ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

 

ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ

21/3/2008 Αίθουσα Γενναδίου & Ακαδημίας

 

Παρουσίαση της ποιήτριας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΜΠΕΛΜΠΑ

από την κριτικό ΒΙΒΙΑΝ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ- ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ

Αξιότιμοι κυρίες κι κύριοι, εκλεκτοί συνάδελφοι και φίλοι

            Για πολλοστή φορά, έχω και σήμερα τη μεγάλη χαρά, μα και τη βαριά ευθύνη να συμμετέχω σε μια ημερίδα ποίησης που είναι για μένα μια θεία λειτουργία πνεύματος και ψυχής, για την ωραιότερη μορφή της λογοτεχνικής μας έκφρασης, στην οποία οι κριτικοί  επιχειρούν να μεταλάβουν τους ακροατές στα μυστήρια του έσω κόσμου ενός δημιουργού, μετουσιωμένα σε μελωδίες στίχων.

           

Για τούτο θεωρώ ιδιαίτερη τύχη μου που καλούμαι απόψε να μοιραστώ μαζί σας τη Βυζαντινή Ψαλμωδία της αλήθειας και της ποιότητας της πνευματικής δουλειάς μιας ποιήτριας πολύ ξεχωριστής, της Ελευθερίας Μπέλμπα.

            Οι δρόμοι της παρακολούθησης, στους πολυδαίδαλους χώρους της πορείας της, στην αναζήτηση των οραμάτων, των συναισθημάτων και της νοητικής της ικανότητας, ήταν για μένα μια συναρπαστική περιπλάνηση στα λιβάδια και τους καταρράκτες της ποιητικής μουσικής της απελευθέρωσης που είναι όμοια με την εξαίσια μελωδικότητα και αρμονία του χώρου που διαβιεί, της πανέμορφης Έδεσσας.

            Η Ελευθερία Μπέλμπα είναι ένας νεότατος άνθρωπος, με ολοκληρωμένη εκπαιδευτική κατάρτιση, αφού είναι απόφοιτη Φιλολογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αλλά και εξοπλισμένη με διδακτική ικανότητα και πείρα, καθότι εργάζεται  χρόνια τώρα ως εκπαιδευτικός, στοιχεία που προσδίδουν βαρύτητα και ουσιαστικότητα στο έργο της.

            Η τέχνη του «φιλτράρειν και μεταδίδειν» το χρήσιμο και σημαντικό είναι επάγγελμά της και σίγουρα η προσωπικότητα, ο πνευματικός και ψυχικός της κόσμος πυξίδα καθοδήγησης των λογοτεχνικών ανησυχιών της. γιατί μπορεί η λογοτεχνία, όπως και άλλες μορφές τέχνης, να απαιτούν «κλίση και έμφυτο ταλέντο προς αυτές», αλλά η παιδεία και οι γνώσεις είναι αναγκαίες για την καλύτερη μορφοποίηση και εξωτερίκευση του «επιθυμητού» και αποτελούν καθοριστικό παράγοντα στη δημιουργική διαδρομή ενός καλλιτέχνη, σφραγίζοντας το έργο του.

            Η Ελευθερία Μπέλμπα γεννήθηκε το 1969 στην Αθήνα και πριν ακόμα καλά καλά αποπερατώσει τις σπουδές της και οριστικοποιήσει την επαγγελματική αποκατάστασή της, σε ηλικία μόλις 25 ετών, το 1994, εισβάλλει στο Λογοτεχνικό μας κόσμο με την ποιητική συλλογή της «Φθινοπωρινές νότες» και κλέβει αμέσως το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, ενώ αποσπά την προσοχή των Κριτικών μας.

            Και τούτο ασφαλώς γιατί, παρά το νεαρό της ηλικίας της, οι στίχοι της δεν είναι τρυφερές, χαρούμενες ή μελαγχολικές συναισθηματικές αναζητήσεις ή αψηλάφητες αναφορές καταστάσεων και φαινομένων του «κοινωνικού γίγνεσθαι», αλλά είναι ώριμες και βαθυστόχαστες προσεγγίσεις του υπαρξιακού μας κόσμου.

