Βαρύσημαντη ομιλία  απηύθηνε ο Οικουμενικός Πατριάρχης προς τον Ουκρανικό λαό ο οποίος τον υποδέχτεικε με ενθουσιασμό και εκδηλώσεις αγάπης ενώ η Ουκρανική κυβέρνηση παρά τις βαριές  σκιές και το έντονο διπλωματικό πολιτικό και διπλωματικό παρασκήνιο λόγω της σκληρής κόντρας μεταξύ Φαναρίου και Μόσχας, του επιφύλαξε θερμόττατη υποδοχή με τιμές αρχηγού κράτους. Η υποδοχή του Προκαθημένου της Ορθοδοξίας έγινε κάτω από πρωτοφανή μέτρα προσστασίας του και ασφαλείας όλων των επίσημων προσεκλημένων. Οι  εκκλησιαστικές εκδηλώσεις χαρακτηρίστηκαν από τις ηχηρές  απουσίες των αρχηγών των αυτοκεφάλων των Ορθοδόξων  Εκκλησιών και Πατριαρχών (Αντειοχείας-Αλεξανδρείας- Ιεροσολύμων) οι οποίοι με προσχήματα και διάφορες δικαιολογίες που επικαλέστηκαν την τελευταία στιγμή υπακούοντας στην "πρόσκληση" Αλέξιου να μην παραστούν τελικά δεν προσήλθαν  στις  εορταστικές εκδηλώσεις κάνοντας πολλούς εκκλησιαστικούς αναλυτές κανονολόγους και διακεκριμένους  θεολόγους να μιλούν για ένα de facto σχίσμα. Ωστόσο όλα αναμένεται να κριθούν την Κυριακή από την (μη ή όχι) προσέλευση του πατριάρχη Αλέξιου στο Κίεβο όπου είτε θα ερπισφραγιστεί η ενότητα είτε (πιθανή)  απουσία του θα σημάνει την αρχή οδυνών για την Ορθοδόξια με ένα νέο μεγάλο σχίσμα που φαίνεται ήδη να βρίσκεται προ των πυλών και να επιλεί την ενότητα σύμπασας της Ορθοδοξίας.    Στην Ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου υπήρχαν σαφέστατες αναφορές σοτ πρόβλημα που έχει ανακύψει στις σχέσεις  με την  Ρωσική Εκκλησία ήδη εδώ και οκτώ χρόνια αλλά και οι φόβοι για τις επερχόμνες εξελίξεις ήταν εμφανείς από τα όσα είπε. Οι εορτασμοί για τα 1020 χρόνια από τον εκκχριστιανισμό των Ρως(ων ξεκίνησαν χτες με πανηγυρικό Μέγα Εσπερινό και αναμένεται να κορυφωθούν την Κυριακή 27 Ιουλίου με το Πατριαρχικό πολυαρχιερατικό πανηγυρικό συλλείτουργο κατά την διάρκεια του οποίου αναμένεται να συλλειτουργήσουν για πρώτη φορά μετά από οκτώ χρόνια οι κ. Αλέξιος και Βαρθολομαίος ως έκφραση και ένδειξη ενότητας  των Ορθοδόξων σε αυτό το μεγάλο γεγονός. Πληροφορίες από την έδρα του Πατριαρχείου Μόσχας παρά τις αντίθετες πληροφορίες αναφέρουν πως τελικά ο Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσιών τελικά θα μεταβεί στο Κίβεο της Ουκρανίας το Σάββατο το απόγευμα και θα συλλειτουργήσει με τον Οικουμενικό Πατριάρχη παρά τις αρνητικές εισηγήσεις σκληροπυρηνικών Ιεραρχών της Ρωσικής Συνόδου οι οποίοι του εισηγούνται νμα τραβήξει την κόντρα στα άκρα! Οι αναφορές στην βαρυσήμαντη ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη δίνουν και το στίγμα της κατάστασης που επικρατεί μεταξύ των δυο Εκκλησιών.

