Επίκαιρα – Ανεπίκαιρα 

 

Του Χρύσανθου Λαζαρίδη

            Τι είναι η θεωρία του «μεσαίου χώρου»;

            Πώς συνδέεται με (και πως φαντάζεται) τις μεταρρυθμίσεις;

            Μπορεί να υπάρξουν μεταρρυθμίσεις χωρίς ρήξεις;

            Και είναι δυνατό η θεωρία του «μεσαίου χώρου», που οδηγεί στη μετριοπάθεια και τις συναινετικές λύσεις, να κερδίσει μεταρρυθμιστικές ρήξεις;

 

            Στα επίκαιρα αυτά προβλήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στις γραμές που ακολουθούν…

Ας φανταστούμε μια κοινωνία, όπου οι μεγάλες ιδεολογικές διαφορές του παρελθόντος έχουν ατονήσει, ενώ υπάρχει γενικευμένη κρίση και ανάγκη κρίσιμων μεταρρυθμιστικών τομών σε όλους τους τομείς…

Ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος είναι πρόθυμο να δεχθεί τις μεταρρυθμίσεις, ανεξάρτητα από την ιδεολογικά χροιά τους. Το δόγμα «μαύρη γάτα – άσπρη γάτα, δεν έχει σημασία, αρκεί να πιάνει τα ποντίκια» γίνεται όλο και πιο πειστικό.

Διαμορφώνεται, λοιπόν, μέσα στην κοινωνία, ένας «μεσαίος χώρος» που τείνει να υποστηρίξει όποιο κόμμα προσφέρει τέτοιες μεταρρυθμιστικές λύσεις και δεν υπολογίζει ιδεολογικά στερεότυπα του παρελθόντος.

Όμως, η κοινωνία δεν αντιδρά ομαλά σε δραστικές τομές. Κάποιοι θίγονται άμεσα και αντιδρούν προκαλώντας αναστατώσεις – πολλές φορές για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Άλλοι δεν θίγονται από τις μεταρρυθμίσεις, αλλά από την αναστάτωση που προκύπτει. Κι εδώ η κοινωνία αρχίζει να αντιδρά διαφορετικά: Όσοι πιστεύουν στις μεταρρυθμίσεις, όχι μόνο τις στηρίζουν αλλά επιθυμούν ταχύτερο ρυθμό και πιο τολμηρές τομές. Όσοι δυσφορούν αρχίζουν να μεταστρέφονται εναντίον των μεταρρυθμίσεων. Η κοινωνία εισέρχεται σε φάση «πόλωσης» ξανά. Μόνο που η πόλωση αυτή δεν έχει σχέση με τις παλαιότερες «διαχωριστικές γραμμές» (ανάμεσα σε παραδοσιακές ιδεολογίες και κόμματα). Σχετίζεται περισσότερο με την τολμηρή προώθηση μεταρρυθμίσεων ή τη συντηρητική αναδίπλωση στο status quo.

Όσο η κοινωνία πολώνεται ξανά, ανατρέπονται οι αρχικές συνθήκες του προβλήματος: ο «μεσαίος χώρος» συρρικνώνεται ή εξαφανίζεται. Και η μετριοπάθεια παύει να είναι «αυτονόητη αρετή».

Ο μεσαίος χωρός υπήρξε αρχικά προνομιακός τόπος συνάντησης ανθρώπων που προέρχονταν από διαφορετικές παραδοσιακές παρατάξεις και συνειδητοποιούσαν την ανάγκη των αλλαγών. Κάθε πολίτης του «μεσαίου χώρου» ήταν διατεθειμένος να συζητήσει και να αποδεχθεί μεταρρυθμίσεις που προσέκρουαν στην παλαιά του ιδεολογία, αρκεί να έλυναν τα υφιστάμενα προβλήματα. Αυτή η ετοιμότητά τους να συζητήσουν πράγματα που παλαιότερα απέρριπταν – ένθεν κακείθεν – ήταν και η αιτία που τους έκανε «μετριοπαθείς».

Μετά την έκρηξη αστάθειας που προκάλεσαν οι μεταρρυθμίσεις, προκύπτουν ξανά δύο «στρατόπεδα», η διαφοροποίηση των οποίων, όμως, δεν αφορά τις παλαιές διαχωριστικές γραμμές, αλλά τη σημερινά επίκαιρη αντίθεση ανάμεσα σε αυτούς που θέλουν περισσότερες και ταχύτερες μεταρρυθμίσεις κι εκείνους που δεν θέλουν πλέον καθόλου μεταρρυθμίσεις.

