Tου Θεοδωρου Κουλουμπη*

Σε δύο διαφορετικές συναντήσεις που είχα στην Ουάσιγκτον την προηγούμενη εβδομάδα, έθεσα το εξής ερώτημα σε δύο κορυφαία στελέχη του ελληνοαμερικανικού λόμπι: «Στην περίπτωση που μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια φτάσουμε σε έναν ιστορικό συμβιβασμό ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία –που συνεπάγεται αμοιβαία αποδεκτές λύσεις του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών διαφορών– ποιο μέλλον βλέπετε για το ελληναοαμερικανικό λόμπι;» Ο πρώτος απάντησε αυθόρμητα λέγοντας «θα το κλείσουμε». Ο δεύτερος δίστασε λίγο, καλοσκέφθηκε και είπε «θα μετακινήσουμε την προσοχή μας και τους στόχους μας στην προώθηση των αναγκών του Ελληνισμού». Από διαφορετική σκοπιά και οι δύο έδωσαν εύστοχες και ρεαλιστικές απαντήσεις.

 

Με τη στενή έννοια του όρου, «λόμπι» σημαίνει ότι δημιουργούνται και λειτουργούν γραφεία που δηλώνουν –σύμφωνα με τον αμερικανικό νόμο– ότι εκπροσωπούν ξένες κυβερνήσεις και τα συμφέροντά τους. Αμείβονται επισήμως από τις κυβερνήσεις αυτές και η αποστολή τους συνήθως είναι να εξωραΐζουν την εικόνα της χώρας που εκπροσωπούν, να καταγράφουν τις θέσεις κοινοβουλευτικών παραγόντων στο Κογκρέσο και να παρακολουθούν τις κινήσεις και τοποθετήσεις σημαντικών στελεχών της αμερικανικής εκτελεστικής εξουσίας. Δύο βασικές, επίσης, υποχρεώσεις τους είναι να παρακολουθούν τις θέσεις των μέσων ενημέρωσης (κυρίως του γραπτού Τύπου) και να συμβουλεύουν εύπορους Αμερικανούς χρηματοδότες (στην ελληνική περίπτωση Ελληνοαμερικανούς μεγαλοεπιχειρηματίες), ώστε να στηρίζουν υποψηφίους στο Κογκρέσο που τοποθετούνται ευνοϊκά σε θέματα υψηλού ενδιαφέροντος, όπως το Κυπριακό, το Αιγαίο, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και το τελικό όνομα της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.

Γενική εντύπωση στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη, είναι ότι το εβραιοαμερικανικό λόμπι αποτελεί το καλύτερο πρότυπο αποτελεσματικής και επιτυχημένης λειτουργίας. Σύμφωνα με έναν από τους δύο προαναφερθέντες συνομιλητές μου, η επιτυχία των Εβραιοαμερικανών είναι εξασφαλισμένη με δεδομένο ότι το ένα τρίτο του συνόλου πολιτικών χορηγιών στις ΗΠΑ προέρχεται από Αμερικανούς εβραϊκής καταγωγής. Διαχρονικά είναι πλέον τεκμηριωμένη η συντριβή υποψηφίων στις αμερικανικές εκλογές που δεν υποστηρίζουν τα συμφέροντα του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή. Ετσι, έχει εδραιωθεί η αίσθηση της παντοδυναμίας του εβραϊκού λόμπι και η συμμόρφωση των Αμερικανών πολιτικών –για καλό και για κακό– γίνεται πλέον προληπτικά. Το πρόβλημα με την ελληνοαμερικανική κοινότητα, με ελάχιστες εξαιρέσεις (π.χ. Αγγελος Τσακόπουλος, Αλέξανδρος Σπανός και Τζον Κατσιματίδης), είναι ότι δεν έχει καλλιεργήσει την κουλτούρα της πολιτικής χρηματοδότησης με άγραφους, για ευνόητους λόγους, όρους. Σε τελευταία ανάλυση θα ήταν χιμαιρικό να πιστέψει κανείς ότι η ελληνοαμερικανική κοινότητα θα ακολουθήσει τα χνάρια της αντίστοιχης εβραιοαμερικανικής. Αξίζει, βεβαίως, να σημειώσουμε εδώ πως ακούγεται όλο και περισσότερο η άποψη ότι ένα επιθετικό και άκρως απαιτητικό κέντρο πίεσης μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά αντισώματα αποξενώνοντας αρκετούς πολιτικούς και στοχαστές σε μια πολυεθνοτική κοινωνία, όπως αυτή των ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, έχει ξεκινήσει μια τεράστια συζήτηση μετά τη δημοσίευση του τελευταίου βιβλίου του πρώην προέδρου Τζίμι Κάρτερ1, ο οποίος επικρίνει έντονα τη συμπεριφορά του Ισραήλ στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη.

Με την ευρύτερη έννοια του όρου, το ελληνοαμερικανικό λόμπι μπορεί να ταυτιστεί με την παρουσία και δράση όλων των Αμερικανών ελληνικής καταγωγής που κατοικούν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μιλάμε για ενάμισι με δύο εκατομμύρια άτομα πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης γενιάς, τα οποία –ασχέτως της ικανότητας χρήσης της ελληνικής γλώσσας– αισθάνονται ότι έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με την Ελλάδα και τον Ελληνισμό. Ζουν συνήθως σε μεγάλα αστικά κέντρα (Νέα Υόρκη, Βοστώνη, Ατλάντα, Τάρπον Σπρινγκς, Σικάγο, Λος Αντζελες κ.ά.) και θεωρείται ότι αποτελούν μία από τις πιο εύπορες, μορφωμένες και δημιουργικές εθνοτικές ομάδες της Αμερικής.

