Από σήμερα το πρωί ξεκίνεισε η  πρώτη επίσημη μετά την εκλογή του  επίσκεψη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο του νέου Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης  Ελλάδος κ. Ιερωνύμου. Η συνάντηση ξεκίνεισε σε κλίμα αγκαριδιότητας με εμφανή  τα στοιχεία και από τις δυο πλευρές  για αλλαγή σελίδας στις σχέσεις μεταξύ των δυο Εκκλησιών από τις σκιές που άφησε το παρελθόν επί Ποιμαντορίας Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Κυρού Χριστόδουλου. Από τις προσφωνήσεις των κ. Βαρθολομαίου αλλά και του κ. Ιερωνύμου εξ αρχής από τα πρώτα σημεία ήταν εμφανής  η διάθεση για αλλαγή και διευθέτηση όλων των εκκρεμών ζητημάτων που άφησε πίσω της η εποχή Χριστόδουλου. Υπενθυμίζεται ότι οι σχέσεις των δυο Εκκλησίων έφτασαν στα άκρα, μέχρι και αυτού ακόμα του σημείου της επιβολής του Επιτίμιου της Ακοινωνησίας προς τον μακαριστό Χριστόδουλο το οποίο ήρθει μετά από παραμβαίσεις ψυχραιμοτέρων  Ιεραρχών και παραγόντων της Ελληνικής Πολιτείας. Ένα από τα βασικά θέματα συζήτησης, θέμα αγκάθι όπως πολύ χαρακτηρίζουν,  είναι η διευθέτηση και επανατοποθέτηση του (αμοιβαίου) σεβασμού στον τόμο του 1928 και την αντίστοιχη πατριαρχική πράξη όπου παραχωρείται επιτροπικώς η διοικητική ευθύνη των 37 Μητροπόλεων των Λεγομένων Νέων Χωρών  αλλά όχι η πνευματική ευθύνη.  ΑΥΤΟΥΣΙΕΣ ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΕΙΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ κ. ΒΑΡΘOΛΟΜΑΙΟΥ  ΚΑΙ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ του Β΄ 

 Π Ρ Ο Σ Φ Ω Ν Η Σ Ι Σ 

ΤΗΣ Α.Θ.ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ  ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ  κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ  ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΗΜΟΝ ΥΠΟΔΟΧΗΝ  ΤΟΥ ΜΑΚ. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ  ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ Β΄ ΕΝ ΤΗι ΑΙΘΟΥΣΗι ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ

(9 Μαΐου 2008)

Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος

κ. Ἱερώνυμε,

Ἱερώτατοι ἀδελφοί,

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ὡς εὖ παρέστητε

«ἐν τῇ αὐλῇ τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου» (Λευιτ. 8, 31)

τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους, τῇ Μεγάλῃ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ!

«Ἰδού δή τί καλόν ἤ τὶ  τερπνόν ἀλλ' ἤ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό;» (Ψαλμ. 132, 1).

          Μέ τήν εὐφρόσυνον αὐτήν σκέψιν τοῦ Προφητάνακτος ὑποδεχόμεθα σήμερον Ὑμᾶς ἐνταῦθα, ἥτις καί εὐστόχως ἐξυμνεῖ ὡς «καλὸν καὶ τερπνόν» τόν τόπον τῆς μονίμου συναγωγῆς τῶν ἀδελφῶν, ὥστε μέ τήν στενήν αὐτήν συγκατοίκησιν «πάντες ἕν ὦμεν» εἰς τό μητρικόν ἡμῶν λίκνον καί παραμένωμεν ἡνωμένοι ἐν τῇ μιᾷ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ. Θεμελιώδη ἀξίαν διά τήν ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα ἔχει ἡ «κοινωνία» τῶν ὁμαίμων ἀδελφῶν πρός συντήρησιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος αὐτῶν, ἥτις καί οὐδέποτε πρέπει νά ἀμβλύνεται ἀπό περιστατικάς ἰδεοληψίας. Διότι, κατά τόν Μ. Βασίλειον: «Ἡ μέν ὑπόθεσις τῆς τῶν ἀδελφῶν συγκροτήσεως ἐκ θείου προστάγματος ἀνυπέρβλητον εἶχε τό καλόν, τούτου δέ τοῦ καλοῦ οὐδέ τό τερπνόν κεχώρισται» (Migne, P.G., 30, 115).