            «Καμιά φορά εκεί που κάθομαι ήσυχη/ έρχεται μια κουβέντα να με ενοχλήσει…/(τότε) παίρνω τις στράτες έρημη/ πνιγμένη στη σιωπή και το παράπονο /συλλέγω ερωτήματα αναπάντητα (και αναρωτιέμαι)…/Τι θέλω;/ Εγώ δεν θέλω τίποτα/ εσείς τα θέλετε όλα…».

            Έννοιες μεγάλων ερωτηματικών για ό,τι θωρούν τα μάτια της και προσδοκά η ψυχή της, απορρέουσες απ' την ηλικιακή αγωνία της για το σήμερα και το αύριο, τη σπρώχνουν σε απαντήσεις που διασταυρούμενες με τις ατομικές προτιμήσεις και επιλογές της, σκιαγραφούν το τοπίο της πορείας και των αναζητήσεών της και φτάνουν σε μας αμυντικά:

            «…Λύσεις δεν ψάχνω σε προβλήματα…/συχνά δεν έχω τίποτα…κι (ίσως) αυτό είναι που σας φταίει…».

            Καταφανείς επικρίσεις μιας κοινωνίας που παρακολουθεί τα βήματα των άλλων απαιτώντας τα «πολλά», ενώ η ίδια δεν κάνει τίποτα γι' αυτό, δεν υποβάλλεται καν στον κόπο να προσφέρει το σωστό, μα μήτε κι αναλώνεται στην αυτοκριτική της.

            Από τούτες τις πρώτες λογοτεχνικές καταθέσεις της ποιήτριας διαφαίνεται η βαθιά σκέψη, η βαθιά γνώση μα και η βαθιά επιθυμία να «σώσει ό,τι μπορεί» και σφραγίζεται ανεξίτηλα η ποιότητα της κατοπινής διαδρομής της στο χώρο της Ελληνικής Γραμματείας. Μια συλλογή πλούσιου ψυχικού και πνευματικού υλικού που ταξινομείται έντεχνα, με ιδιαίτερη ικανότητα και προσοχή, ώστε να διαρθρωθεί το ποιητικό υλικό που δομεί το περιεχόμενο των εναρκτήριων λογοτεχνικών βημάτων της με τις «Φθινοπωρινές νότες», στις οποίες κούρνιασαν εικόνες «με φεγγάρια που κλωθογύριζαν τη σάπια βάρκα (μας) κι άστρα που χόρευαν στο νερό/ και έδερναν την άμμο/ κρατώντας μας αιχμαλώτους στα βρεγμένα χωράφια/ και τις ανεμόδαρτες πλαγιές (αναλογιζόμενοι) τους φίλους που ξέχασαν ν' αποχαιρετήσουν πριν αποδημήσουν για εδάφη άνυδρα…», τσακίζοντας έτσι με τους στίχους της τις ώρες της ευδαιμονίας μας και προειδοποιώντας γι' αναπάντεχα αντίο…».

            Συμπυκνωμένος παραστατικά ο κόσμος των ανθρώπων σε μια στάση δράσης και επίθεσης για τα αβασάνιστα δρώμενα, μα και τις βαθύτερες επιθυμίες του, με στόχους ευδιάκριτους, αντιφατικά τρυφερούς και ερευνητικά δυναμικούς μιας ποιήτριας που «σφίγγει το χέρι της αλήθειας της, αντιμαχόμενη την πλήξη της παράδοσης και της υποταγής, δραπετεύοντας από τα ποτάμια των ωρών και τη φυλάκιση των κήπων».

            Το 1996 η Ελευθερία Μπέλμπα κυκλοφορεί δυο νέες ποιητικές συλλογές με τίτλους, τα «Δίχτια» και «Poesis modus», με στίχους που μεταγγίζουν στο είναι μας το φως της ομορφιάς, μα και το σάλπισμα της ποίησης που ξεσηκώνει σε εξέγερση: «…αντέχοντας να διαμαρτυρηθούμε για τα απόβραδα που μας καλούνε μακριά από τις προσδοκίες μας/ ως εκεί που φτάνει η αλήθεια μας/ ως τα άκρα σύνορά μας…».

