε ανοιχτό το δρόμο σε μασκαριλίκια του τύπου, ευλογία στα καρμπυρατέρ των αυτοκινήτων, θαύματα και φαινόμενα χομεϊνισμού, για τα οποία ντρέπεται κάθε ορθοφρονών θρησκευόμενος. Και επειδή ο Χριστόδουλος-Χομεϊνί κόπτεται για τη διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία, ένα δείγμα της έδωσε το περιεχόμενο του βιβλίου της Δ΄ Δημοτικού που πρόβαλαν οι τηλεοράσεις.

Στις μέρες μας το βιβλίο και η ταινία «Κώδικας ντα Βίντσι» προκάλεσε μέγα ενδιαφέρον και θερμές συζητήσεις. Θα ευχόμουν να συγκεντρώσει την προσοχή και να προκαλέσει αντίστοιχες συζητήσεις ο «Κώδικας Χριστόδουλου-Χομεϊνί» που μας παρουσίασε ο Βασιλάκης. Ίσως αυτό θα μπορούσε να εξυγιάνει το κλίμα της Εκκλησίας και να την φέρει πιο κοντά στις καρδιές των θρησκευομένων.

Και ο μεν κ. Χριστόδουλος εξακολουθεί να δημαγωγεί ασύστολα και να δείχνει καθημερινά πόσο επικίνδυνος είναι για τους δημοκρατικούς μας θεσμούς. Η πολιτεία όμως τι κάνει; Το ερώτημα περιμένει απάντηση που δεν εξαντλείται στο θέμα: χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος.

Ήρθε η στιγμή να μη μείνουν στο απυρόβλητο οι σκοταδιστικές θεωρίες του Αρχιεπισκόπου. Ωρίμασε η ανάγκη ενός μεγάλου κινήματος υπεράσπισης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, δηλαδή της σύγχρονης ελληνικής πολιτείας. Ο Αρχιεπίσκοπος θα μείνει στην Ιστορία σαν «Ο Αρχιερέας του Σκότους».  

 

 

Μιχ. Σταθόπουλος : Το Βιβλίο τεκμηριώνει τις

θεοκρατικές αντιλήψεις του Αρχιεπίσκοπου

Χριστόδουλου

 

Ι.          Το βιβλίο του Μανώλη Βασιλάκη «Η Μάστιγα του Θεού» είναι εξαιρετικά χρήσιμο, γιατί αποτελεί έναν αναγκαίο αντίλογο στην πλημμυρίδα των λόγων που μας απευθύνει συνεχώς ο Αρχιεπίσκοπος από τότε που ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο με τους συνεχείς μονολόγους του, που έχουν περισσότερο πολιτικό και λιγότερο εκκλησιαστικό περιεχόμενο, μονολόγους από άμβωνος, έτσι ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα πολιτικής απάντησης.

            Το βιβλίο με ένα πλούτο (θα έλεγα, πακτωλό) πληροφοριών αναδεικνύει τα πραγματικά «πιστεύω» του Αρχιεπισκόπου μέσα από ομιλίες του, αλλά και άρθρα και άλλες δημόσιες δηλώσεις του, συγκεντρωμένες και ταξινομημένες για πρώτη φορά. Τεκμηριώνει έτσι με τα ίδια τα κείμενα του Αρχιεπισκόπου τις θεοκρατικές αντιλήψεις του.

            Ο τεκμηριωμένος αυτός αντίλογος χρειαζόταν και για τον λόγο ότι δείχνει, με επίσης συγκεντρωμένη αναφορά στις αντίθετες απόψεις, ότι υπάρχει και η άλλη Ελλάδα από αυτήν που οραματίζεται ο Αρχιεπίσκοπος, η Ελλάδα των Ελλήνων που σκέφτονται διαφορετικά, συνεχίζοντας την παράδοση ενός Ρήγα Φεραίου και ενός Αδαμάντιου Κοραή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ανδριάντες και των δύο αυτών φωτισμένων Ελλήνων κοσμούν τα Προπύλαια του αρχαιότερου Πανεπιστημίου της χώρας, του Πανεπιστημίου Αθηνών.   