          Ἡ πρώτη εἰρηνική ἐπίσκεψις τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος εἰς τόν ἱερόν τοῦτον περίβολον τῆς πηγῆς τῆς Ὀρθοδόξου εὐσεβείας τοῦ Γένους ἡμῶν καί ὅλων τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης ἀποτελεῖ, βεβαίως, καθ' ἑαυτήν, σπουδαῖον ἐκκλησιαστικόν γεγονός. Πιστοποιεῖ διά μίαν εἰσέτι φοράν τήν ὁμοιογένειαν ἡμῶν ἐντεῦθεν καί ἐκεῖθεν τῶν κατά κόσμον συνόρων. Ἐνέχει ὅμως ἰδιάζουσαν σημασίαν ἐφ' ὅσον πραγματοποιεῖται ἀπό «ὀρθογνώμονα» πρωθιεράρχην, ἄτυφον καί πεπροικισμένον μέ νηφάλιον καί καρτερικήν ὀρθόδοξον συνείδησιν καί μέ ἔξοχα διοικητικά χαρίσματα, προσφάτως ἐκτιμηθέντα ὑπό τῆς ἐν Ἑλλάδι σεπτῆς Ἱεραρχίας διά τήν ἀνάδειξιν καί κατάστασιν Ὑμῶν εἰς τόν μητροπολιτικόν θρόνον τοῦ περιωνύμου Ἄστεως τῶν Ἀθηνῶν.

          Μακαριώτατε,

          Διά τόν ἐναγκαλισμόν ἡμῶν χαίρει καί ἀγάλλεται τό φιλόστοργον μητρικόν φίλτρον τῆς ἐνταῦθα Ἐκκλησίας, ἥτις ὡς εὐκληματοῦσα ἄμπελος μετήγγισε τούς ζωοδόχους χυμούς αὐτῆς εἰς τήν ἑλλαδικήν κλιματίδα διά νά ὑψωθῇ εἰς θυγατέρα αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν ἀπό τοῦ 1850 καί νά καρποφορήσῃ ἐλευθέρα πάσης κοσμικῆς παρεμβάσεως, συμφώνως μόνον πρός τούς Ἱερούς Κανόνας. Ἡ καρδία ἡμῶν σκιρτᾷ καί εὐφραίνεται ὅταν ἐπιβεβαιῶται ἡ ὀρθότης τῆς ἀποφάσεως ἡμῶν διά τήν χορήγησιν τῆς αὐτοκεφαλίας καί διαπιστῶται ἀγαθή πρόθεσις διά τήν πιστήν καί κανονικήν χρῆσιν αὐτῆς ὑπό τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας βουλευομένης «ἐν τῇ ταπεινώσει» τά ὑψηλά καί παραμενούσης «ἀπανούργου» καί ἀποποιουμένης τάς ἀνιστορήτους καί «ἀκανονίστους» μεγαλαυχίας ὠγκωμένας ὑπό τῆς ψευδοδοξίας, προκειμένου νά ἀνατραπῇ ἡ «ἄνωθεν καί ἐκ παλαιοῦ» τεθειμένη ἐκκλησιαστική παράδοσις καί τάξις.

          Ἡ καθ' Ἑλλάδα Ἐκκλησία, ὡς γνωστόν, παρέλαβε τήν ἀποστολικήν κληρονομίαν τοῦ Πέτρου καί τοῦ Παύλου, βεβαιωθεῖσαν διά τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης «ἐν κοινωνίᾳ» μετά τῆς καθ' ὅλου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὅτε οἱ Πατέρες ἡμῶν ἀνέδειξαν τήν ἐπισκοπήν τοῦ Βυζαντίου εἰς ἀρχιεπισκοπήν τῆς Νέας Ρώμης καί προοδευτικῶς μετεφέρθη ἐδῶ ἡ Μικρασιατική ἀποστολική κληρονομία, κατέστησαν ἱερόν ἀποστολικόν θεσμόν τήν Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως διά τήν ἐπιστασίαν τῆς ἑλληνοφώνου Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς. Τελικῶς, οἱ Πατέρες προσήρτησαν εἰς τήν ἐνταῦθα Καθέδραν καί τήν «Ἑλλήνων χώραν» ἵνα μαθητεύσῃ καί εἰς τήν ἀποστολικήν παράδοσιν τοῦ Ἀνδρέου καί τοῦ Ἰωάννου, προκειμένου νά ἀποθησαυρίσῃ αὕτη τό σύνολον τῆς ἀποστολικῆς κληρονομίας ἵνα τό Γένος τῶν Ἑλλήνων συστοιχηθῇ ἐν τῇ «κοινωνίᾳ» τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ στενός οὗτος ἐκκλησιαστικός σύνδεσμος τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἱεραρχίας καί τοῦ Πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς μετά τοῦ Ἱεροῦ Κέντρου τῆς κατ' Ἀνατολάς Ἐκκλησίας παρέμεινεν ἀρραγής καί συνεχίζεται ἤδη ἐπί δώδεκα καί πλέον δυσκόλους καί περιπετειώδεις αἰῶνας.