Μεταξύ αυτών των «στρατοπέδων» δεν υπάρχει πλέον «μεσαίος χώρος». Ούτε γίνεται ανεκτή οποιαδήποτε «μετριοπάθεια»: «ολίγες μεταρρυθμίσεις» δεν ικανοποιούν πλέον ούτε τους μέν ούτε τους δέ. Η άποψη «λελογισμένων μεταρρυθμίσεων με βραδύ ρυθμό και «ήπιους τρόπους», ικανοποιεί όλο και λιγότερους. Κάποιοι, έτσι κι αλλιώς επιλέγουν τη σύγκρουση (να μην περάσει καμία μεταρρύθμιση). Και κάποιοι άλλοι, όλο και περισσότερο πιστεύουν, ότι αν δεν συντριβούν οι αντιστάσεις δεν πρόκειται να υπάρξει μεταρρύθμιση. «Δεν γίνεται ομελέττα, αν δεν σπάσουν αυγά».

Ξεκινώντας από μια κοινωνία που βασικό της χαρακτηριστικό ήταν η μη πόλωση, οδηγηθήκαμε σε ένα κίνημα μεταρρυθμίσεων που προκάλεσε νέα πόλωση. Ξεκινώντας από ένα «μεσαίο χώρο» που κυοφόρησε τα αιτήματα των μεταρρυθμίσεων, οδηγηθήκαμε σε νέο σκηνικό όπου ο μεσαίος χώρος συρρικνώθηκε και η κοινωνική δυναμική οδηγήθηκε στη σύγκρουση με διακύβευμα την επιβολή των μεταρρυθμίσων.  

Σε συνθήκες νέας πόλωσης, όσοι επιμένουν στην αρχική θεωρία του «μεσαίου χώρου» χάνουν κάθε πιθανότητα να διαχειριστούν το αίτημα των μεταρρυθμίσεων. Όσο δείχνουν πανικό μπρός στην προοπτική σύγκρουσης για τις μεταρρυθμίσεις, χάνουν χρόνο και επιμηκύνουν την αστάθεια, άρα αυξάνουν το κόστος των μεταρρυθμίσεων, ενώ προκαλούν απογοήτευση στο στρατόπεδο των μεταρρυθμιστών και το αποδυναμώνουν.

Εδώ φαίνεται η αδυναμία κατανόησης των μεταρρυθμίσεων ως πολιτικού παιγνίου. Όπου η αρχική πρωτοβουλία των μεταρρυθμιστών προκαλεί αντιδράσεις που τελικά μεταμορφώνει το ίδιο το στρατηγικό πεδίο, πολώντας την κοινωνία και μετατρέποντας την μετριοπάθεια από «αρετή» που κερδίζει έδαφος σε «μειονέκτημα» που οδηγεί σε απώλεια εδάφους (και χρόνου).

Αν δεν αντιληφθούν ότι πρόκειται για δυναμικό παίγνιο – όχι για στατικό μοντέλο – τότε θα εμμείνουν στις αρχικές  υποθέσεις και θα επιμείνουν στη «μετριοπάθεια», ενώ η κοινωνία απαιτεί τη ρήξη. Κι ακόμα χειρότερα: αντιλαμβανόμενοι το σφάλμα πολύ αργά, μπορεί να οδηγηθούν αργότερα στην ρήξη, όταν η κοινωνία έχει κουραστεί κι αναζητά πλέον ένα συμβιβασμό. Γιατί στα παίγνια το ένα σφάλμα οδηγεί, πολύ συχνά, στο αντίθετο σφάλμα. Όταν αρνηθείς να κάνεις αυτό που πρέπει, στο βαθμό που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει, συχνά αναγκάζεσαι να το κάνεις σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, τη λάθος στιγμή. Και να το πληρώσεις ακριβά…

Ιδεολογία και μεταρρυθμιστική στρατηγική

            Πολύ συχνά κυριαρχούν στερεότυπα που εμποδίζουν μια κοινωνία να δεί (ή να αποδεχθεί) μεταρρυθμίσεις που έχει απολύτως ανάγκη. Και γι' αυτό μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια συνήθως ξεκινά όχι όταν εκδηλώνεται ένα πρόβλημα, αλλά όταν έχει φτάσει στα «μη περαιτέρω» η αρρυθμία που προκαλεί. Η μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική κρίση στην ιστορία των ΗΠΑ άρχισε το Σεπτέμβριο του 1929, αλλά οι πρώτες δραστικές μεταρρυθμίσεις άρχισαν την άνοιξη του 1932, όταν η κρίση είχε οδηγήσει σε γενικευμένη παράλυση της οικονομίας και διάλυση του κοινωνικού ιστού. Ως τότε υπήρχαν έντονες διαφωνίες προς κάθε μεταρρυθμιστική τομή (ακόμα κι εκ μέρους του Δημοκρατικού κόμματος, που αποδείχθηκε, αργότερα, η «ατμομηχανή» των μεταρρυθμίσεων, υπό την εμπνευσμένη ηγεσία, πλέον, του Φραγκλίνου Ρούσβελτ).