            Στίχοι βαθύτατα καταγγελτικοί και έξοχα εξωτερικευμένοι, καθώς το ξεκίνημα και το πέρασμα στα βαθιά νερά της άπατης λίμνης της ζωής γίνεται άσκηση επιβίωσης και δικαίωσης: «…για κείνες τις μορφές που χάθηκαν/ με το παράπονο στην άκρη των ματιών/…ματιών που μας ταξίδεψαν/ γεμάτα έγνοια, περισυλλογή και τρυφεράδα…». Τέχνη που μάχεται η ψυχή της δημιουργού «να πειθαρχήσει την ατομική πνοή της, μήπως και λείψει το κουράγιο (ν' αγγίξει) πράγματα δίχως το φόβο- και λυτρωθεί τουλάχιστο απ' την ευθύνη της αξιοπρέπειάς της…».

            Πηγές βαθύσκιωτες μα αστείρευτες εμπνεύσεων που αναβλύζουν απ' το σθένος και τις παρορμήσεις μιας λογοτέχνιδας χαρισματικής που θεωρεί τις λέξεις «βόλια» που μπορούν ν' ανοίξουν μάχη με την απραξία μας και την ενίοτε συμμετοχή μας στα δεινά της κοινωνίας. Γιατί «αν για τον μεγάλο Καζαντζάκη μας ο Θεός δεν είναι παρά αυτό το ίδιο το κυνήγι του Θεού», για την Ελευθερία Μπέλμπα η ποίηση δεν είναι παρά ο στόχος για την ολοκλήρωση και την ανύψωση του κόσμου μέσα απ' των στίχων τη μετάγγιση για την ουσία των πραγμάτων…

            Διψασμένος ιχνηλάτης του υπαρξιακού μας χώρου η Ελευθερία Μπέλμπα αναζητά στις εικόνες της την ωραιότητα και τη συνείδηση της χρησιμότητας. Όταν «ένας χειμώνας λιόλουστος σέρνεται/ σαν αέρας πάνω στα προσωπικά κτερίσματα/ χώρου εσώκλειστου…(ενώ μένουν) αναπάντητα μυριάδες ερωτήματα στην ποίηση…». Την ποίηση «που αφουγκράζεται εσένα…τις ιδέες…τα ονόματα που…αποτυπώθηκαν αξεδιάλυτα…στους νοτισμένους τοίχους/ που ξέφτισαν…καταπίνοντας τους μύθους (των αιώνων)».

            Όμως η ανήσυχη, φιλομαθής και ερευνητική δημιουργός μας, «ξέρει πως είναι αυτά που νιώθεις εξαρχής», γι' αυτό ακριβώς και γράφει στίχο που αφήνει μέσα μας «της λέξης τη στερνή κραυγή/ όταν το συναίσθημα αδέσμευτο οικοδομεί/ τους δρόμους που ανοίγει με τα χέρια…». Σίγουρα στην ποιητική συλλογή , «Δίχτια», ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως διαβάζει τα πάθη της βροχής, ανακαλύπτοντας την ίδια διαδικασία «γένεσης και δημιουργήματος» μέσα στους φθόγγους- κώδικες που απαρτίζουνε τους στίχους και τις συλλαβές της μοναξιάς, της ανάγκης επικοινωνίας και της απέραντης απουσίας της ανθρώπινης κραυγής για τη μεθοδευμένη ανάμειξη των άλλων, για των άλλων τα δεινά.

