Του       Αναστάση Ι. Πεπονή (αντιφώνηση)*

Ι.-Ευχαριστώ τον Δήμαρχο κ. Ανδρέα Φούρα για τη σκέψη και την πρωτοβουλία της σημερινής εκδήλωσης. Ευχαριστώ τους διακεκριμένους ομιλητές:

Τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, τον αγαπητό μου  κ. Δημήτριο Σιούφα

Τον πρ. Πρόεδρο, συναγωνιστή στις ίδιες γραμμές, κ. Απόστολο Κακλαμάνη

Τον εκλεκτό συνάδελφο στη δικηγορία και στη Βουλή κ Φώτη Κουβέλη

Ευχαριστώ ιδιαίτερα μια από τις πιο συνεπείς και                                                                    σεβαστές πολιτικές και αγωνιστικές  φυσιογνωμίες του Ελληνισμού, με ηθική και πνευματική ακτινοβολία, τον κ. Βάσο Λυσσαρίδη.   

Αισθάνομαι ότι ο εγκωμιαστικός λόγος των ομιλητών ήταν υπερβολικός. Η κρίση μου αυτή δεν είναι της μετριοφροσύνης, εκφράζει μια πεποίθηση' και εξηγούμε: Όσο ακόμα μετέχομε στην ενεργό πολιτική, η υπερβολή ελλοχεύει στον πολιτικό λόγο της αντιπαράθεσης. Ενίοτε αδικεί τον πολιτικό μας αντίπαλο.

Όταν αποχωρούμε η υπερβολή ελλοχεύει και στο λόγο τον επαινετικό. Μπορεί τότε να αδικεί άλλους, εξίσου ή και περισσότερο άξιους του επαίνου.

Είχα την τύχη να είμαι αποδέκτης και των δύο. Στο πεδίο της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης είχα γίνει κι΄εγώ αποδέκτης του αυστηρού, αλλά χωρίς υπερβολές και γνησίως πολιτικού λόγου του κ. Σιούφα, με την τότε ιδιότητά του ως κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Ν.Δ. Για έργο που συνδέεται με τις θητείες μου στον τομέα της Ενέργειας, δέχτηκα  από τον ίδιο και  επανειλημμένα τον ιδιαίτερης σημασίας έπαινο του πολιτικού αντιπάλου με την γόνιμη θητεία του στον ίδιο τομέα. Αισθάνομαι δίκαιο να μοιραστώ αυτόν τον έπαινο με τους τότε συνεργάτες μου.

 

ΙΙ.-Το θέμα μας απόψε,  όπως το όρισε ο  κ. Φούρας, είναι «Αξιοκρατία και Πολιτική». Το θέμα  περιέχει ένα σύνθετο προβληματισμό. Δεν θα επιχειρήσω βέβαια την ανάπτυξή του.  Με παρακίνησε όμως να αναρωτηθώ εάν και πως, η επιλογή και η ανάδειξη των ίδιων των πολιτικών, ανταποκρίνεται στο αίτημα της αξιοκρατίας.

 Το ζήτημα είχε απασχολήσει και την αρχαιοελληνικό πολιτικό στοχασμό. Ο Περικλής με τη γραφή του Θουκυδίδη, ο Πλάτων, ο Ισοκράτης, ο Σενέκας αργότερα στη Ρώμη,  άλλοι  νεότεροι, έχουν εξάρει ως προσόν την α ρ ε τ ή και τη σημασία της ανάδειξης των ενάρετων, ή καλλίτερων, για να κυβερνούν την πολιτεία.

Είναι φανερό ότι δεν περιγράφουν μια πραγματικότητα αλλά προβάλουν το ιδεώδες. Το ιδεώδες δεν μετουσιώνεται βέβαια στην πραγματικότητα ακέραιο. Η πραγματικότητα είναι που προσεγγίζει το ιδεώδες, άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο. Μπορεί να είναι όμως μέρος της πραγματικότητας ως κινητήρια επιδίωξη. 

Το πρόβλημα λοιπόν ήταν, και είναι, η  α π ό σ τ α σ η ανάμεσα στο ιδεώδες και στην πραγματικότητα.