            Η λύση έγκειται στην συστηματική καταπολέμηση των παραδοσιακών στερεοτύπων που αναχαιτίζουν τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες. Το Πανεπιστημιακό άσυλο πυρπολείται τακτικά από το 1995. Οι «κουκουλοφόροι» οργιάζουν από τα μέσα της δεκαετίας του '80. Τα Πανεπιστήμια έχουν μετατραπεί από χώρους ελευθερίας ιδεών σε χώρους ασυλίας, ακαταδίωκτου και ατιμωρησίας κακουργηματικών πράξεων και αληθινών συμμοριών, επί δύο δεκαετίες περίπου. Κι όμως, θέμα ασύλου συνολικά τέθηκε μόλις στα τέλη του 2006! Επί τόσα χρόνια, αυτό το «ταμπού» της ιδιόμορφης μεταπολιτευτικής συγκυρίας δίσταζαν να το αγγίξουν τα πολιτικά κόμματα.

Το ίδιο ισχύει και για το καθεστώς λειτουργίας των Πανεπιστημίων (συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση, πρωτοφανής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα κομματικοποίηση των ελληνικών Πανεπιστημίων κλπ.) Το ίδιο ισχύει και για την αντίληψη περί «δημόσιας Παιδείας». Όπου η ισότιμη πρόσβαση όλων στην Ανώτατη εκπαίδευση έχει μετατραπεί στην εντελώς στρεβλή απαίτηση όλοι να παίρνουν πανεπιστημιακά πτυχεία, ανεξάρτητα από το αν το αξίζουν κι από το πόσο σπουδάζουν στο μεταξύ. Αυτό η απίθανη στρέλβωση, που κυριαρχεί εδώ και δεκαετίες, υποβαθμίζει συστηματικά τη Δημόσια Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση της Ελλάδας, στο όνομα της… «αναβάθμισής» της! Κι όμως, τώρα μόλις άρχισε να συζητείται ευρύτερα.

            Μόνο αν ανατραπούν τέτοια στερεότυπα θα μετριαστούν οι αντιδράσεις προς τις μεταρρυθμίσεις. Η ανατροπή στερεοτύπων είνα ουσιώδης όρος επιτυχίας των μεταρρυθμιστικών τομών. Κι αυτό προϋποθέτει ιδεολογική παρέμβαση εκ μέρους των μεταρρυθμιστών. Και μάλιστα έγκαιρη και συστηματική ιδεολογική παρέμβαση, ώστε όταν εξαγγελθούν οι μεταρρυθμίσεις να ενθουσιάζουν και να  «ανακουφίζουν» πολύ περισσότερους απ' όσους τρομάζουν. Να ισοδυναμούν με αποδοχή «αληθειών» που τις ασπάζοντες πολλοί. Όχι με «παραδοξότητες» που ξενίζουν τους πάντες.

Ο Βλαδήμηρος Ίλιτς Ουλιάνοφ, γνωστότερος ως Λένιν, είχε πεί κάποτε ότι «δεν υπάρχει επανάσταση, χωρίς επαναστατική θεωρία». Παραφράζοντας, θα λέγαμε σήμερα ότι δεν υπάρχει μεταρρύθμιση χωρίς μεταρρυθμιστική ιδεολογία. Και δεν υπάρχει στρατηγική μεταρρυθμίσεων χωρίς θεωρία (μοντέλο) και ιδεολογία (κοινωνική αποδοχή) μεταρρυθμίσεων.

            Η έγκαιρη ιδεολογική παρέμβαση επιτρέπει να «συμπέσουν» αυτά που έχει ανάγκη μια κοινωνία με εκείνα που αποδέχεται ή επιθυμεί.

            Όμως, η θεωρία του «μεσαίου χώρου» δεν αποδέχεται εύκολα την ιδεολογική προετοιμασία των μεταρρυθμίσεων. Για την ακρίβεια, η στατική και άκαμπτη εκδοχή (της θεωρίας) του «μεσαίου χώρου» εκφράζει απέχθεια προς κάθε ιδεολογία. Θεωρεί την έλλειψη ιδεολογίας ως «αρετή ευελιξίας».