            «Όταν η αλήθεια μονάχα/ ως στίχος ακατέργαστος και ικετευτικός…/σέρνεται πασχίζοντας/ να κρύψει και να συγκρατήσει τα μαρμαρωμένα μάτια των καιρών/ (και) στα νυχτερινά τοπία του άγνωρου πολέμου…/τα ματωμένα χνάρια του αετού/ που χάνονται ψηλά, πάνω από απέραντα πελάγη». Εκεί ακριβώς που η Ελευθερία Μπέλμπα φλερτάρει με την ουτοπία του «επιθυμητού» με την απόλυτη βύθιση στο περιβάλλον και τον άνθρωπο, συνεπαρμένη απ' την ανάγκη επαφής με το απτό και καθαρό, σ' ένα ταξίδι αναζήτησης και εμείς οι αναγνώστες της, γοητευμένοι από το λόγο της, προσδοκούμε την ανακάλυψη της νέας υποσχόμενης, απ' την ευρύτατη και απύθμενη έμπνευσή της που μας προϊδεάζει  πλέον για την έκπληξη, ποιητικής συλλογής της.

            Και η έκπληξη έρχεται γοργά με το καινούριο έργο της, που φέρει τον τίτλο «Αμόλεχος», το 1999 και παραπέμπει σε αρχαία τραγωδία. Είδος γραφής που δημιούργησε η Ελλάδα μας και κατέκτησε τις εποχές και τους λαούς και επανέρχεται σήμερα, μέσα από τούτη τη βαρυσήμαντη συλλογή της Ελευθερίας Μπέλμπα, έμφορτο μηνυμάτων και πνευματικού μεγαλείου σε σύγχρονο ποιητικό δρώμενο να μας συναρπάσει.

Οκτώ θεατρικά πρόσωπα με αρχαία ονόματα μας οδηγούν στη δίνη μιας ποιητικής διαδρομής στο σήμερα, το αύριο, το χτες μας και το πάντα, που θέλει τον άνθρωπο, έρμαιο της ίδιας τραγικής μοίρας, να μάχεται με την έλξη του κακού, της αρπαγής, της επιθετικότητας, του ψέματος και της άκρατης φιλαυτίας, νικημένο ή νικητή, μα πάντα υποταγμένο στους φόβους του για το τετελεσμένο, το αδύνατο και τις χαμένες του ελπίδες.

            Γιατί «Αμόλεχος είναι η χώρα του πολέμου/ αντιπαλούντων στρατεύσιμων δυνάμεων/ ταπεινό μνημούρι,/ κλαδί αγριελιάς σε καταιγίδες» και γιατί «τ' απόβροχα στο αίμα ανασαίνουν…/(και ο λαός κραυγάζει) πού να σταθεί και πώς να ανιχνεύσει/ τις ορμές που απόσβεσε στην πάλη/…σε ήπια οράματα/ κι αγέρωχες αρνήσεις τυραννίας…».

            Αδέσμευτες φτερωτές ιδέες που αναζητούν με πάθος ένα καλύτερο αύριο που θα στεγάσει αρμονικά την άρνηση σε όλων των ειδών τα πάθια, ενώ η δημιουργός «…όλο βαστά για ύστατη φορά τη αγωνία/ και ορκίζεται να πάψει να φοβάται τις σκιές θανάτου/ κάτω απ' τις φλογισμένες αποθήκες πυρομαχικών/ (βροντοφωνάζοντας): Σύντροφοι μη φοβάστε που μας τέλειωσε το λάδι και το πολύτιμο σιτάρι…/έχει ο θεός για τους πεινώντες έλεος/ και έχουμε και μεις ακόμα πείσμα αυτοθυσίας…».

            Έργο πρωτότυπο, αξιοζήλευτο και συναρπαστικό, στο οποίο η ποιήτρια μορφοποιεί τις αντιθέσεις και τα ρεύματα των καιρών σε πάλη του τραγικού με το αισιόδοξο και την ελπίδα για την επικράτηση του οράματος μια ζωής δομημένης με ποιότητα της φιλοσοφίας.