          Μακαριώτατε,

          «Τί πρότερον καί τί ὕστερον καταλέξομεν» ἐξ ὅσων ἔπραξεν ἡ Κωνσταντινουπολῖτις Ἐκκλησία διά τήν στερέωσιν τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας καί τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως ἐν Ἑλλάδι. Ἡ ἱστορική μνήμη καταγράφει ἀψευδῶς τό μέγεθος τῆς προσφορᾶς καί τῶν ἀγώνων τῆς ἐνταῦθα Ἐκκλησίας διά τήν προστασίαν τοῦ ἐκεῖ Πληρώματος αὐτῆς μέ τήν φύτευσιν καί τήν συνεχῆ ἀνασύστασιν ἐν μέσῳ ὀδυνηρῶν γεγονότων τῶν σωστικῶν θεσμῶν τῶν ἱερῶν μητροπόλεων, τῶν ἐπισκοπῶν καί τῶν μονῶν, μέ τήν ἐναγώνιον κανονικήν ἀνάθεσιν τῆς γνησίας διαδοχῆς τῆς θείας χάριτος, πρός παγίωσιν τῆς λατρευτικῆς τάξεως τῆς ὀρθοδόξου εὐσεβείας καί σωτηρίαν τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Τήν ποιμαντικήν διακυβέρνησιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Θρόνου τό Ἱερόν τοῦτο Κέντρον ἀνέθεσεν εἰς ἐπιλέκτους ἀρχιερεῖς, κληρικούς καί μοναχούς μέ ἰσαπόστολον ζῆλον, οἵτινες ἐξελέγησαν καί ἐχειροτονήθησαν εἰς τό ἐνταῦθα πανάγιον θυσιαστήριον. Οὗτοι ἀπεστάλησαν εἰς τά τότε γνωστά πέρατα τῆς Οἰκουμένης, ὑπό συνθήκας κάθε ἄλλο παρά εὐνοϊκάς καί ἀνέτους. Ὅλοι ἐκεῖνοι ἐπαραδειγμάτισαν τάς γενεάς τῶν πιστῶν μέ τόν ἅγιον βίον των καί προσέφεραν ζῶσαν θυσιαστικήν μαρτυρίαν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί τοῦ ἐν αὐτοῖς ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος. Ὅμως καί πόσοι ἐξ αὐτῶν δέν ἐδίδαξαν τήν ὁμολογίαν τῆς ἀληθοῦς πίστεως καί δέν μετελαμπάδευσαν τό φῶς τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, καθώς καί τήν πνευματικήν καί τήν πολιτιστικήν παράδοσιν ἡμῶν, εἰς τάς «γλώσσας καί τάς φυλάς» τῶν λαῶν τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης;

          Πυκνόν νέφος νεομαρτύρων ἐξ ὅλου τοῦ ἱερατικοῦ καί μοναχικοῦ καταλόγου καί τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου ἀποτελεῖ στέφανον δόξης διά τήν Ἐκκλησίαν ταύτην, κατεγράφησαν δέ οὗτοι εἰς τάς ἱεράς σελίδας τοῦ Μαρτυρολογίου τῆς κατ' Ἀνατολάς Ἐκκλησίας. Καί εἶναι περίεργον ὅτι δυσκόλως ἀνευρίσκονται εἰς τάς δέλτους τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας ἀρχιερεῖς τοῦ Συνταγματίου τοῦ ἡμετέρου Θρόνου ἤ καί Πατριάρχαι, οἱ ὁποῖοι δέν κατήγοντο ἐκ τῆς Παλαιᾶς Ἑλλάδος ἤ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι καί διηκόνησαν εἰς τάς ἑλλαδικάς ἐπαρχίας, προμαχήσαντες καί μαρτυρήσαντες ὑπέρ τῶν δικαίων τοῦ ἐκεῖ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

