ΡΩΜΗ – ΒΑΤΙΚΑΝΟ: Ανδρέας Λουδάρος RNN

Σε ιδιαίτερα θερμό κλίμα πραγματοποιήθηκε στο Βατικανό η συνάντηση του Αρχιεπισκόπου κ. Χριστόδουλου με τον Πάπα Βενέδικτο, η πρώτη Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας λίγες μόλις μέρες μετά τη συνάντηση Βενέδικτου Βαρθολομαίου στο Φανάρι αλλά και η πρώτη Ορθόδοξου Προκαθημένου στο Βατικανό επί Βενεδίκτου.

Η συνάντηση έγινε στην ιδιωτική βιβλιοθήκη του Πάπα. Τον Αρχιεπίσκοπο οδήγησε στον Πάπα ο Καρδινάλιος Κάσπερ.

"Είναι πολύ μεγάλη μου χαρά που βρίσκομαι εδώ και σας ευχαριστώ για την πρόσκληση και την ευγενική φιλοξενία" είπε ο Αρχιεπίσκοπος στον Πάπα μόλις συναντήθηκαν για να απαντήσει ο δεύτερος με τη φράση "Είναι ένα σημάδι".

Λίγο πριν την ιδιωτική τους συνάντηση ο Πάπας είπε στον Αρχιεπίσκοπο πως "προέρχεσθε από μια χώρα με πολύ μεγάλη εκκλησιαστική ιστορία και μεγάλη παράδοση".

Ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε στην φιλοφρόνηση του Πάπα μιλώντας για τον Ιδρυτή της Εκκλησίας Απόστολο Παύλο.

Αμέσως μετά την κατ ιδίαν συνάντηση τους οι Προκαθήμενοι αντάλλαξαν προσφωνήσεις.

«…ερχόμεθα σήμερον εκ της Αποστολικής Εκκλησίας των Αθηνών (…) ως Προκαθήμενος της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος…» σημείωσε ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος στην προσφώνηση του προς τον Πάπα τονίζοντας πως  «Ερχόμεθα δια να ευχηθώμεν ώστε να λάμψη η αλήθεια του Χριστού εις τον κόσμον «σπουδάζοντες τηρείν την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης» (Εφ. 4.3) και «ίνα αυξήσωμεν εις αυτόν τα πάντα, ος εστιν η κεφαλή Χριστός» (Εφ. 4.15).».

Κατά την προσφώνηση του ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε στις κατά καιρούς συνεργασίες των δυο Εκκλησιών, με τις αποστολές Ιερών Λειψάνων, τις ανταλλαγές υποτροφιών, τις κοινές εκδόσεις και τις συναντήσεις μεταξύ αξιωματούχων για να υπογραμμίσει την ευχή του για την έλευση της ημέρας όπου η Εκκλησία θα ενωθεί ξανά.

«Η ανάμνησις πάντων τούτων, καθώς και η στερρά ημών προσδοκία δια την υπέρβασιν των αποκλειόντων τον δρόμον της εν τη πίστει ενότητος δογματικών εμποδίων, εμπλουτίζουν την προσευχήν ημών και ενδυναμώνουν την επιθυμίαν να βιώσωμεν με την επίνευσιν την πλήρη ενότητα και να μεταλάβωμεν του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου εκ του αυτού Ποτηρίου της Ζωής» σημείωσε ο Αρχιεπίσκοπος.

Ο κ. Χριστόδουλος ξεκαθάρισε με τρόπο κατηγορηματικό πως η Εκκλησία της Ελλάδος στηρίζει τον Διάλογο των Εκκλησιών και άφησε να εννοηθεί με νόημα πως δεν υπάρχει πρόθεση μεμονωμένου διαλόγου μεταξύ Αθήνας – Ρώμης, στηρίζοντας την υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκπροσώπηση των Ορθοδόξων στο Θεολογικό Διάλογο «ευχόμεθα ευόδωσιν των εργασιών της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής επί του Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμαιοκαθολικής» είπε.

Το μέλλον της Ευρώπης και οι ανησυχίες του για την μεταμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τέθηκαν στον Πάπα από τον Αρχιεπίσκοπο που τόνισε πως «Αι συνθήκαι αι οποίαι διαμορφώνουν σήμερον το νέον πρόσωπον του κόσμου και ιδία της Ευρώπης, επιβάλλουν εις ημάς, ως Πνευματικούς Πατέρας των πιστών μελών των ημετέρων Εκκλησιών, ηυξημένην προσοχήν προς έγκαιρον επισήμανσιν των κινδύνων, οι οποίοι απειλούν τας αξίας και δομάς του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τας όντως διαποτισμένας βαθέως υπό της Χριστιανικής Πίστεως».