ΙΙ.        Ίσως με τη μορφή και το ύφος των αναπτύξεων του συγγραφέα να μη συμφωνεί κανείς πάντοτε και να μη συνυπογράφει κάποιες υπερβολές στους χαρακτηρισμούς, αλλά αυτό είναι το προσωπικό ύφος του συγγραφέα («στοιχείο της προσωπικότητάς του», όπως ο ίδιος λέει), που εν πάση περιπτώσει αντιστοιχεί σε οξύτητα προς τους συχνούς απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς που ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος τόσο συχνά χρησιμοποιεί.

            Αυτό πάντως που ουσιαστικά μετράει είναι όχι η μορφή αλλά το περιεχόμενο των θέσεων του βιβλίου, ό,τι δηλαδή βρίσκεται πίσω από τις έστω οξείες διατυπώσεις. Πώς να μη συμφωνήσει π.χ. κανείς επί της ουσίας με τον συγγραφέα όταν γράφει (σελ. 207) ότι «ο Θεός του Χριστόδουλου είναι αδιάλλακτος, μισαλλόδοξος, ακροδεξιός, ρατσιστής και έχει καταρασθεί τη λέξη ανοχή»;

ΙΙΙ.       Για όσους γνωρίζουν από παλαιά την προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου και για όσους παρακολουθούσαν και παρακολουθούν προσεκτικά τα λεγόμενά του και τη συμπεριφορά του, όπως ο ομιλών, ήταν γνωστές οι ιδιότητές του στις οποίες αναφέρεται το βιβλίο. Τώρα όμως έχουμε συγκεντρωμένες και γραπτές τις αποδείξεις γι’ αυτές. Scripta manent. Να η αξία του βιβλίου. Ποιες είναι οι ιδιότητες του Αρχιεπισκόπου που αναδεικνύονται ανάγλυφες μέσα από τις σελίδες του βιβλίου;

            1. Ο Αρχιεπίσκοπος έχει (και χρησιμοποιώ εδώ ήπια διατύπωση) φονταμενταλιστικές τάσεις. Η εμμονή στις ιδέες του  είναι άκαμπτη, χωρίς ίχνος κατανόησης για τους διαφωνούντες, έντονη δε η μισαλλοδοξία του για το διαφορετικό.  Εκφέρει συνεχώς διχαστικό λόγο («εμείς οι καλοί» και «οι άλλοι οι κατά το δυνατόν εξοβελιστέοι από την ελληνική κοινωνία»). Συγχρόνως με τα κηρύγματά του διεγείρει τους πολίτες κατά της πολιτειακής αρχής.

            2. Ο Αρχιεπίσκοπος έχει ακροδεξιά και ακραίως εθνικιστικά φρονήματα. Οραματίζεται μια Ελλάδα Ελλήνων Ορθοδόξων, όπως η Χούντα των συνταγματαρχών οραματιζόταν την Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών.

            3. Αντιμετωπίζει με αισθήματα έντονης απέχθειας Εβραίους, Τούρκους, τη Δύση και δεν παύει, όταν του δίνεται ευκαιρία, να το εκφράζει, ενσπείροντας ρατσιστικές ιδέες. Κινδυνολογεί συνεχώς, βλέποντας παντού ανθελληνικές συνομωσίες, π.χ. του «διεθνούς σιωνισμού», της «φράγκικης πολιτικής» κλπ. κατά του Ελληνικού λαού, τον οποίο θεωρεί «περιούσιο» λαό απέναντι στους άλλους, τους βαρβάρους, λαό αρχόντων με ανώτερο πολιτισμό. Οι αφοριστικές αποστροφές του χαρακτηρίζονται συχνά από μεγαλομανία.