         

Μακαριώτατε,

Ὁ μακάριος Ἀπόστολος Παῦλος κατακλείει τάς Α΄ καί Β΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολάς του μέ ἐπανειλημμένους ἀσπασμούς «ἐν φιλήματι ἁγίῳ», ἀλλά καί μέ χαιρετισμούς καί εὐλογίας. Οἱ ἀσπασμοί οὗτοι μάλιστα τῆς Α΄ ἐπιστολῆς προέρχονται ἀπό τό ἀποστολικόν Κέντρον τῆς Ἐφέσου, τοῦ ὁποίου τήν κληρονομίαν ἀνεδέχθη ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλη Ἐκκλησία, ὅπερ ἰδιαιτέραν ἔχει ἐκκλησιολογικήν σημασίαν, καί δι' αὐτῆς διαιωνίζονται λειτουργικῶς ἐκ τῶν Μικρασιατικῶν Ἐκκλησιῶν εἰς ἐκείνας τῆς Παλαιᾶς Ἑλλάδος εἰς ἑκάστην ἱερουργίαν τῆς αὐτῆς εὐχαριστιακῆς ἀναφορᾶς, ὅπως τοῦ «καιροῦ ἐκείνου». Οἱ πιστοί προτρέπονται εἰς μίαν συγκεκριμένην ἔκφρασιν τοῦ ἀγαπητικοῦ συνδέσμου τῶν συνερχομένων «ὁμοθυμαδόν» ἀδελφῶν, «ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσουν» τό «Ἅγιον μάθημα» τῆς ὀρθοδόξου πίστεως πρίν ἤ «κοινωνήσουν» ἐν Χριστῷ. Τό ἀποστολικόν «ἅγιον φίλημα» δέν ἀποτελεῖ ἁπλῆν ἐγκάρδιον ἐκδήλωσιν ἁβρότητος καί φιλοφροσύνης. Δίδει τό ἀκριβές στίγμα τοῦ «μυστηρίου τῆς ἑνότητος» τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀπορρίπτει τούς διχασμούς καί τάς αἱρετικάς ἀντιγνωμίας εἰς θέματα πίστεως καί τάξεως, διότι ἀντιστρατεύονται αὗται πρός τήν «συμφωνίαν» τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ κατά τόν ἱερόν Χρυσόστομον «τό τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα οὐ χωρισμοῦ, ἀλλ' ἑνώσεώς ἐστι καί συμφωνίας ὄνομα» (Migne P.G., τ.61, στ. 13). Ἔχει παρατηρηθῆ ὅτι οἱ ἐκ παλαιοῦ μεταθέτοντες «ὅρια ἅ οἱ Πατέρες ἔθεντο» κατά κανόνα διαταράσσουν «τήν κοινωνίαν τῆς ἑνότητος» τῆς Ἐκκλησίας προκειμένου νά λύσουν κατά τά καταθύμια αὐτῶν τά ἐκκλησιαστικά θέματα. Μάλιστα, πρός τοῦτο ἐξωθοῦνται ἐξ ἐθνολατρικῶν κοσμικῶν ἐλατηρίων, καταλλήλως χρωματισμέ-νων μέ δῆθεν «πατριωτικάς» ἐξάρσεις. Ἡ ἐκτροπή ἐκ τῆς «συμφωνίας τῆς ἑνότητος» ὡς ξένη πρός τό ἑνωτικόν ἦθος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, νομοτελειακῶς ὁδηγεῖ εἰς τόν Ἐθνοφυλετισμόν, δεινήν αἵρεσιν τοῦ 19ου κυρίως αἰῶνος.