Ο Αρχιεπίσκοπος αφιέρωσε μεγάλο μέρος της προσφωνήσεως του στα ευρωπαϊκά θέματα αφού οι απόψεις του έχουν ταυτιστεί αρκετές φορές με αυτές του Πάπα και χαρακτήρισε πολύτιμη τη συμβολή του ορθόδοξου θεολογικού και πρακτικού λόγου στην αντιμετώπιση των προκλήσεων και υπογράμμισε την υποχρέωση της Εκκλησίας να αντιτάσσεται στα κράτη και τις υπερδυνάμεις του κόσμου αυτού, όταν θεωρεί ότι πλήττεται, με τις αποφάσεις τους, η έμψυχη εικόνα του Θεού επί της γης, χωρίς όμως να υποκύπτει στον πειρασμό να αισθανθεί η ίδια ότι αποτελεί δύναμη του κόσμου τούτου.

Από την πλευρά του ο Πάπας μίλησε για βραδεία αλλά σε βάθος ανάκαμψη των σχέσεων Ελλάδας – Βατικανού και αναφέρθηκε στις συνεργασίες μεταξυ των δυο Εκκλησιών το τελευταίο διάστημα.

Ο Αρχιεπίσκοπος δώρισε στον Πάπα εικόνα του ασπασμού των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και ένα Σταυρό ο Πάπας του δώρισε εικόνα της Παναγίας.

Νωρίτερα ο Αρχιεπίσκοπος επισκέφθηκε τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Εκεί επισκέφθηκε τους τάφους των Παπών, τον τάφο του Αποστόλου Πέτρου όπου δώρισε ένα ασημένιο καντήλι, ενώ στον τάφο του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΙ ο κ. Χριστόδουλος εναπέθεσε στεφάνι με αφιέρωση.

Κατά την διάρκεια της περιήγησης του στον μεγαλύτερο Ναό της Χριστιανοσύνης ο Αρχιεπίσκοπος έψαλε το απολυτίκιο του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, το "Αξιον Εστί" και το "αιωνία η μνήμη" στους τάφους των Παπών Ιωάννη Παύλου 2ου, Ιωάννη 23ου και Ιωάννη 6ου.

Το μεσημέρι ο Πάπας παραθέτει επίσημο γεύμα προς τον Αρχιεπίσκοπο. Το γεύμα δεν ήταν προγραμματισμένο και προστέθηκε την τελευταία στιγμή αναβαθμίζοντας την επίσκεψη επιπλέον. Το αρχικό πρόγραμμα προέβλεπε γεύμα από τον Καρδινάλιο Κάσπερ. 

Το απόγευμα ο Αρχιεπίσκοπος θα επισκεφθεί τη Βασιλική του Αγίου Παύλου απ’ όπου θα παραλάβει τμήμα (δυο κρίκους) της Τιμίας Αλύσεως του Αποστόλου.

ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ  ΠΑΠΑ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ XVI ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΝ  ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ   14 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2006 
«Χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού Πατρός ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού»{Προς Κορ. 1.1,3} 
Μακαριώτατε, Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί της τιμίας συνοδείας του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος επί τη ευκαιρία της αδελφικής μας συναντήσεως, Σας απευθύνω χαιρετισμόν εν Κυρίω. 
Μετά βαθείας χαράς είμαι εις την ευτυχή θέσιν να σας υποδέχωμαι με την αυτήν έκφρασιν την οποίαν ο Απόστολος Παύλος απηύθυνε «τη Εκκλησία του Θεού τη ούση εν Κορίνθω, ηγιασμένοις εν Χριστώ Ιησού, κλητοίς αγίοις, συν πάσιν τοις επικαλουμένοις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εν παντί τόπω» {Προς Κορ. 1.1,2}. Εις το όνομα του Κυρίου και μετ’ ειλικρινούς και αδελφικής αγάπης, σας καλωσορίζω μεταξύ ημών εν τη Εκκλησία της Ρώμης και ευχαριστώ τον Θεόν, που μας ηξίωσε να ζήσωμεν ταύτην την στιγμήν χάριτος και πνευματικής αγαλλιάσεως. 
Η παρουσία Σας εδώ αναζωπυροί εντός ημών την σπουδαιοτάτην χριστιανικήν παράδοσιν, ήτις εγεννήθη και ανεπτύχθη εις την πολυφίλητον και ένδοξον πατρίδα Σας. Μέσω της αναγνώσεως των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου και των Πράξεων των Αποστόλων, αυτή η παράδοσις μας υπενθυμίζει καθημερινώς τας πρώτας χριστιανικάς κοινότητας, αι οποίαι εσχηματίσθησαν εν Κορίνθω, εν Θεσσαλονίκη και εν Φιλίπποις.
Μεμνήμεθα επίσης της παρουσίας και της μαρτυρίας του Αγίου Παύλου εν Αθήναις, καθώς και της θαρραλέας διακηρύξεως της πίστεως τω αγνώστω Θεώ, τω αποκαλυφθέντι εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού, καθώς και του μηνύματος της Αναστάσεως, του οποίου τόσον δυσχερώς ήκουσαν οι σύγχρονοί του. Εν τη πρώτη επιστολή προς τους Χριστιανούς της Κορίνθου, οίτινες ήσαν οι πρώτοι πείραν σχόντες των δυσχερειών και των μεγάλων πειρασμών του διχασμού, δυνάμεθα να διίδωμεν εν επίκαιρον μήνυμα προς πάντας τους Χριστιανούς.
Όντως, ανακύπτει πραγματικός κίνδυνος, όταν τα πρόσωπα έχουν την θέλησιν να ταυτίζωνται μετά της μιας ή της άλλης ομάδος λέγοντα: «εγώ τάσσομαι μετά του Παύλου, εγώ μετά του Απολλωνίου, εγώ μετά του Κηφά». Τότε και θέτει ο Παύλος το φοβερόν ερώτημα: «Μεμέρισται ο Χριστός;» {Προς Κορ. 1.1,13}.  Ελλάς και Ρώμη ενέτειναν τας σχέσεις των ήδη από της αυγής του Χριστιανισμού και συνέχισαν τας επαφάς των, αι οποίαι εγέννησαν τας διαφόρους μορφάς χριστιανικών κοινοτήτων και παραδόσεων ανά τας χώρας του κόσμου, αι οποίαι αντιστοιχούν προς την σημερινήν Ανατολικήν και Δυτικήν Ευρώπην.
Αι εντατικαί αύται σχέσεις συνέβαλον επίσης εις την δημιουργίαν μιας μορφής οσμώσεως κατά την διαδικασίαν διαμορφώσεως των εκκλησιαστικών θεσμών. Η όσμωσις αύτη- εις την την διαφύλαξιν των γνωστικών, λειτουργικών, θεολογικών και πνευματικών ιδιαιτεροτήτων των δύο παραδόσεων, ρωμαϊκής και ελληνικής – κατέστησε καρποφόρον την ευαγγελικήν δράσιν της Εκκλησίας και τον ενστερνισμόν της χριστιανικής πίστεως. 
Σήμερον, αι σχέσεις ημών ανακάμπτουν βραδέως μεν, αλλά εις βάθος και με την φροντίδα της αυθεντικότητος. Αποτελούν δι’ ημάς την ευκαιρίαν να ανακαλύψωμεν έν νέον φάσμα πνευματικών εκφράσεων, πλουσίων εις νόημα και εις αμοιβαίας δεσμεύσεις. Επί τούτοις, τίνομεν χάριτας τω Κυρίω. Η αξιομνημόνευτος επίσκεψις του τιμιωτάτου προκατόχου μου, Πάπα Ιωάννου-Παύλου του 2ου εν Αθήναις, εν τω πλαισίω του προσκυνήματός του επί τα βήματα του Αγίου Παύλου, το έτος 2001, παραμένει καθοριστικόν σημείον εις την προοδευτικήν ενίσχυσιν των επαφών και της συνεργασίας μας.