Αλλά αυτή η απόσταση συναρτάται νομίζω με το βαθμό που η πολιτεία στο σύνολό της, κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, αποδέχονται αυτό το ιδεώδες, τείνουν προς την πραγμάτωσή του. Εάν δηλαδή εμπνέει και καθοδηγεί τους κανόνες που θέτει η πολιτική εξουσία, τις επιλογές που κάνουν οι πολιτικοί, αλλά, επίσης, και τις προσωπικές επιλογές των ίδιων των πολιτών.

Το ζήτημα έχει  πολλές πτυχές. Θέτει ακόμα το  ερώτημα: ποιος είναι ο άξιος πολιτικός και αν μπορούμε να τον περιγράψομε. Νομίζω ότι το ερώτημα  ανήκει περισσότερο στο φιλοσοφικό στοχασμό.

Μπορούμε όμως να υποστηρίξομε ότι η αξιοσύνη  του πολιτικού κρίνεται με αναφορά στις καταστάσεις και τα προβλήματα  που καλείται να αντιμετωπίσει.

ΙΙΙ.-Η τελεσίδικη κρίση για τον άξιο πολιτικό, κυρίως στο ηγετικό επίπεδο, ανήκει στην ιστορία. Αλλά ο πολίτης που διεκδικεί θεσμικό ρόλο στην πολιτική, κρίνεται από τους συγχρόνους του.

Ένα λοιπόν από τα σχετικά με το θέμα μας ερωτήματα, που προκύπτει και από το σύστημα της  σταυροδότησης,  είναι τα κριτήριο και οι συνθήκες  υπό τις οποίες ο Λαός επιλέγει αυτούς που  εισέρχονται  και αυτούς που παραμένουν στην κύρια από τις  θεσμοθετημένες πολιτικές λειτουργίες, δηλαδή στη Βουλή.

Η αλήθεια είναι ότι τις επιλογές ενός σημαντικού μέρους των εκλογέων δεν τις καθορίζει μόνο η προσωπική τους αξιολογική κρίση αλλά και κίνητρα προσωπικά. Η αξιολογική κρίση όμως, ατόφια ή νοθευμένη, υπάρχει.

Η διαμόρφωση αυτής της κρίσης επηρεάζεται και από τον δημόσιο πολιτικό λόγο. Θα κλείσω λοιπόν με κάποιες σκέψεις για τις συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργεί σήμερα, που συμβάλει ή δεν συμβάλει στη ανάδειξη των άξιων, ο πολιτικός λόγος.

Μία από τις δημοκρατικές αρχές που  κληρονομήσαμε από τους  αρχαίους Έλληνες είναι η αρχή της ισηγορίας. Αυτή η αρχή διέπει κατ΄εξοχήν τη λειτουργία της Βουλής.

Ο λόγος στη Βουλή ήταν για χρόνια ο δεσπόζων  πολιτικός λόγος. Συγκρατώ από τα νεανικά μου χρόνια την εκτεταμένη δημοσιότητα που του έδιναν ορισμένες εφημερίδες. Σήμερα η δημόσια επικοινωνιακή λειτουργία της Βουλής έχει συρρικνωθεί. Τον δεσπόζοντα ρόλο τον έχει ο τηλεοπτικός πολιτικός λόγος. Ο κ. Απόστολος Κακλαμάνης κατά τη μακρόχρονη θητεία του ως Πρόεδρος της Βουλής,  εξόπλισε τη Βουλή με τη δική της τηλεόραση. Όμως, την ευρεία ακροαματικότητα τη διατηρούν οι πολιτικές εκπομπές των ιδιωτικών τηλεοράσεων.

Έχομε έτσι τον εξουσιαστικό ρόλο των μεσολαβητών, δηλαδή των ιδιοκτητών των Μέσων και των επαγγελματιών της επικοινωνίας που τα στελεχώνουν. Αυτοί επιλέγουν τους διαλεγόμενους, αποφασίζουν δηλαδή ποιος λόγος θα περάσει στα διάσπαρτα ακροατήρια' αυτοί καθορίζουν τα θέματα – ποια θα κρατήσουν στην επικαιρότητα αλλά και ποια θα περάσουν στην αποσιώπηση – αυτοί τέλος ξεχωρίζουν τους προνομιακούς από τους περιθωριακούς καλεσμένους τους. Αυτοί ασκούν ακόμα τη σιωπηρά ανεκτή λογοκρισία με τις αυθαίρετες περικοπές, με την αποσπασματική, έτσι και μετέωρη, μετάδοση μαγνητοσκοπημένου λόγου. 