            «Αμόλεχος»: μια σύγχρονη ποιητική τραγωδία, στην οποία τα είδωλα των προσώπων της διαθλασμένα στους καθρέπτες της καθημερινότητας επιστρέφουν επί σκηνής σε επίπεδα υψηλά, κουβαλώντας στα μάτια τους το θρίαμβο της ποθητής ειρήνης και αγάπης. Ερχόμενα από εκεί που «οι λευκές ώρες συμφιλίωσης/ σμίγουν μ' εφιάλτες…/και λιτανεύουνε σπονδές ομόνοιας/(διδάσκοντας) πώς ν' αναπτερωθεί κανείς στην άκρια της αβύσσου».

            Παρομοιώσεις, αλληγορίες, προσωποποιήσεις και μεταφορές συνθέτουν την ευρηματική ποιητική γραφή της Ελευθερίας Μπέλμπα, που γίνεται άσκηση ανάγνωσης και μύησης του αναγνώστη σε πεδία λογοτεχνικής έκφρασης, πνευματικών απαιτήσεων που όμως χαϊδεύει έστω και «αμετάφραστα» την ψυχή και το μυαλό του.

Ένα έργο που σε εθίζει στην προσμονή ενός εξίσου ξεχωριστού που έρχεται το 2000, με τη νέα ποιητική συλλογή της, που φέρει τον τίτλο, «Έαρος νυχτερινό κατευόδιο». Νυχτερινό κατευόδιο, μα καλωσόρισμα στην ποιητική τελειότητα της πεζογραφικής εκτόνωσης της Ελευθερίας Μπέλμπα, που συνενώνει την αξεδίψαστη ανάγκη της για ανακάλυψη και αποκάλυψη, μα κυρίως για συστράτευση για .ό,τι μας πονά και μας αγγίζει, παρασύροντάς μας «στις πατημασιές των πεζοπόρων», για να περάσουμε τα στενεμένα γιοφύρια ανάμεσα στις καψαλισμένες πικροδάφνες μιας φύσης, που αιμορραγεί και εκδικείται για τη λεηλασία μας στις «ανάσες ζωής» που μας προσφέρει, ενώ «σκάλες φθαρμένες…της πίστης υποστύλωμα» καθηλώνουν τη λαχτάρα μας στην ατολμία να τις ανεβούμε.

Πεζοτράγουδο, μονόλογος και εξομολόγηση, με έξοχες λεκτικές ιδεοπλασίες και απαράμιλλες, παραστατικές, ψυχοπνευματικές εικόνες που ανεβάζουν την ποιήτρια σε «απαζάρευτες» νοηματικές και εκφραστικές κατακτήσεις, σε μια ποιητική συλλογή ιδιότυπη, που αποτελεί χαστούκι στον εφησυχασμό μας για κείνη την «συνειδησιαρχία και αυτοματοποίηση» που φέρνει το ξεπούλημα των πάντων και την εξομοίωση στην παγκόσμια έκπτωση ιδανικών και οραμάτων για τις σχηματοποιημένες πια δικές μας ωφελιμιστικές ανάγκες, σε δημοπρασίες και πλειστηριασμούς.

Ασυμβίβαστη και αξεδίψαστη η Ελευθερία Μπέλμπα ματώνει το νου για την εξόρυξη ακατέργαστου χρυσού κάτω απ' τις επιφάνειες των πεπραγμένων μας κάπου εκεί «κάτω απ' τις λυχνίες που συγχρωτίζονται όσοι αιχμαλωτίζονται/ σ' εκδοχή λήθης και παραδείσιου ψεύδους στη ροή των εκσυγχρονιστικών ρευμάτων…/που ενώ μαθαίνουμε ποιοι έφυγαν, κατασπαταλούμε απορίες για την αντάμωση…».

Σίγουρα οι αναγνώστες, «φορείς απομαζοποίησης», καθηλωμένοι στις εικόνες και τη στόχασή της, «παίρνουν με λαχτάρα το τραίνο και οδεύουν στα βιβλιοπωλεία» αναζητώντας «τη νέα σοδειά της», που σταχτοφορούσα και κυματιστή έρχεται το 2002, με τον τίτλο, «Η κυρία Άλρα», να τους αιχμαλωτίσει ξανά, επαληθεύοντας το αναμενόμενο και ικανοποιώντας την προσμονή τους.