Βασικός πυρήνας συνάθροισης και οργάνωσης των Ελλήνων της Αμερικής είναι η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία, με έδρα της την Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής στη Νέα Υόρκη. Πάνω από 530 ενορίες ευημερούν, πλήρως αποκεντρωμένες και αυτοσυντηρούμενες, με το υποχρεωτικό δικαίωμα συμμετοχής των μελών τους να κυμαίνεται κατά μέσο όρο πάνω από πεντακόσια δολάρια ετησίως (χωρίς να υπολογίζονται τα μεγάλα ποσά που προσφέρονται εθελοντικά από τους πιστούς). Ο εθελοντισμός –που μόνο κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 άνθησε στην Ελλάδα– είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένος στις ελληνοαμερικανικές κοινότητες που συναγωνίζονται μεταξύ τους για να εξασφαλίσουν ιερείς υψηλής ποιότητας, να επεκτείνουν τις κτιριακές τους εγκαταστάσεις και να προσελκύσουν όσο το δυνατόν περισσότερα και πιο εύπορα μέλη. Οι ελληνορθόδοξες ενορίες, όμως, σε αντίθεση με την εβραιοαμερικανική κοινότητα είναι σχετικά αποπολιτικοποιημένες, κρατώντας αποστάσεις ασφαλείας από παρεμβάσεις κομματικού ή ιδεολογικού χαρακτήρα στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ. Ενα δεύτερο σκέλος της ομογένειας εκπροσωπείται από παραδοσιακές οργανώσεις, όπως η γνωστή ΑΧΕΠΑ, καθώς και από δραστήριους συλλόγους «ιδιαίτερης πατρίδας» όπως –για παράδειγμα– η Πανμακεδονική, η Πανκρητική, η Πανκυπριακή, η Πανηπειρωτική και άλλες ενώσεις. Παράλληλα, το γνωστό Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ) διατηρεί ιδιαίτερα στενές σχέσεις με τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία των Αθηνών. Σημαντικό ρόλο, επίσης, παίζουν και τα ομογενειακά μέσα ενημέρωσης γραπτού Τύπου, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών προγραμμάτων, τα οποία όμως, με την πάροδο του χρόνου και τη σχεδόν κάθετη μείωση του αριθμού μεταναστών που προέρχονται από την Ελλάδα, κινούνται όλο και περισσότερο προς τη χρήση της αγγλικής γλώσσας. Ευτυχώς, ως αποτέλεσμα της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου στην καλωδιακή τηλεόραση, παρακολουθούμε έναν αυξανόμενο αριθμό ελληνόφωνων οικογενειών να αποκτά τη δυνατότητα πρόσβασης στα προγράμματα της ελληνικής δημόσιας τηλεόρασης, καθώς και στα μεγάλα κανάλια της ιδιωτικής τηλεόρασης. Ο αριθμός των συνδρομητών στις ΗΠΑ προβλέπεται να αυξηθεί αισθητά αν ορισμένα από τα τηλεοπτικά προγράμματα χρησιμοποιήσουν υπότιτλους στα αγγλικά, προσφέροντας ταυτοχρόνως και την υπηρεσία εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας σε νέους Ελληνοαμερικανούς τρίτης και τέταρτης γενιάς.

Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε στα προγράμματα ελληνικών σπουδών που αναπτύσσονται σε μεγάλα πανεπιστήμια, όπως Harvard, Tufts, Columbia, Princeton, Georgetown, Missouri, Michigan, Stanford κ.λπ., καθώς και στις δραστηριότητες της Modern Greek Studies Association, η οποία από την ίδρυσή της το 1968 διατηρεί και συνδέει διεπιστημονικά τη σοβαρή έρευνα εκατοντάδων επιστημόνων πάνω σε θέματα ελληνικού προσανατολισμού. Και εδώ, σε σύγκριση με άλλες εθνοτικές κοινότητες, η ελληνορθόδοξη κοινότητα (με καθαρά ελληνοαμερικανική χρηματοδότηση) θα πρέπει να μιμηθεί το παράδειγμα των Αμερικανών εβραϊκής καταγωγής, δημιουργώντας ένα σοβαρό και ολοκληρωμένο πανεπιστήμιο τύπου Brandeis. Η μαγιά υπάρχει ήδη στο Hellenic College της Βοστώνης, το οποίο διατηρεί ακόμη μεγάλες δυνατότηες υλικής (κτιριακής) και στελεχικής ανάπτυξης.

Επιστρέφοντας στο ερώτημα για το μέλλον του Ελληνισμού στην Αμερική, η τεράστια πρόκληση ανοίγει σε τομείς όπως η παιδεία, ο τουρισμός, οι επενδύσεις και η αλληλεξάρτηση σε ένα ανταγωνιστικό κλίμα παγκοσμιοποίησης. Η Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων, της Ευρωπαϊκής Ενωσης, του εκσυγχρονισμού και των μεταρρυθμίσεων θα γίνει ένας φάρος προσανατολισμού για τις επόμενες γενιές των Ελληνοαμερικανών.

1. Ο προκλητικός τίτλος του βιβλίου του Κάρτερ είναι Palestine: Peace not Apartheid.

* Ο καθηγητής Θεόδωρος Κουλουμπής είναι αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ και επισκέπτης ερευνητής στο Woodrow Wilson International Center for Scholars, στην Ουάσιγκτον.

 

links :

http://www.eliamep.gr/eliamep/content/home.aspx/

http://www.wilsoncenter.org/index.cfm