Ο Μ Ι Λ Ι Α

ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ

ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ

κ. κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΝ ΛΑΟΝ

(26 Ἰουλίου 2008)

Εὐλογημένα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, φιλόχριστε λαὲ τῆς Οὐκρανίας,

          Ἡ πρωτοβουλία τῆς πολιτειακῆς, τῆς πολιτικῆς, τῆς θρησκευτικῆς καί τῆς πνευματικῆς ἡγεσίας τοῦ μεγάλου Οὐκρανικοῦ λαοῦ διά τήν ὀργάνωσιν τοῦ ἐπισήμου καί λαμπροῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἐπετείου τῶν χιλίων καί εἴκοσιν ἐτῶν ἀπό τῆς ὁριστικῆς ἀποφάσεως τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνος (Velikii Knıaz) τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Κιέβου ἁγίου Βλαδιμήρου νά ἀποδεχθῇ τήν χριστιανικήν πίστιν ἀπό τό Οἰκουμενικόν  Πατριαρχεῖον ὡς ἐπίσημον Θρησκείαν διά τόν λαόν τῆς Κιεβινῆς ἡγεμονίας καί κατ᾿ ἐπέκτασιν ὅλων τῶν αὐτονόμων Ρωσικῶν Ἡγεμονιῶν εἶναι ὄχι μόνον ὀφειλετική πρός τόν εὐλαβῆ λαόν τῆς Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά καί σημαντική διά τάς μελλοντικάς προοπτικάς αὐτῆς εἰς μίαν περίοδον ραγδαίων καί συγκλονιστικῶν μεταβολῶν εἰς παγκόσμιον κλίμακα.

          Ἡ πρωτοβουλία αὐτή εἶναι ὀφειλετική, διότι ὅλοι οἱ μεγάλοι λαοί ὀφείλουν νά διαφυλάσσουν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τήν ἱστορικήν μνήμην αὐτῶν διά τά σημαντικά γεγονότα, τά ὁποῖα ἐσφράγισαν κατά τρόπον ἀνεξίτηλον τήν ἰδιαιτέραν πνευματικήν ταυτότητα τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως των καί προσδιώρισαν κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον τήν διαχρονικήν συμβολήν των εἰς τήν παγκόσμιον κοινωνίαν τῶν λαῶν. Εἶναι ὅμως καί ἰδιαζόντως σημαντική  σήμερον, διότι τό ἱστορικόν βάθος τῆς ζωῆς τῶν μεγάλων λαῶν ἀποτελεῖ ἀστείρευτον πηγήν δυνάμεως καί ἀκτινοβολίας πρός τούς ἐγγύς καί τούς μακράν.

1. Εἶναι κοινή καί ἀδιαμφισβήτητος πλέον ἡ διαπίστωσις ὅτι ἡ ἐπιλογή τῆς θρησκευτικῆς πίστεως ὑπῆρξεν, ὑπό διαφορετικάς βεβαίως προοπτικάς, καθοριστικός παράγων διά τά ἱστορικά πεπρωμένα ὅλων τῶν λαῶν τοῦ κόσμου, ἀφ᾿ ἑνός μέν διότι διεμόρφωσε τά ἰδιαίτερα ποιοτικά στοιχεῖα τῆς πνευματικῆς ταυτότητός των, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ διότι προσδιώρισε κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον καί τό περιεχόμενον τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεώς των. Αἱ ἑορταστικαί ἐκδηλώσεις ἀποτελοῦν σαφῆ ἔκφρασιν τῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ εὐσεβοῦς Οὐκρανικοῦ λαοῦ πρός τόν μεγαλόπνοον Ἡγεμόνα διά τήν προσωπικήν ἀγωνίαν καί τήν σοφήν ἐπιλογήν τῆς Θρησκείας τοῦ λαοῦ του, ὡς ταῦτα περιγράφονται εἰς τήν ἐκτενῆ διήγησιν τοῦ Κιεβινοῦ μοναχοῦ Νέστορος (ΙΑ' αἰών).

Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἀπόφασις τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνος τοῦ Κιέβου νά ἐπιλέξῃ διά τόν λαόν του τήν Χριστιανικήν πίστιν καί νά ζητήσῃ τό βάπτισμα ἀπό τό Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρξεν ὁ ὥριμος καρπός σοφῆς καί διορατικῆς ἀξιολογήσεως πασῶν τῶν κυρίων καί τῶν παρεπομένων συνεπειῶν τῆς ἐπιλογῆς, αἱ ὁποῖαι ἐκάλυπτον ὄχι μόνον τάς προσωπικάς εὐαιασθησίας, ἀλλά καί τό ὅραμα αὐτοῦ διά τήν εὐδαιμονίαν τοῦ λαοῦ του. Οὕτω, προετίμησε τόν Χριστιανισμόν καί μάλιστα τῆς βυζαντινῆς παραδόσεως, ἀφ᾿ ἑνός μέν διότι αἱ πολιτικαί, οἰκονομικαί καί πνευματικαί σχέσεις τῆς Κιεβινῆς Ρωσσίας πρός τήν Κωνσταντινούπολιν εἶχον ἤδη μακράν καί ἐπίσημον προϊστορίαν ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἱεροῦ Φωτίου, τοῦ ἠγαπημένου Πατριάρχου εἰς τήν ἱστορικήν μνήμην τοῦ Κιεβινῶν, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ διότι συνέδεε διά τῆς ἐπιλογῆς ταύτης τόν λαόν του καί πρός τόν ὑψηλότερον πολιτισμόν τῆς ἐποχῆς.

Ὑπό τήν ἔννοιαν αὐτήν, ὁ Ἡγεμών τοῦ Κιέβου, διά τοῦ βαπτίσματος τῶν Κιεβινῶν ὑπό τῆς πολυμελοῦς ἀποστολῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐθεμελίωσεν ὄχι μόνον τούς ἀκαταλύτους πνευματικούς δεσμούς τοῦ εὐλαβοῦς Οὐκρανικοῦ λαοῦ μετὰ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἀνεπτύχθησαν διά τοῦ σπουδαίου ἔργου τῆς βυζαντινῆς ἱεραποστολῆς καί εἰς τάς ἄλλας αὐτονόμους ρωσικάς Ἡγεμονίας, ἀλλά καί τάς νέας προοπτικάς τῶν διεθνῶν σχέσεών των πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, ὡς ἐκφραστῶν πλέον τῆς βυζαντινῆς πνευματικῆς κληρονομίας καί τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Τό Κίεβον κατέστη τό ἐπιτελικόν κέντρον διά τήν μεταλαμπάδευσιν τῆς ὅλης πολιτιστικῆς κληρονομίας τοῦ Βυζαντίου εἰς πάσας τάς αὐτονόμους ρωσσικάς Ἡγεμονίας, ἐνῷ ὁ Μέγας Ἡγεμών τοῦ Κιέβου ὑπῆρξεν ὁ μεγαλόπνους ὑποστηρικτής τῆς μυσταγωγικῆς ταύτης διαδικασίας.

Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον δέν ἐφείσθη κόπων καί θυσιῶν εἰς τήν μακραίωνα αὐτὴν διαδικασίαν ὄχι μόνον διά τήν εὐρυτέραν διάδοσιν, ἀλλά καί διά τήν ὀρθήν ἀξιοποίησιν τῆς βυζαντινῆς πνευματικῆς κληρονομίας, ἡ ὁποία διεπότισεν ὅλους τούς τομεῖς τοῦ δημοσίου, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ βίου τῶν αὐτονόμων ἡγεμονιῶν καί ἐπλούτισε διά τῶν καθιερωμένων κριτηρίων τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως τόν λειτουργικόν χαρακτῆρα τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τῶν λαῶν, ἐπί τῇ βάσει τοῦ πνευματικοῦ περιεχομένου τοῦ Βαπτίσματος, διά τοῦ ὁποίου ὑπερβαίνονται πᾶσαι αἱ διασπάσεις τοῦ κόσμου ἐν τῇ ἑνότητι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἐπί τῇ  βάσει  τοῦ κριτηρίου τούτου διεμορφώθη εἰς τήν ὀρθόδοξον παράδοσιν ἀφ᾿ ἑνός μέν ἡ ἰδιαιτέρα πνευματική σχέσις τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν ἐθνότητα, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ ἡ συμβατική σχέσις τῆς Ἐκκλησίας πρός τό Κράτος, διότι τόσον ὁ «διαμερισμός» τῶν ἐθνῶν εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, ὅσον καί ἡ «ἐπισύναψις» τῶν ἐθνῶν διά τοῦ Βαπτίσματος εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, προσδιώρισαν καί τά ὅρια τῆς λειτουργίας τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τῶν ὀρθοδόξων λαῶν.