Κατά την διάρκειαν του προσκυνήματος τούτου, ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος 2ος εγένετο δεκτός μετά τιμής και σεβασμού παρά της Μακαριότητος Υμών και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και ενθυμούμεθα ιδίως την συγκινητικήν συνάντησιν επί του Αρείου Πάγου, όπου εκήρυξεν ο Απόστολος Παύλος. Επηκολούθησαν ανταλλαγαί αντιπροσωπειών ιερωμένων και σπουδαστών. Εν ταυτώ, δεν θα επεθύμουν, ουδέ θα ηδυνάμην, να παραλείψω την καρποφόρον συνεργασίαν ήτις έχει εδραιωθεί, μεταξύ της Αποστολικής Διακονίας και της Αποστολικής Βιβλιοθήκης του Βατικανού. 
Παρόμοιαι πρωτοβουλίαι συμβάλλουν συγκεκριμένως εις την αμοιβαίαν γνώσιν και δεν αμφιβάλλω ότι και αυταί, θα συνεισφέρουν εν τη προωθήσει των νέων αυτών σχέσεων, μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Εκκλησίας της Ρώμης. Εάν επρόκειτο να στρέψωμεν το βλέμμα μας προς το μέλλον, Μακαριώτατε, θα είχωμεν προ οφθαλμών εν ευρύ πεδίον, όπου θα ηδύνατο να αναπτυχθεί η πολιτιστική και ποιμαντική συνεργασία μας. Αι χώραι της Ευρώπης εργάζονται επί τω σκοπώ της δημιουργίας μίας νέας Ευρώπης, ήτις δεν νοείται να αποτελέσει μίαν πραγματικότητα αποκλειστικώς οικονομικήν.
Οι Καθολικοί και οι Ορθόδοξοι καλούνται, όπως συνεισφέρουν την πολιτιστικήν και, προ παντός, πνευματικήν των συμβολήν. Τω όντι, έχουν το καθήκον, όπως προασπισθούν τας χριστιανικάς ρίζας της Ηπείρου μας, αίτινες την  διεμόρφωσαν, κατά την πάροδον των αιώνων και να επιτρέψουν, κατά τον τρόπον αυτόν, εις την Χριστιανικήν παράδοσιν, να συνεχίσει να εκδηλούται και να απεργάζεται, δι’όλων αυτής των δυνάμεων, την διαφύλαξιν της αξιοπρεπείας της ανθρωπίνης προσωπικότητος, τον σεβασμόν των μειονοτήτων, μεριμνώντας όπως αποφευχθεί η πολιτιστική ομοιοτυπία, η οποία θα ηπείλει να οδηγήσει εις την απώλειαν ανεκτιμήτων θησαυρών του πολιτισμού.
Κατά ταύτα, είναι σκόπιμον, όπως εργασθώμεν υπέρ της προσπίσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, άτινα περιλαμβάνουν την αρχήν της ατομικής ελευθερίας και, ιδίως, της θρησκευτικής ελευθερίας. Τα δικαιώματα αυτά οφείλομεν να προβάλλωμεν και να υπερασπισθώμεν, εις τους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και εντός ενός εκάστου των Κρατών, άτινα την απαρτίζουν. Παραλλήλως, δέον όπως αναπτύξωμεν μίαν συνεργασίαν μεταξύ των Χριστιανών, εντός εκάστου Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ούτως ώστε αντιμετωπίσωμεν τους νέους κινδύνους οίτινες ανακύπτουν προ της Χριστιανικής πίστεως, ήτοι την ραγδαίως διευρυνομένην εκκοσμίκευσιν, την υποβάθμισιν των απολύτων ηθικών αξιών δια του σχετικισμού και τον μηδενισμόν, οίτινες ανοίγουν δίοδον εις συμπεριφοράς και μάλιστα και εις την υιοθέτησιν νόμων, αι οποίαι προσβάλλουν ευθέως την ακατάλυτον αξιοπρέπειαν του ατόμου και θέτουν εν αμφιβόλω θεσμούς θεμελιώδεις, όπως εκείνον του γάμου.
Επείγει αναλάβωμεν κοινάς ποιμαντικάς δράσεις, αι οποίαι θα αποτελέσουν δια τους συγχρόνους μας, μίαν κοινήν μαρτυρίαν και θα μας οδηγήσουν να εκφράσωμεν την εν ημίν ελπίδα.            
Η παρουσία Υμών εδώ, εν Ρώμη, Μακαριώτατε, αποτελεί σημείον της κοινής ταύτης δεσμεύσεως. Τα κατ’αυτήν, η Καθολική Εκκλησία  διακατέχεται υπό της ισχυράς βουλήσεως όπως πράξει παν το δυνατόν προς επίτευξιν της προσεγγίσεώς μας, επί τω τέλει της πλήρους κοινωνίας μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων και, προς το παρόν, επί τω σκοπώ μίας ποιμαντικής συνεργασίας επί παντός δυνατού επιπέδου, ώστε το Ευαγγέλιον να κηρύττεται και να ευλογήται το Όνομα Κυρίου.            
Μακαριώτατε, ανανεώ το καλώς ήλθατε, εις Υμάς και τους περιποθήτους αδελφούς οι οποίοι Σας συνοδεύουν κατά την παρούσαν επίσκεψιν. Εμπιστευόμενος Υμάς, εις τας πρεσβείας της Θεοτόκου, εξαιτούμαι τον Κύριον όπως πληρώσει Υμάς, δια της αφθονίας των επουρανίων ευλογιών Αυτού.             