Από μιαν άπόψη η ιδεολογική «χαλαρότητα» είναι, πράγματι, αρετή: επιτρέπει την πολυσυλλεκτικότητα. Αλλά είναι άλλο πράγμα να παίρνουμε αποστάσεις από χρεωκοπημένες παλαιές ιδεολογίες, κι είναι τελείως διαφορετικό να καταργούμε κάθε ιδεολογία, να αποστρεφόμαστε κάθε ιδεολογική παρέμβαση.

            Η αποδοχή ή απόρριψη μιας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας συνδέεται άμεσα με το πώς προσλαμβάνει ο πολίτης το μέλλον του. Αν δεν του δώσεις όραμα για το μέλλον, κάποιοι άλλοι θα του καλλιεργήσουν το φόβο για το μέλλον. Το παλαιό το γνωρίζει και το αποστρέφεται. Αλλά αν φοβηθεί το μέλλον περισσότερο απ' όσο αποστρέφεται το παρόν, τότε μπορεί να κλωνιστεί η στήριξή του στις μεταρρυθμίσεις. Όσοι, στο όνομα του «μεσαίου χώρου», αρνούνται να προσφέρουν μεταρρυθμιστικό όραμα, ουσιαστικά καλλιεργούν φόβο προς τις μεταρρυθμίσεις.

            Συναίνεση και ρήξη

            Η «στατική» εκδοχή του μεσαίου χώρου, φοβάται ότι η ιδεολογική παρέμβαση δημιουργεί «ακαμψίες». Συμβαίνει, όμως το αντίθετο: η καλλιέργεια μεταρρυθμιστικού οράματος δημιουργεί μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στο μεταρρυθμιστικό στρατόπεδο, μεγαλύτερη ευλιξία για την μεταρρυθμιστική στρατηγική – γενικότερα, μεγαλύτερη στρατηγική ευελιξία για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων. Όσο πιο πολύ πιστεύουν στις μεταρρυθμίσεις, τόσο πιο υπομονετικοί είναι απέναντι στις λυσσαλέες αντιδράσεις και τόσο πιο πρόθυμοι είναι να δεχθούν τη σύγκρουση με όσους αντιστέκονται, όταν η σύγκρουση καταστεί αναπόφευκτη. Η ιδεολογική προετοιμασία της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας δεν προκαλεί ακαμψία, αντίθετα μεγιστοποιεί την ευελιξία της μεταρρυθμιστικής στρατηγικής.

Και κάτι ακόμα: το κόμμα που πρωτοστατεί στις μεταρρυθμίσεις είναι πρωτιμότερο να το εμφανίσουμε ως «μεταρρυθμιστικό» παρά ως…«μεσαίο». Και τον ηγέτη που παίρνει επάνω του το μεταρρυθμιστικό έργο είναι προτιμότερο να τον εμφανίσουμε ως «μεταρρυθμιστή», παρά απλώς ως «μετριοπαθή».   

Αν οι μεταρρυθμιστές «κολλήσουν» στην λογική του «μεσαίου χώρου», θα καταλάβουν σύντομα πώς ό,τι ήταν ευνοϊκό γι' αυτούς αρχικά, τείνει να γίνει παγιδευτικό στη συνέχεια. Ό,τι τους άνοιγε πολλαπλές επιλογές αρχικά, τώρα τους περιορίζει ασφυκτικά. Ό,τι τους απελευθέρωνε αρχικά, τώρα τους στριμώχνει σε αδιέξοδα.

Η θεωρία του «μεσαίου χώρου» προϋποθέτει μια κοινωνία που ξεπερνά τις παλαιές πολώσεις κι αναζητεί συναινετικές λύσεις. Η στρατηγική του μεσαίου χώρου, ουσιαστικά φιλοδοξεί να εκπροσωπήσει αυτή την ανάγκη για «συναινετικές λύσεις». Όταν η κοινωνία πολωθεί εκ νέου, η θεωρία ακυρώνεται και η στρατηγική καταρρέει.

Η ορθή στρατηγική οφείλει να το διαπιστώσει αυτό εγκαίρως: Να δείξει συνανετική διάθεση, όταν η κοινωνία απαιτεί τη συναίνεση και ετοιμότητα για ρήξη, όταν η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων καθιστά αναπόφευκτη τη ρήξη. Χωρίς συναινέσεις δεν ξεκινούν οι μεταρρυθμίσεις. Και χωρίς ρήξεις δεν ολοκληρώνονται.

Επιτυχημένος μεραρρυθμιστής είναι όποιος γνωρίζει πότε να κάνει συναινέσεις και πότε να αποτολμά ρήξεις. Όποιος στο όνομς της απαραίτητης συναίνεσης αποφεύγει τις αναπόφευκτες ρήξεις, δεν μπορεί να φέρει σε πέρας καμιά μεταρρύθμιση…