Ἡ ἀγαπητική σχέσις μεταξύ τῶν πιστῶν ἀποτελεῖ μέν Κυριακήν ἐντολήν, ἀλλά καί κύριον γνώρισμα, περιεχόμενον καί σκοπόν τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ἐξ αὐτῆς πηγάζουν αἱ ἰδιότητες τῆς ἑνότητος (Μία), τῆς ἁγιότητος (Ἁγία), τῆς καθολικότητος (Καθολική) καί τῆς ἀποστολικότητος (Ἀποστολική),  αἱ ὁποῖαι ἐνεργοῦν τήν διά τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Ἐξ αὐτοῦ καί παραμένει ἐσαεί ὡς βασική ἔκφρασις τῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας ἡ φανέρωσις εἰς τόν κόσμον τῆς ἀγάπης ὡς ζωῆς καί τῆς ζωῆς ὡς ἀγάπης, ὥστε νά ἐξορκίζεται πᾶσα διχοστασία καί ἔρις καί νά ἐνδυώμεθα σάκκον μετανοίας καί ταπεινώσεως, «ἵνα ἕν σῶμα οἱ πολλοί ὦμεν» (Α΄ Κορ. ι΄ 17).

Μακαριώτατε,

Ἤδη ὁ Κύριος τῆς Ἐκκλησίας ἔθεσε τήν λυχνίαν τῆς Ὑμετέρας Ἀγάπης ἐπί τόν μόδιον τῶν Ἀθηνῶν καί εἰς τήν προεδρίαν τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἱεραρχίας καί ἤδη ἐκ τοῦ ἐπιβατηρίου λόγου Ὑμῶν γηθοσύνως ἠκούσθη ἐνταῦθα τό ἑωθινόν νέας περιόδου τῆς συνοδικῆς «συμφωνίας» ἐν Ἑλλάδι καί τῶν ἐναρμονίων καί ἀγαστῶν σχέσεων πρός «περιχώρησιν» ἐντός τῆς μιᾶς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Πρός τοῦτο καί διά τοῦτο καί ὑποδεχόμεθα Ὑμᾶς μετά τῆς σεβασμίας συνοδικῆς χορείας τῶν περί Ὑμᾶς ἀδελφῶν Ἱεραρχῶν μετά πολλῆς ἀδελφικῆς ἐγκαρδιότητος εἰς τόν μαρτυρικόν τοῦτον τόπον τῶν πολλῶν εὐαγγελισμῶν τοῦ εὐσεβοῦς Γένους ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων καί εὐχόμεθα καί πάλιν τό «ὡς εὖ παρέστητε» εἰς τήν Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΠΙΣΚΕΨΕΩΣ

ΤΗΣ Α.ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΟΣ

ΤΟΥ AΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ Β΄

ΠΡΟΣ ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ

(9-12 Μαΐου 2008)

09 Μαΐου 2008, Παρασκευή.

09.20 Ἄφιξις τῆς Α. Μακαριότητος καί τῆς συνοδείας Αὐτῆς εἰς  τόν ἀερολιμένα Κωνσταντινουπόλεως.

Ὑποδοχή ἐν τῇ αἰθούσῃ ἐπισήμων τοῦ  ἀερολιμένος ὑπό Πατριαρχικῆς Ἀντιπροσωπείας ἐκ τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν Πέργης κ. Εὐαγγέλου καί Σασίμων κ. Γενναδίου καί Πανοσιολ. Ἀρχιμ. κ. Ἐλπιδοφόρου Λαμπρυνιάδου, Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου.

         Ἐγκατάστασις εἰς τό Ξενοδοχεῖον Hyatt.

11.15 Ἀναχώρησις ἐκ τοῦ Ξενοδοχείου.

11.30 Δοξολογία ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ, χοροστατούσης τῆς Α. Μακαριότητος.

12.00 Ἐπίσημος ὑποδοχή ἐν τῇ αἰθούσῃ τοῦ Θρόνου -ἐπίσημοι προσφωνήσεις, παρουσίᾳ τῆς ἐνταῦθα Ἱεραρχίας τοῦ Θρόνου.

13.30 Γεῦμα ἐν τῇ ἐν Θεραπείοις Πατριαρχικῇ Κατοικίᾳ.

16.00 Ἐπίσκεψις εἰς τόν Νομάρχην ΚΠόλεως. Μετάβασις εἰς τό Ξενοδοχεῖον- Ἀνάπαυσις.

17.45 Ἐκκίνησις ἐκ τοῦ Ξενοδοχείου.