 

 

Π Ρ Ο Σ Φ Ω Ν Η Σ Ι Σ

της Α.Μ. του Αρχιεπισκόπου Αθηνών

και Πάσης Ελλάδος κ.κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

προς την Α.Α. τον Πάπαν Ρώμης

ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΝ ΙΣΤ´

 

Αγιώτατε Επίσκοπε και Πάπα Ρώμης

 Μετά χαράς ερχόμεθα σήμερον εκ της Αποστολικής Εκκλησίας των Αθηνών, δια να προσκυνήσωμεν τα μνημεία των Αγίων και ιδία του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, ιδρυτού της Εκκλησίας ημών, τα οποία ευρίσκονται εις την περίπυστον πόλιν της πρεσβυτέρας Ρώμης.

Ερχόμεθα δια να προσκυνήσωμεν τον τάφον του Αγίου Αποστόλου Πέτρου και δια να τιμήσωμεν τους μάρτυρας των Κατακομβών και τους Έλληνας Αγίους Ισαποστόλους Κύριλλον και Μεθόδιον. Ερχόμεθα δια να ευχηθώμεν ώστε να λάμψη η αλήθεια του Χριστού εις τον κόσμον «σπουδάζοντες τηρείν την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης» (Εφ. 4.3) και «ίνα αυξήσωμεν εις αυτόν τα πάντα, ος εστιν η κεφαλή Χριστός» (Εφ. 4.15).

Μετά χαράς ερχόμεθα, ως Προκαθήμενος της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, να επισκεφθώμεν Υμάς, Κύριε Βενέδικτε, δια πρώτην φοράν ως Επίσκοπον της πόλεως ταύτης, κατόπιν ευγενούς Υμών προσκλήσεως.

Ερχόμεθα προς Υμάς, τον διαπρεπή θεολόγον και ακαδημαϊκόν διδάσκαλον, τον εμβριθή μελετητήν της αρχαίας ελληνικής σκέψεως και των Ελλήνων Πατέρων της Ανατολής, ως και τον οραματιστήν της ενότητος των Χριστιανών και της συνεργασίας των θρησκειών προς εξασφάλισιν της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου. Ενθυμούμεθα ότι η προηγουμένη συνάντησις ημών επραγματοποιήθη κατά την 8ην Απριλίου 2005, ημέραν της εξοδίου Ακολουθίας του Μακαριστού Πάπα Ιωάννου – Παύλου Β´.

Η επίσκεψις του αειμνήστου εκείνου και μεγάλου Πάπα εις Αθήνας και η συνάντησις μεθ  ἡ­μῶν την 4ην Μαΐου 2001, κατά την οποίαν είχομεν την ευκαιρίαν να ανταλλάξωμεν λόγον αγάπης και αληθείας, εσηματοδότησε την επιθυμίαν αμφοτέρων να θέσωμεν θεμέλιον λίθον, επί του οποίου θα οικοδομηθή η κατανόησις, η συγγνώμη, η καταλλαγή και η ανακάθαρσις της εκκλησιαστικής μνήμης.

 Σήμερον ευχαριστούμεν τον Θεόν δια την ευκαιρίαν, την οποίαν έχομεν, να ανταλλάξωμεν αδελφικόν ασπασμόν αγάπης μετά της Υμετέρας Αγιότητος εγκαινιάζοντες ούτω σταθμόν εις την δια πολλών σημείων ήδη διαγεγραμμένην κοινήν πορείαν των Εκκλησιών ημών δια τα προβλήματα του συγχρόνου κόσμου.

