Μακρόθεν

Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη

Αυτό το καλοκαίρι δεν ήρθε σαν όλα τ' άλλα. Ο καιρός επέμενε να είναι βροχερός και κρύος, της λίμνης τα νερά πάγωναν το κορμί μου, ο Μεσιέ Ντενί δεν είχε ρίξει το ποδήλατο της θάλασσας ακόμη μέσα. Ο πιό πιστός κάτοικος του χωριού μας εγκατέλειψε το τοπίο για βόλτες μακρινές κι εξωτικές στην Ευρώπη. Κι εγώ λιαζόμουν μόνο στο ξύλινο μπαλκόνι με τις ξαφνικές μπόρες να διακόπτουν βίαια αυτή την απόλυτη σχέση με τον ήλιο.

Ακόμη και η περίφημη ουρά στο Billboquet, το καλύτερο παγωτατζίδικο της πόλης, δεν ήταν πιά μακριά και γυριστή μέχρι τον άλλο δρόμο. Η όρεξη δεν τράβαγε παγωτό και γεύσεις καλοκαιρινές.

Μόνο τα λουλούδια και το πράσινο θέριεβαν με τις καταιγίδες και τις χαμηλές θερμοκρασίες που άγγιζαν του 3 βαθμούς τα βράδυα, απλώνοντας πάχνη στις παρυφές του λοφίσκου.

 

Κι όλο διάβαζα για τους καύσωνες στην Ελλάδα κι όλο ένιωθα τυχερή γι αυτό το δικό μου δροσερό καλοκαίρι. Ηταν και η αναρχία που προκαλούσαν οι πυρκαγιές στον τόπο μας, ήταν κι αυτές οι άναρθρες κραυγές των πολιτικών, που αντί να συναινέσουν για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό, συνέχιζαν να φαλτσάρουν στα τηλεπαράθυρα  προκαλώντας  ηχορρύπανση στ΄αυτιά μου.

Πάντως, εγώ σε πείσμα αυτής της κατάρρευσης και της αντιαισθητικής εικόνας, ετοιμαζόμουν να συναντήσω κι αυτό το καλοκαίρι στην πατρίδα. Ηδη είχα γεμίσει τις βαλίτσες με τα μικρά δωράκια για τους φίλους μου. Η γκαρνταρόμπα ήταν έτοιμη απο καιρό με τις πολύχρωμες φουντωτές φούστες του 60 να πρωταγωνιστούν σε ένα πανδαιμόνιο καλοκαιρινών χρωμάτων.

Κι ενώ κρατούσα το εισιτήριο ανα χείρας- να βρεθώ εκεί Δεκαπενταύγουστο, της Παναγιάς για να γιορτάσω τη μάννα μου- μια μικρή κακιά μάγισσα άγγιξε με το κακό ραβδί της το αυτάκι μου. Ο ωτορυνολαρυγγολόγος μού ανακοίνωσε έτσι απλά χωρίς περιστροφές πως το αριστερό αυτί μου είχε μια μικρή μόλυνση, πως έπρεπε να κάνω αντιβίωση και πως η ευαισθησία του τυμπάνου δεν επιτρέπει  να ταξιδέψω στο μακρινό μου τόπο επι ένα δίμηνο.

Τότε ακριβώς κατάλαβα πόσο αθεράπευτα μακριά βρίσκομαι απο το δικό μου τόπο. Εγκλωβισμένη απο μια ιατρική απόφαση στερούμαι το αυτονόητο δικαίωμά μου να πετάξω για να συναντήσω το καλοκαίρι της πατρίδας μου. Τα μάτια μου βούρκωσαν όχι απο πόνο αλλά απο θυμό για την κακιά μάγισσα που ζήλεψε την τύχη μου να διασχίζω τους ωκεανούς με την ευκολία ενός αποδημητικού πουλιού. Εκλαψα γιατί αίφνης ένιωσα δέσμια ενός συγκεκριμένου γεωγραφκού σημείου, εγώ που έβγαλα απο παιδί φτερά για να πετάω.

Ξαφνικά το Μόντρεαλ ,που κατα τα άλλα λατρεύω, μού φαίνεται πνιγηρό, βαρετό, αβάσταχτα ισορροπημένο, ανεπιθύμητα συντεταγμένο. Μού φαίνεται μια πόλη χωρίς ζωηράδα τώρα μάλιστα που οι περισσότεροι απουσιάζουν σε διακοπές. Μου φαντάζει επίπεδο, βορειομαερικάνικο, απλωμένο άχαρα στις όχθες του Αγίου Λαυρεντίου.

Εγώ που το υμνώ για την ομορφιά του, τώρα το υποβλέπω το Μόντρεαλ της ησυχίας μου, το απάνεμο λιμάνι της ηρεμίας μου. Νιώθω την ακατανίκητη επιθυμία να προσγειωθώ στο «Ελευθέριος Βενιζέλος», να σπρωχτώ για μια θέση στην ουρά των ταξί, να κουβεντιάσω μετά απο το 10ωρο ταξίδι με τον ταξιτζή σε υψηλούς τόνους για τα πολιτικά που «βρωμάνε κορίτσι μου, μην ψάχνεις».

Θέλω να νιώσω τον ιδρώτα του καύσωνα να λούει το κορμί μου, να αισθανθώ την αγένεια των ανθρώπων να με ξυπνάει απο το λήθαργο της ευρυθμίας μου, θέλω να κορνάρω βιαστικά στο διπλανό μου, να με προσπεράσει ο ταρίφας μουτζώνοντάς με επειδή είμαι γυναίκα-οδηγός.

Θέλω να διαπιστώσω με τις αισθήσεις μου πως ο τόπος όπου γεννήθηκα έχει αυτή τη βαρβαρότητα και το ραχάτι της Ανατολής, πως η φλεγματική δυτική κουλτούρα μου ξυπνάει απο την ανατολίτικη παραφορά μου. Θέλω να νιώσω πως ακροβατώ στους δύο κόσμους μου, περπατώντας στο τεντωμένο σκοινί των διαμετρικά αντίθετων εμπειριών μου .

Θέλω να καταλήξω στη Λευκάδα για να συναντήσω τους αγαπημένους συγγενείς, τους φίλους και τις φίλες των παιδικών μου χρόνων. Θέλω να βραχώ στα ευεργετικά νερά του Ιονίου, να πάρω απο τη λάμψη του σμαραγδένιου χρώματος της θάλασσας.

Ομως αυτό το καλοκαίρι είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στην περιποίηση του αυτιού, γιατί η κακιά μάγισσα δεν πρέπει να νικήσει. Πρέπει να τη νικήσουμε, όπως σοφά είπε ο δρ. Αθανάσιος Κατσάρκας.