Ένα έργο εξίσου υψηλών απαιτήσεων, αποτυπωμένο σε εικαστικές μεταφορές, ηχοχρώματα και ανασασμούς ψυχής, που απαρτίζουν πλέον ένα εντελώς προσωπικό ύφος και μια αξιοζήλευτα έντεχνη ικανότητα χειρισμού της γλώσσας και του επιθυμητού αποδιδόμενου της ποιήτριας. Γι' αυτό το πνευματικό πόνημά της, έλαβε το διεθνές βραβείο της Ακαδημίας της Φλωρεντίας.

Η Ελευθερία Μπέλμπα με την «Κυρία Άλρα» της εισβάλλει στα άδυτα του Ιερού του Είναι μας, μην αφήνοντας δικαιολογίες υπεκφυγής, παίζοντας με τις χορδές της ευαισθησίας μας, καθώς ακινητοποιεί τη ματιά μας στο «άψυχο κορμί του Σιμόν που' ναι γερμένο στο πεζοδρόμιο, μ' έναν ιμάντα στο μπράτσο και μια σύριγγα συστάδην…»και μας καθιστά συνυπεύθυνους για μια εικόνα που είναι χίλιες λέξεις και εκπέμπουν σήματα κινδύνου για τους γύρω και τα γύρω μας συμβαίνοντα, μα και για τον ίδιο τον εαυτό μας. Αφού δυστυχώς «στη λίστα τελετουργική, προδιαγραμμένη η μεταστροφή των φαινομένων τόσο,/ που τίποτα δεν ξηλώνει τη συχνότητά τους».

Πλαταίνουν οι λέξεις, αγκομαχούν κάτω απ' το βέρος της ουσίας τους κι ο στίχος ασφυκτιά, επιχειρώντας να μακρύνει ως τα όρια του δοκιμίου, για να χωρέσει τις αιτιάσεις των καιρών που στοχοποιούν τα οράματα και υποθηκεύουνε τα όνειρα στην εύκολη δουλεία της πνευματικής ενδοτικότητας της «αβάσταχτης ελαφρότητας του Είναι».

«Η κυρία Άλρα», οδοιπόρος της τραγικότητας της εποχής μας, επισημαίνει πως οι  πράξεις και οι αποφάσεις για τα τεκταινόμενά μας δεν είναι πάντα δικές μας και προσδιορίζουν το τοπίο  των απαιτήσεων και αναζητήσεών μας, προσδίδοντας την εσωτερική πληρότητα και τα αιτήματα των αξιώσεών μας σε όλους τους υπαρξιακούς μας χώρους.

Και ασφαλώς οι απαιτήσεις της Ελευθερίας Μπέλμπα είναι ύψιστες σε αξίες, ιδανικά, συναίσθημα και οράματα, για τούτο αλυσοδένει τον Προμηθέα της στην κορφή των Παγκόσμια συμβαινόντων, αφήνοντας τις πυρκαγιές της Οικουμένης να σημάνουν προσκλητήριο στο μέγιστο χρέος μας: «ο καθένας με την τέχνη και την μπόρεσή του να διώξει τον Πρωτόγονο απ' τους εξώστες του κόσμου και να φέρει τα περιστέρια της ειρήνης και της ανθρωπιάς, για να σωθούμε».

Η εξαίσια μουσική της νοηματικής πυκνότητας τούτης της ποιητικής συλλογής μπερδεύεται με τις ιαχές της νύχτας και μας φέρνει ξανά σε ιδανικές ποιητικές εκλάμψεις της που μας εκστασιάζουν μέσα από το ποίημα, «Πρός τους ολυμπιακούς αγώνας εν Αθήναις, 2004», που συμπεριλαμβάνεται στην Ανθολογία, με τίτλο, «Ολυμπιακό Αφιέρωμα, 2004» της Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η. αλλά και μέσα από τους στίχους της «Πολιτικής θεωρίας» που πλουτίζουν την Ανθολογία «Φιλολογικός Κόσμος» που κυκλοφόρησε το 2006.