Η διάσωσις υπό των Εκκλησιών ημών της τιμής προς τα ιερά Λείψανα των Αγίων επεσημάνθη επανειλημμένως δια της ευγενούς χορηγήσεως Τιμίων Λειψάνων υπό της Εκκλησίας της Ρώμης προς διαφόρους Μητροπόλεις και Προσκυνήματα της Εκκλησίας ημών. Προσβλέπομεν μάλιστα εις την κατά τας επομένας ώρας χορήγησιν τμήματος της Αλύσεως του Αγίου Αποστόλου Παύλου, το οποίον προορίζεται να φυλαχθή μετά πάσης τιμής και ευλαβείας εις την Αγιωτάτην Εκκλησίαν των Αθηνών.

 Μετά ιδιαιτέρας ικανοποιήσεως επισημαίνομεν την πραγματοποίησιν επισήμων αποστολών διαφόρων Αντιπροσωπειών της Εκκλησίας της Ελλάδος προς την Αγίαν Έδραν, ιδία από του έτους 2002, με σκοπόν την εμβάθυνσιν της αλληλογνωριμίας, την ενημέρωσιν και την συνεργασίαν εις τον κοινωνικόν, πολιτισμικόν, εκπαιδευτικόν, οικολογικόν και βιοηθικόν τομέα.

Ενθυμούμεθα μεταξύ άλλων τας προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος επισήμους αποστολάς υπό τον Εκλαμπρότατον Καρδινάλιον Walter Kasper το 2003 και τας άλλας υπό τους Εκλαμπροτάτους Καρδιναλίους, Jean – Louis Tauran, Dionigi Tettamanzi και Angelo Scola. Ενθυμούμεθα επίσης τας προς ημάς επισκέψεις του Εξοχωτάτου Επισκόπου Vincenzo Apicella, επί κεφαλής Κληρικών της Επισκοπής Ρώμης, και του πρώην Προέδρου της COMECE Εξοχωτάτου Επισκόπου Josef Homayer, ο οποίος υπεγράμμισε την σημασίαν της σταθεράς συνεργασίας της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας ημών εις την Ευρωπαϊκήν Ένωσιν μετά της COMECE, δια να προσφέρωμεν συνεργαζόμενοι πειστικήν μαρτυρίαν προς τον Ευρωπαίον του 21ου αιώνος δια του ευαγγελίου της ζωής, της χάριτος και της ελευθερίας.

 Κατ  ὀφειλὴν αναφερόμεθα εις το πλήθος των Κληρικών και λαϊκών μελών της Εκκλησίας ημών, οι οποίοι μετεξεπαιδεύθησαν εις ανώτατα Ρωμαιοκαθολικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα τυχόντες υποτροφιών υπό του Ποντιφικού Συμβουλίου δια την προώθησιν της ενότητος των Χριστιανών. Και ημείς, εις αντίδωρον της γενομένης φιλαδέλφου προσφοράς, εχορηγήσαμεν υποτροφίας κατά τα δύο παρελθόντα έτη προς πεντήκοντα Ρωμαιοκαθολικούς Κληρικούς και υποψηφίους Κληρικούς, οι οποίοι σπουδάζουν εν Ρώμη, προς εκμάθησιν της ελληνικής γλώσσης και εξοικείωσιν αυτών μετά του ελληνικού πολιστιμού και της Ορθοδόξου παραδόσεως. Έχομεν μάλιστα την επιθυμίαν να συνεχίσωμεν το πρόγραμμα αυτό γνωριμίας και συνεργασίας.

 Επ  εὐ­και­ρί­ᾳ επιθυμούμεν να υπογραμμίσωμεν συγκεκριμένως την αγαστήν μεταξύ των Εκκλησιών ημών συνεργασίαν δια την συντελεσθείσαν έκδοσιν του πανομοιοτύπου του Μηνολογίου του Βασιλείου Β´, ενός εκ των σημαντικωτέρων ιστορημένων βυζαντινών χειρογράφων, το οποίον σώζεται εις την Αποστολικήν Βατικανήν Βιβλιοθήκην.

 Η ανάμνησις πάντων τούτων, καθώς και η στερρά ημών προσδοκία δια την υπέρβασιν των αποκλειόντων τον δρόμον της εν τη πίστει ενότητος δογματικών εμποδίων, εμπλουτίζουν την προσευχήν ημών και ενδυναμώνουν την επιθυμίαν να βιώσωμεν με την επίνευσιν την πλήρη ενότητα και να μεταλάβωμεν του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου εκ του αυτού Ποτηρίου της Ζωής. Προς τούτο ευχόμεθα ευόδωσιν των εργασιών της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής επί του Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμαιοκαθολικής.

  • Αι συνθήκαι αι οποίαι διαμορφώνουν σήμερον το νέον πρόσωπον του κόσμου και ιδία της Ευρώπης, επιβάλλουν εις ημάς, ως Πνευματικούς Πατέρας των πιστών μελών των ημετέρων Εκκλησιών, ηυξημένην προσοχήν προς έγκαιρον επισήμανσιν των κινδύνων, οι οποίοι απειλούν τας αξίας και δομάς του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τας όντως διαποτισμένας βαθέως υπό της Χριστιανικής Πίστεως.
  • Η τάσις δια σταδιακήν αποχριστιανοποίησιν της Ευρώπης, με απώτερον στόχον τον εξωβελισμόν της Εκκλησίας από τον δημόσιον βίον και την απώθησίν Της εις το κοινωνικόν περιθώριον τα προβλήματα τα οποία δημιουργούνται εκ της μετακινήσεως χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών, ποικίλης προσελεύσεως οι κίνδυνοι οι προερχόμενοι εκ του θρησκευτικού φανατισμού αι τολμηραί και εγγίζουσαι τα όρια της αρχαιοελληνικής «ύβρεως» εξελίξεις της βιοτεχνολογίας εις το τομέα της Γενετικής η διεύρυνσις του χάσματος μεταξύ πλουσίων και πτωχών οι κίνδυνοι τους οποίους διατρέχουν οι νέοι μας η διαφαινομένη πιθανότης συγκρούσεως πολιτισμών και θρησκειών η ανάγκη διαφυλάξεως της πνευματικής και πολιτισμικής ταυτότητος των Ευρωπαίων πολιτών και του πυρήνος της οικογενείας η εξαχρείωσις και ο ευτελισμός του ανθρώπου, μάλιστα πολλάκις υπό τον μανδύαν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων η παντί τρόπω καλλιεργουμένη καταναλωτική μανία και η συνακόλουθος παραγωγή τυποποιημένου τρόπου ζωής με μοναδικήν αξίαν την, ανεξαρτήτως ψυχικού κόστους, απόλαυσιν και πλείστα άλλα κοινωνικά προβλήματα, περί των οποίων πολλάκις και Υμείς έχετε ομιλήσει, αποτελούν δι ἡ­μᾶς αληθείς προκλήσεις, τας οποίας είμεθα έτοιμοι να αντιμετωπίσωμεν εν τω αληθεί πνεύματι της εν Χριστώ ζωής.
  • Η συμβολή ενταύθα του Ορθοδόξου θεολογικού και ποιμαντικού λόγου είναι απολύτως αναγκαία. Η Εκκλησία οφείλει να απλώνη συνεχώς την χείρα δια να αρπάζη και σώζη πνιγομένους από τον χείμαρον του Βάαλ. Αισθάνεται ότι εις τον σημερινόν κόσμον της υπερεπικοινωνίας οφείλει να οικειωθή τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας και να ομιλήση με σύγχρονον γλώσσαν εις τον άνθρωπον της εποχής μας, χωρίς όμως να αλλοτριωθή ο λόγος Της από τα σύγχρονα μέσα και χωρίς να υποκύψη το μήνυμά Της εις την επικοινωνιακήν τεχνικήν. Αισθάνεται ότι είναι υποχρεωμένη να αντιταχθή εις τα κράτη και τας υπερδυνάμεις του κόσμου τούτου όταν θεωρή ότι πλήττεται δια των αποφάσεών των η έμψυχος εικών του Θεού επί της γης, χωρίς όμως να υποκύψη εις τον πειρασμόν να αισθανθή η ιδία ότι αποτελεί δύναμιν του κόσμου τούτου.

 Επί δε τούτοις, δια πρεσβειών των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και των Αγίων Αθηναίων Προκατόχων Υμών Ανακλήτου, Υγείνου, και Σίξτου Β´ ευχόμεθα εις Υμάς προσωπικώς, Αγιώτατε, υγιείαν και μακρότητα ημερών. «Αυτός δε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και ο Θεός ο Πατήρ ημών, ο αγαπήσας ημάς και δους παράκλησιν αιωνίαν και ελπίδα αγαθήν εν χάριτι, παρακαλέσαι υμών τας καρδίας και στηρίξαι εν παντί λόγω και έργω αγαθώ» (Β´ Θεσσαλ. 2, 16 – 17).