18.00-19.30 Δεξίωσις ἐν τοῖς Πατριαρχείοις, παρατιθεμένη ὑπό

τῆς Α.Θ.Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου καί τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, πρός τιμήν τῆς Α. Μακαριότητος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερωνύμου Β΄ καί τῆς συνοδείας

Αὐτοῦ.

20.00 Δεῖπνον ἐν τῷ Σισμανογλείῳ Μεγάρῳ, παρατιθέμενον ὑπό  τοῦ Ἐξοχ. κ. Φωτίου Ξύδα, Πρέσβεως τῆς Ἑλλάδος ἐν  Ἀγκύρᾳ, πρός τιμήν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος καί τῆς   συνοδείας Αὐτοῦ.

10 Μαΐου 2008, Σάββατον.

09.30 Ἀναχώρησις ἐκ τοῦ Ξενοδοχείου.

10.00 Διμερεῖς Συνομιλίαι ἐν τοῖς Πατριαρχείοις.

13.30 Γεῦμα ἐν τῷ ἑστιατορίῳ Beyti.

          Ἀνάπαυσις ἐν τῷ Ξενοδοχείῳ.

17.30 Ἀναχώρησις ἐκ τοῦ Ξενοδοχείου.

18.00 Xoροστασία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κατά τόν ἑσπερινόν ἐν τῷ Ἱ. Ναῷ Ἁγ. Γεωργίου Πύλης  Ἀδριανουπόλεως,   τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος   συμπροσευχόμενου ἀπό τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.

20.00 Δεῖπνον ἐν τῷ ἑστιατορίῳ Feriye.

11 Μαΐου 2008, Κυριακή.

08.30 Ἀναχώρησις ἐκ τοῦ Ξενοδοχείου.

09.00 Χοροστασία τῆς Α.Θ.Παναγιότητος – Συλλείτουργον   τῆς Α. Θ. Παναγιότητος καί τῆς Α. Μακαριότητος  καί ἑκατέρωθεν Ἱεραρχῶν μετά προσφωνήσεων ἐν τῇ Ἱερᾷ  Πατριαρχικῇ καί Σταυροπηγιακῇ Μονῇ Ζωοδόχου Πηγῆς  Βαλουκλῆ.

14.00 Ἐπίσημον ἄριστον ἐν τοῖς Πατριαρχείοις-Προπόσεις.

16.00 Μετάβασις εἰς τό Ξενοδοχεῖον-Ἀνάπαυσις.

17.00 Ἀντεπίσκεψις τῆς Α.Θ.Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ  Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου πρός τόν Μακ. Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμον Β΄, ἐν τῷ καταλύματι Αὐτοῦ.

17.30 Ἀναχώρησις ἐκ τοῦ Ξενοδοχείου διά τήν Ἱ. Μητρόπολιν   Χαλκηδόνος.

18.00-19.30 Δεξίωσις εἰς τήν Ἱ. Μητρόπολιν Χαλκηδόνος.

20.00 Δεῖπνον εἰς τό Ξενοδοχεῖον «The Marmara».

         

12 Μαΐου 2008, Δευτέρα.

08.15 Ἐκκίνησις ἐκ τοῦ Ξενοδοχείου διά τόν ἀερολιμένα  Κωνσταντινουπόλεως.

Προπομπή ὑπό Πατριαρχικῆς Ἀντιπροσωπείας ἐκ τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν Πέργης κ. Εὐαγγέλου καί Σασίμων κ. Γενναδίου καί Πανοσιολ. Ἀρχιμ. κ. Ἐλπιδοφόρου Λαμπρυνιάδου, Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου.

10.05 Ἀναχώρησις Α. Μακαριότητος καί τῆς συνοδείας Αὐτῆς δι'  Ἀθήνας.

 Ἀντιφώνησις τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κατὰ τὴν ἐπίσημον ὑποδοχήν ἐν τῇ αἰθούσῃ τοῦ Θρόνου  

Π Ρ Ο Σ Φ Ω Ν Η Σ Ι Σ   ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ   ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ

κ. κ. Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Υ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΕΞΙΩΣΙΝ   ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ Α. ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΟΣ,

ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ

Ὁμιλία τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν εἰς τὴν δεξίωσιν ἐν τοῖς Πατριαρχείοις (09/5/08)

Ἀντιφώνησις τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κατὰ τὸ Δεῖπνον ἐν τῷ Σισμανογλείῳ Μεγάρῳ (09/5/08).