Ασφαλώς το θάμπος του μεγαλείου της γραφής της Ελευθερίας Μπέλμπα δεν ελευθερώνεται μόνο μέσα από την ποίηση, αλλά και από τις δικές της προσπάθειες να ενορχηστρώσει τους ρυθμούς της έκφρασης άλλων ομότεχνών της, εξορύσσοντας με αγάπη και θαυμασμό ό,τι τη συναρπάζει. Και βέβαια η δοκιμιακή γραφή της δεν περιορίζεται μόνο σε λογοτεχνικές μελέτες, αναλύσεις και καταθέσεις της πνευματικής πληρότητάς της γύρω από θέματα γλώσσας και λογοτεχνίας, αλλά εισβάλλει άψογα και θαυμαστά στα πεδία της κριτικής δοκιμιακής γραφής άλλων αξιόλογων δοκιμιογράφων, επαληθεύοντας περίτρανα τη φιλοσοφική σκέψη πως «όταν διαθέτεις ψυχική και πνευματική επάρκεια, και κυρίως αυτογνωσία, μπορεί σαν κρίνεις σχεδόν τα πάντα αμερόληπτα, δίκαια και αποστασιοποιημένα».

Έτσι με το τελευταίο βιβλίο της, που κυκλοφόρησε το 2003, με το τίτλο «Άσκηση πάνω στα δοκίμια του Αλέκου Βασιλείου», ακουμπά την κριτική γραφή ενός μεγάλου Έλληνα δημιουργού και πιστοποιεί την επιστημονική κριτική ικανότητά της, τα πάθος της να ψηλαφεί όλους τους χώρους του πνεύματος, να κυρίως την ανάγκη της να υπερβαίνει τις βαθύτερες αντιφάσεις της ζωής.

Φυσικά όλες ετούτες οι πνευματικές ανησυχίες και αρετές της μας κάνουν να περιμένουμε πολλές ακόμη επιτυχίες στο έργο και στη ζωή της, καθώς εισπράττουμε με αγαλλίαση την προσφορά και τη δικαίωση όλων όσων επιχειρεί. Της το ευχόμαστε ολόψυχα.

Η παρουσίαση ενός τέτοιου έργου δε θα μπορούσε βέβαια να χωρέσει σε τόσα λίγα λεπτά που μου διατίθενται, παρά μόνο σαν προϊδεασμός ή συμπυκνωμένος ψίθυρος του έσω κόσμου της, για τούτο όσοι επιθυμούν να συλλαβίσουν «την αξία της τέχνης, τον εξευγενισμό της ποίησης, την πνευματική καλλιέργεια και ηθικοποίηση των γραφόμενων, μα και τη σμίλευση των αισθητικών ανθρωποκεντρικών πιστεύω» της, όπως αναφέρει η ίδια σ' ένα δοκίμιό της για τη «Λογοτεχνία της Διασποράς», αλλά και τα αναρίθμητα άλλα καυτά θέματα και ενδιαφέροντα της Ελληνικής Γραμματείας μας, μπορούν να καταφύγουν, εκτός από τα βιβλία της, και στο διαδίκτυο, τον έντυπο τύπο και σε πάμπολλες Ανθολογίες, που μας δίνουν στοιχεία του μεγέθους και της Λογοτεχνικής προσφοράς της στον πολιτισμό του τόπου μας.

Εμείς απόψε εδώ, θερμοί θαυμαστές της, τη συγχαίρουμε, τη χειροκροτούμε και την ευχαριστούμε για τη μαγική ποιητική ξενάγησή της «στο κάλλος και τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξής μας».

Αγαπητοί ακροατές, τελειώνοντας, ευχαριστώ επίσης θερμά όλους εσάς που με ακούσατε και μοιραστήκατε μαζί μου τη χαρά μιας λαμπαδηδρομίας του πνεύματος.

Βίβιαν Γιαννούδη- Αυγερινού

Επίτιμη πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών

Λογοτέχνις- Κριτικός- Δημοσιογράφος- Ερευνήτρια