Οὕτως, ἡ ὀρθόδοξος παράδοσις ἐμμένει εἰς τήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας νά κηρύσσῃ τό Εὐαγγέλιον εἰς πάντα τά ἔθνη, ἀλλά δέν ὑποτάσσει τήν ἀποστολήν της καί εἰς ξένας πρός αὐτήν ἐπιδιώξεις τῶν ἐθνῶν, διὰ τοῦτο καί ὑπήγαγε τήν πνευματικήν σχέσιν πρός τάς ἐθνότητας, ἀφ᾿ ἑνός μέν εἰς τό ἀπόλυτον κανονικόν κριτήριον τῆς ἐδαφικότητος τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ εἰς τήν συμβατικήν ρύθμισιν τῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν κρατικήν ἐξουσίαν. Ὑπό τήν ἔννοιαν ταύτην, ἡ μεγάλη Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1872) κατεδίκασεν ὡς ἐκκλησιολογικήν αἵρεσιν οἱανδήποτε αὐθαίρετον ἐθνοφυλετικήν ἤ καί ἐθνικιστικήν ἀξίωσιν, ἡ ὁποία περιφρονεῖ τήν ἐδαφικότητα τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν ἤ τήν συμβατικήν ἁρμοδιότητα τῆς κρατικῆς ἐξουσίας διά τήν ρύθμισιν τῆς σχέσεως Κράτους καί Ἐκκλησίας, ἀφ᾿ ἑνός μέν διότι εἶναι ἀντίθετοι πρός τήν ὀρθόδοξον παράδοσιν, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ διότι εἰσάγουν ἐπικίνδυνον σύγχυσιν εἰς αὐτήν ταύτην τήν λειτουργικήν δομήν τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι λοιπόν εὐνόητον ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἀνέχεται τήν οἱανδήποτε ἀθέτησιν ἤ ἀλλοίωσιν τῆς σχέσεως αὐτῆς πρός τήν κρατικήν ἐξουσίαν ἤ πρός τάς ἐθνότητας, διὰ τοῦτο καί, καίτοι ἀπεδέχθη διά ποιμαντικούς λόγους τήν ἀρχήν ὅτι «τά ἐκκλησιαστικά τοῖς πολιτικοῖς συμμεταβάλλεσθαι εἴωθεν», προέβαλλε πάντοτε τά κριτήρια τοῦ ἐσωτερικοῦ δικαίου τῆς Ἐκκλησίας εἰς οἱανδήποτε συμβατικήν ρύθμισιν. Ὁ νεώτερος ὅμως νομικός πολιτισμός τῆς κρατικῆς ἰδεολογίας ἀμφεσβήτησεν ἤ καί ἀπέρριψε τόν θεσμικόν ρόλον τῆς Ἐκκλησίας εἰς τάς δομάς ἤ τήν λειτουργίαν τοῦ συγχρόνου κράτους, ἀλλά δέν ἠδυνήθη νά πλήξῃ τήν παραδοσιακήν πνευματικήν σχέσιν αὐτῆς πρός τάς ἐθνότητας, ἡ ὁποία παρέμεινεν ἀλώβητος καί ἐβεβαίωσε τήν ἐντυπωσιακήν ἱστορικήν ἀντοχήν τῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν κοινωνίαν καί ὑπό τάς πλέον ἀντιξόους συνθήκας.