            Ο Απόστολος Παύλος είχε πει (στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή, Κεφ. ΙΓ): «Αν έχω όλη την πίστη ώστε να μετακινώ βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, δεν είμαι τίποτε» («ουδέν ειμί»). Πόση σχέση έχουν τα λόγια του Αρχιεπισκόπου με την αγάπη που ύμνησε ο Απόστολος Παύλος; Ίσως η στάση του Αρχιεπισκόπου έχει, αντίθετα, σχέση με όσα λέγει στη συνέχεια ο Απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή αυτός που αγαπά δεν «περπερεύεται» και δεν «φυσιούται», δηλαδή δεν κομπάζει και δεν φουσκώνει με καύχηση και αλαζονεία.

            4. Και, τέλος, ο Αρχιεπίσκοπος έχει πρόβλημα με τα δικαιώματα του ανθρώπου. Θεωρεί τον σεβασμό των ανθρωπίνων  δικαιωμάτων αντίπαλο προς τις δικές του απόψεις. Πράγματι, πώς να μην αντιπαθεί τη θρησκευτική ελευθερία, την ελευθερία της συνείδησης και την ανεκτικότητα, αφού με την αναγνώρισή τους καταρρέουν οι δικές του θεοκρατικές απόψεις; Αρνείται να συμφιλιώσει τη θρησκεία με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και θέτει στους πιστούς το δίλημμα: Ή θα πιστεύετε στον Θεό και την Ορθοδοξία ή στα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Θεός του δηλαδή αποδοκιμάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Αυτή είναι η μεγαλύτερη απειλή που εκπορεύεται από τον Προκαθήμενο της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας: Με τα λόγια του θέτει σε κίνδυνο τον πυλώνα αυτόν των σύγχρονων δημοκρατιών, δηλαδή τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία δεν διστάζει να απαξιώνει δημόσια. Στην ουσία απαγορεύει στους Έλληνες την ελευθερία συνείδησης!

 

IV.       Συγχρόνως στις σελίδες του βιβλίου του Μανώλη Βασιλάκη αναδεικνύεται το ύφος του Αρχιεπισκόπου και οι επικοινωνιακές μέθοδοι που μετέρχεται:

            Με επιφανειακούς και πρόχειρους αφορισμούς και συχνά χωρίς να διστάζει να θέτει στο στόμα όσων διαφωνούν μαζί του πράγματα που αυτοί ουδέποτε ισχυρίσθηκαν, δημιουργεί τεχνητά εύκολους στόχους για να εξαπολύσει την επίθεσή του, προσπαθώντας συγχρόνως να φανατίσει και να ξεσηκώσει πιστούς εναντίον εκείνων που τους θεωρεί αντιπάλους του.

            Συνηθέστατη είναι η μέθοδός του να παρουσιάζει την κριτική που γίνεται στο πρόσωπό του (και που είναι πράγματι κριτική μόνο στο πρόσωπό του) ως επίθεση κατά της Εκκλησίας ή, ακόμη γενικότερα, ως επίθεση κατά των παραδόσεών μας ή του έθνους ή της ιστορίας μας. Ταυτίζει έτσι ανακριβέστατα τον εαυτό του με τους θεσμούς και τις αξίες αυτές.

            Ο λόγος του είναι κατά κανόνα συνθηματολογικός και αφοριστικός, απευθυνόμενος στα ένστικτα μάλλον παρά στη σκέψη των ακροατών του. Έχοντας βέβαια έντονα τα χαρακτηριστικά του δημαγωγού μπορεί, ανάλογα με το ακροατήριο στο οποίο μιλάει ή με τις περιστάσεις, να υποδυθεί και άλλο πρόσωπο από τον πραγματικό εαυτό του, π.χ. τον ευρωπαϊστή, τον αντιρατσιστή  κλπ.

 

V.        Στο βιβλίο που παρουσιάζουμε υπάρχουν βέβαια και ορισμένα σημεία όπου έχω επιφυλάξεις για τις απόψεις του συγγραφέα, όπως είναι άλλωστε φυσικό. Νομίζω π.χ. ότι ο συγγραφέας αδικεί τον Κ. Σημίτη στο θέμα των ταυτοτήτων. Γιατί το ότι το ζήτημα αυτό είχε αίσια έκβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα οφείλεται κυρίως στη σταθερή στάση που τήρησε ο τότε Πρωθυπουργός. Νομίζω ότι είχαμε από την εποχή του Ελ. Βενιζέλου να δούμε Πρωθυπουργό να βρίσκει το θάρρος να αντιστέκεται ως το τέλος σε αναρμόδιες παρεμβάσεις της διοίκησης της Εκκλησίας σε πολιτειακά θέματα, όπως έπραξε ο Κ. Σημίτης στο θέμα των ταυτοτήτων. Θα διατύπωνα επίσης διαφορετικά τις (παρεμπίπτουσες και δευτερεύουσες, είναι η αλήθεια) αναφορές του βιβλίου στο θέμα των βομβαρδισμών κατά της Γιουγκοσλαβίας. Επίσης ορισμένες επαναλήψεις μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.

            Τα παραπάνω όμως δεν μειώνουν την αξία του βιβλίου και τη συμβολή του συγγραφέα στο θέμα που πραγματεύεται.

 VI.       Από το βιβλίο του Μ. Βασιλάκη μένει όμως κάτι ακόμη, που είναι πολύ σημαντικότερο για την κοινωνία μας και τη δημοκρατία μας από ό,τι το πρόσωπο και η δράση του Αρχιεπισκόπου: Η ενδοτικότητα των πολιτικών (με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως των παρόντων) απέναντι στις αναρμόδιες επεμβάσεις της διοίκησης της Εκκλησίας και σε πολλές, θεοκρατικής χροιάς, αξιώσεις της.

            Έντρομοι μήπως τύχει και χάσουν κάποιους σταυρούς οι πολιτικοί δεν τολμούν στα θέματα αυτά να πουν και να πράξουν αυτό που ξέρουν καλά ότι είναι το ορθό. Συγχρόνως όμως υποτιμούν έτσι τον λαό. Γιατί, αν του εξηγήσουν ότι τα απαραίτητα μέτρα στα οποία αντιδρά μερίδα των ιεραρχών δεν θα θέσουν σε κανένα απολύτως κίνδυνο τη θρησκεία, την ορθοδοξία και τις παραδόσεις μας, ότι ο καθένας θα είναι ελεύθερος να θρησκεύεται όπως θέλει και όπως πράττει ως τώρα, ο λαός θα καταλάβει. Και θα ψηφίσει με πολιτικά, ιδεολογικά και κοινωνικά κριτήρια και όχι με θρησκευτικά.

           

VII.     Όσα γράφει ο Μ. Βασιλάκης και όσα είπα και εγώ δεν επιδέχονται, φυσικά, γενίκευση στο χώρο της Εκκλησίας. Γιατί υπάρχουν πολλοί φωτισμένοι Ιεράρχες που, σε αντίθεση με τον Προκαθήμενο, πιστεύουν στην ανεκτικότητα, στα ανθρώπινα δικαιώματα, που αγαπούν και αυτούς με τους οποίους διαφωνούν, που έχουν δημοκρατική συνείδηση. Έχουμε τέτοιους Ιεράρχες. Είναι όμως κρίμα για τη χώρα μας και για την Ορθόδοξη Εκκλησία το ότι επικεφαλής της βρίσκεται ένας Ιεράρχης που κάθε άλλο παρά τον διακρίνουν οι παραπάνω ιδιότητες. Αδικείται η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία.            

Εύστοχα ο Μανώλης Βασιλάκης τελειώνει το βιβλίο του με τη φράση: «Μπορεί κανείς να φαντασθεί ποιο θα ήταν το κύρος της Εκκλησίας, αν Αρχιεπίσκοπος ήταν ένας Ιεράρχης με τέτοιες [εννοεί με φωτεινές] αντιλήψεις;».