Παρακολουθούμε βέβαια και κάποιους σοβαρούς διαλόγους' κυριαρχούν όμως οι διαπληκτισμοί, όπου υπερισχύει το θέαμα, αντεγκλήσεις με την ενθαρρυντική ανοχή των τηλεπαρουσιαστών, συμμετοχή πολιτικών ως μέρος του τηλεοπτικού θεάματος. Δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτές οι επιλογές και οι εμφανίσεις υπηρετούν την αξιοκρατία, ή  ότι ενισχύουν την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση προς την πολιτική και τους λειτουργούς της. 

Μαντεύω όμως μια εύλογη παρατήρηση, συνήθη στους λάτρεις του καλούμενου «ρεαλισμού». Δεν φτάνουν οι διαπιστώσεις αν δεν υπάρχουν και οι αντίστοιχες προτάσεις.

Για το θέμα μας όμως δεν χρειάζεται ν΄ αναζητήσομε  καινοτόμες ιδέες. Η πρόταση που ίσως ζητάμε, βρίσκεται στο άρθρο 15 του Συντάγματος. Επιτάσσει, ανάμεσα σ΄άλλα και σημαντικά,  την με ίσους όρους μετάδοση των προϊόντων του λόγου και την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων.

Όμως, όσοι περάσαμε πρόσφατα από την ενεργό πολιτική και όσοι συνεχίζουν, εντάσσομε στο Σύνταγμα αρχές και ορίζομε κατευθύνσεις'  παραλείπομε όμως να θέσομε τους αναγκαίους για την τήρησή τους κανόνες. Μένουν διακηρύξεις μετέωρες.

Κι΄ακόμα, με το λόγο μας προς τους πολίτες, ζητάμε να είμαστε το κόμμα, αλλά και τα πρόσωπα, της επιλογής τους' και  υπονοούμε πάντα την αξιοσύνη μας γι΄αυτή την επιλογή, τους ζητάμε δηλαδή να μας επιλέξουν με κρίση αξιοκρατική. Την ισχυρότερη όμως λειτουργία, που επηρεάζει αυτές τις επιλογές, αλλά σε σημαντικό βαθμό και την ίδια την επιλογή, την αφήνουμε ανέλεγκτη  σε κέντρα ιδιωτικής εξουσίας.

  Κυρίες και κύριοι,

Θα  μπορούσα βέβαια να αναφερθώ σε πτυχές της δημόσιας ζωής όπου συναντάμε την αξιοκρατία. Ή και σε ηγέτες  οι οποίοι σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία μας με το έργο τους και τη συμπεριφορά τους και ανταποκρίθηκαν έτσι στο αίτημα της αξιοκρατίας. Προτίμησα όμως, αντί για αναδρομές ευχάριστες και  εφησυχαστικές, να σας μεταφέρω σκέψεις που ίσως  μας κινητοποιούν, για να σμικρύνομε, όπως προανέφερα, την απόσταση ανάμεσα στο ιδεώδες και στην πραγματικότητα.  

*Αντιφώνηση του Αναστάση Πεπονή που εκφωνήθηκε στην Πάτρα  στις 16.4.2008. Τιμητική εκδήλωση προς τιμήν του με πρωτοβουλία του δημάρχου Α. Φούρα, κα ομιλητές τον ίδιο και τους: Δ.Σιούφα, Πρόεδρο Βουλής των Ελλήνων, Βασσο Λυσσαρίδη, πρ. Πρόεδρο  της Βουλής της Κύπρου,  Φ. Κουβέλη, κοιν/κό εκπρ. Κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ και Απ. Κακλαμάνη, πρ. Προέδρου της Βουλής.