Πηγή τῆς πνευματικῆς αὐτῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας πρός τό σῶμα τῶν πιστῶν (corpus fidelium) εἶναι ἡ κολυμβήθρα τοῦ Βαπτίσματος, εἰς τήν ὁποίαν τελεσιουργεῖται ἡ πνευματική ἀναγέννησις τῶν ἀνθρώπων καί δομεῖται τό ἐκκλησιαστικόν σῶμα εἰς τά πλαίσια τοῦ ἐθνικοῦ ἤ κρατικοῦ σώματος. Οὕτως, ἡ Ἐκκλησία ἔχει βεβαίαν τήν συνείδησιν ὅτι τό σῶμα τῶν μελῶν αὐτῆς συγκροτεῖ μίαν πλήρη κοινωνίαν πιστῶν, ὡς τό Κράτος ἔχει βεβαίαν τήν συνείδησιν ὅτι συγκροτεῖ μίαν πλήρη κοινωνίαν πολιτῶν. Ἐν τούτοις, ὑπάρχει μία εἰδοποιός διαφορά εἰς τήν συγκρότησιν καί τήν λειτουργίαν τῶν δύο πλήρων κοινωνιῶν, διότι τό μέν κράτος γεννᾶται ὑπό τῶν πολιτῶν, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία γεννᾷ τά μέλη αὐτῆς εἰς μίαν νέαν πνευματικήν σχέσιν, ἡ ὁποία διακρίνεται ἀλλά δέν ἀναιρεῖ τάς ἐννόμους σχέσεις τῶν πολιτῶν. Ἡ μητρική λοιπόν σχέσις τῆς Ἐκκλησίας πρός τά μέλη της, ἡ ὁποία τρέφεται διά τῆς συνεχοῦς μυστηριακῆς ἐμπειρίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἐξηγεῖ μέν τήν ἱστορικήν ἀντοχήν τῆς σχέσεως αὐτῆς πρός τά ἔθνη, ἀλλά δέν ἐπιτρέπει τήν οἱανδήποτε ἀμφισβήτησιν τοῦ καθιερωμένου ρόλου τῆς κρατικῆς ἐξουσίας νά καθορίζῃ τά θεσμικά πλαίσια ἀγαστῆς συνεργασίας Κράτους καί Ἐκκλησίας πρός τό συμφέρον τῶν πολιτῶν καί τῶν πιστῶν, ἰδίᾳ εἰς περιπτώσεις ἐκρύθμων ἤ καί ἀνεξελέγκτων ἐκκλησιαστικῶν διασπάσεων.

2,       Ἡ  Ὀρθόδοξος  Ἐκκλησία εἶναι μία συντεταγμένη   κοινωνία

αὐτοκεφάλων ἤ αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία ἔχει βεβαίαν τήν συνείδησιν τῆς ἐν αὐτῇ αὐθεντικῆς συνεχείας τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἐκπληροῖ δέ τήν πνευματικήν ἀποστολήν της διά τῆς κινητοποιήσεως τῶν ὑπό τῆς κανονικῆς παραδόσεως καθιερωμένων τοπικῶν ἤ καί μειζόνων συνοδικῶν ὀργάνων, πρός συνεχῆ βεβαίωσιν τῆς κοινωνίας τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρός ἀλλήλας καί πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον. Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὡς ὁ Πρῶτος Θρόνος ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, ἔχει ἐπωμισθῆ, δι᾿ ἀποφάσεων Οἰκουμενικῶν συνόδων (καν. 3 τῆς Β', 9, 17 καί 28 τῆς Δ', 36 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου) καί διά τῆς μακραίωνος ἐκκλησιαστικῆς πράξεως, τήν ἐξαιρετικήν εὐθύνην καί τήν ὀφειλετικήν ἀποστολήν νά μεριμνᾷ διά τήν προστασίαν τῆς παραδεδομένης πίστεως καί τῆς κανονικῆς τάξεως. Οὕτως, ὑπηρέτησε μετά τῆς δεούσης συνέσεως ἐπί δεκαεπτά αἰῶνας τήν ὀφειλετικήν ταύτην διακονίαν πρός τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, πάντοτε ἐντός τῶν πλαισίων τῆς κανονικῆς παραδόσεως καί πάντοτε διά τῆς άξιοποιήσεως τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, ἐνῶ συγχρόνως ἀνέλαβεν ὑπέροχον ἀγῶνα διά τήν ἀποστολικήν προβολήν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως εἰς πάντας τούς λαούς τῆς Ἀνατολικῆς καί τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης.

Εἶναι λοιπόν σημαντικόν ὅτι οὐδέποτε Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἠξίωσε τήν διεύρυνσιν τῆς κανονικῆς αὐθεντίας του, καίτοι ἠδύνατο, ὡς οὐδέποτε διεξεδίκησε τήν αὐτονόμησιν τῆς ἐξαιρετικῆς ταύτης αὐθεντίας ἐκ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, καίτοι ἐπίσης ἠδύνατο, διότι ὁ ἐγγυητής τῆς τηρήσεως τῆς κανονικῆς τάξεως δέν ἦτο δυνατόν νά παραβιάσῃ τήν κανονικήν τάξιν ἀζημίως διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Πᾶν τοὐναντίον, ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἐσχετικοποίησε καί αὐτά εἰσέτι τά κανονικά ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας του ἐπί μίαν ὁλόκληρον χιλιετίαν, διά νά προσφέρῃ τήν ἀναγκαίαν ὑποστήριξιν διά τήν ἐπιβίωσιν τῶν δοκιμαζομένων Πατριαρχικῶν Θρόνων Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων, ὡς ἐπίσης καί τῶν αὐτοκεφάλων Ἀρχιεπισκοπῶν Κύπρου, Ἀχρίδος, Πεκίου καί Τυρνόβου.

Βεβαίως, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, καίτοι γνωρίζει καλῶς τό μέγεθος τῶν κανονικῶν δικαίων του, ἐν τούτοις ἤσκησε πάντοτε ταῦτα ὄχι ὡς ὑπεροχικόν δικαίωμα, ἀλλ᾿ ὡς ὀφειλετικήν ἐκκλησιαστικήν διακονίαν πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, καί πάντοτε ἐπί θυσίᾳ ἤ καί ἐπί ζημίᾳ τῶν ἀδιαμφισβητήτων δικαιωμάτων του. Ὑπό τήν ἔννοιαν αὐτήν, ἀπεδέχθη τό αἴτημα τοῦ Τσάρου τῆς Ρωσίας διά τήν ἀπόδοσιν εἰς τόν Μητροπολίτην Μόσχας τῆς Πατριαρχικῆς τιμῆς καί ἀξίας (1589) διά τήν ἐνίσχυσιν τῶν προοπτικῶν τοῦ ἀναπτυσσομένου ρωσικοῦ κράτους, παρά τόν σκεπτικισμόν ἤ καί τάς ἐπιφυλάξεις τῶν ἄλλων Πατριαρχικῶν Θρόνων, ἐνῶ συνῄνεσεν εἰς τήν ἔγγραφον παράκλησιν τοῦ Τσάρου Μ. Πέτρου διά τήν κατάργησιν τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καί τήν Συνοδικήν ὀργάνωσιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας (1720) διά νά προλάβῃ ἤ ἀποτρέψῃ νέαν ἐπικίνδυνον κρίσιν εἰς τάς ἤδη τεταμένας σχέσεις τῶν δύο κορυφαίων θεσμικῶν ἐκφράσεων τῆς ἑνότητος τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ, καί δή εἰς περίοδον συγκεχυμένων μεταρρυθμιστικῶν  ζυμώσεων.

          Ἡ ἐπί προφανεῖ θυσίᾳ τῶν ἰδίων δικαιωμάτων ὀφειλετική διακονία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἔχει τήν περισσοτέραν ἔκφρασιν εἰς τήν ὅλην ἐξέλιξιν τῆς σχέσεως αὐτοῦ πρός τήν ἐκλεκτήν μεταξύ τῶν θυγατέρων Ἐκκλησιῶν, τήν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας, ἡ ὁποία ὑπήγετο ὑπό τήν κανονικήν δικαιοδοσίαν του ἐπί ἑπτά συναπτούς αἰῶνας, ἤτοι ἀπό τοῦ Βαπτίσματος τῆς μεγάλης ἡγεμονίας τοῦ Κιέβου (988-1687), μέχρι τῆς προσαρτήσεως αὐτῆς ὑπό τοῦ Μ. Πέτρου εἰς τό ρωσικόν κράτος. Πράγματι, ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία προσέφερε προθύμως ἐπί ἑπτά αἰῶνας καί ἐκ τοῦ ὑστερήματος αὐτῆς, ὑπό τάς γνωστάς μάλιστα ