Μακρόθεν

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Πάντοτε ήμουν οπαδός της άποψης ότι η αποτελεσματικότερη προβολή του Ελληνικού διαχρονικού πολιτισμού επιτελείται απο τις έδρες Ελληνικών Σπουδών ανά τα Πανεπιστήμια του υστεροπολιτισμένου κόσμου. Γι αυτό ταράσσομαι που πληροφορούμαι ότι εδώ στη Βόρεια Αμερική οι έδρες των κλασικών σπουδών (Αρχαία Ελληνικά, Ιστορία, Λατινικά) διαρκώς λιγοστεύουν αφήνοντας χώρο στις νέες τεχνολογικές επιστήμες.

 

Μέχρι πρόσφατα έτρεφα τουλάχιστον την ελπίδα ότι οι αυτοπροικοδοτημένες έδρες Ελληνικών Σπουδών (συνήθως με δωρεές Ελλήνων μαικήνων και τη συνδρομή του Ελληνικού κράτους) θα εξακολουθούν να υπάρχουν στο διηνεκές ανεξαρτήτως αριθμού μαθητών, μιά και τα προικοδοτήματα εγγυώνται την οικονομική επάρκειά τους όσο παράγεται και αναπαράγεται ο ελληνικός πολιτισμός.

Ομως φεύ, το τοπίο αλλάζει δραματικά όπως πληροφορούμαι απο τον δρα. Στέφανο Κωνσταντινίδη, ο οποίος σε πρόσφατη έρευνά του στο περιοδικό Etudes Helleniques επικαλείται διάφορα παραδείγματα ελληνικών εδρών στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, που χάνονται και παραδίδονται σε άλλες παρεμφερείς ανθρωπιστικές επιστήμες.Οι ελληνικές έδρες αλλάζουν θέμα και εξαφανίζονται  καθώς το ελληνικό κράτος απέχει ηχηρά  απο τις εξελίξεις εξαιτίας μιας ακατανόητης αδιαφορίας αλλά και έλλειψης προνοητικότητας.

Σε ένα τέτοιο αδιέξοδο βρίσκεται σήμερα η  Εδρα Φρίξου Παπαχρηστίδη Νεοελληνικών Σπουδών και Καναδοελληνικών Σπουδών, η οποία ιδρύθηκε  στο Πανεπιστήμιο McGill το 1998 με την οικονομική συμμετοχή της οικογένειας Φρίξου Παπαχρηστίδη και της καναδικής κυβέρνησης. Το 2001 επί υπουργού πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου η έδρα κατόρθωσε να ολοκληρωθεί, αφού στο προικοδότημα προστέθηκε το ελληνικό δημόσιο  ιδρύοντας το Διαπανεπιστημιακό Κέντρο Νεοελληνικών Σπουδών  στο οποίο συμμετέχουν με συμφωνία τα πανεπιστήμια McGill, Universite de Montreal και Concordia.

Η έδρα γεννήθηκε επί των ημερών της αείμνηστης Αννας Φαρμακίδου, καθηγήτριας ελληνικών στο πανεπιστήμιο McGill (1961-1996). Η ενορχήστρωση του διαπανεπιστημιακού κέντρου συντελέσθηκε απο το νεοελληνιστή  Ζάκ Μπουσάρ, ο οποίος  έχει ονομαστική έδρα στο Πανεπιστήμιο του Μοντρεάλ, προσφέροντας σπουδές στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ο Ζάκ Μπουσάρ ανέλαβε τη διεύθυνση του νέου κέντρου αλλά και την έδρα του Φρίξου Παπαχρηστίδη απο το 2001 με  συμβόλαιο που λήγει το 2007.

Η λήξη αυτού του συμβολαίου φαίνεται πως αναδεικνύει ένα εγγενές πρόβλημα με την κοσμητεία του Mc Gill. Αντί εν όψει της αποχώρησης  Μπουσάρ, το ευεργετημένο απο την ελληνική παροικία και πολιτεία πανεπιστήμιο να προκηρύξει την έδρα για ένα νεοελληνιστή καθηγητή με σπουδές στην πολυδιάστατη νεοελληνική λογοτεχνία, έθεσε προ καιρού αόριστα κριτήρια για τον μελλοντα υποψήφιο καθηγητή, ο οποίος θα μπορούσε να μην είναι φιλόλογος ελληνιστής.

Το McGill δρώντας προς ίδιο συμφέρον και επικαλούμενο τη μη προσέλευση πολλών φοιτητών στα μαθήματα της  έδρας, αποφάσισε να αλλάξει την ουσία της έδρας ερήμην της ελληνικής κυβέρνησης και της ελληνικής παροικίας,  εμμένοντας στα νεφελώδη και ακαθόριστα χαρακτηριστικά ενός καθηγήτή ανθρωπιστικών σπουδών.

Ευτυχώς, ο Ζάκ Μπουσάρ έθεσε επί τάπητος τον άμεσο κίνδυνο που αναφύεται υπό τις συνθήκες, να αλλάξει δηλαδή  περιεχόμενο η έδρα Νεοελληνικών Σπουδών. Ετσι σε πρόσφατη συνάντησή του με την ηγεσία του Mc Gill, ο υφυπεξ Απόδημου Ελληνισμού Θεόδωρος Κασσίμης απείλησε τους ιθύνοντες του αγγλόφωνου πανεπιστημίου πως αν δεν προσληφθεί καθηγητής αναλόγων προσόντων για τη διατήρηση του νεοελληνικού χαρακτήρα της έδρας, η ελληνική κυβέρνηση θα αποσύρει την οικονομική χορηγεία και θα την καταθέσει κάπου αλλού με εχέγγυα για το μέλλον των νεοελληνικών σπουδών στην πόλη.

Ωστόσο, η νέα προκήρυξη της έδρας δεν έχει συντελεστεί ακόμη μεσούσης ήδη της σχολικής χρονιάς κι εμείς οι Ελληνες του Μόντρεαλ ζούμε τη μεγάλη υπαρξιακή αγωνία της έδρας. Μαζί μας ο νεοελληνιστής Ζάκ Μπουσάρ που δίνει τη μάχη της επιβίωσης του νεοελληνικού πολιτισμού εδώ στα βόρεια κλίματα του υστεροπολιτισμού.

Ελπίζουμε το υπουργείο πολιτισμού της Ελλάδας, καθ' ύλην υπέυθυνο για τις έδρες ελληνικών σπουδών, να παρέμβει δυναμικά για να διασφαλίσει την απόσκοπτη  συνέχεια αυτής της σημαντικής διαχρονικής αναφοράς στην πολιτιστική παραγωγή της  νεότερης Ελλάδας!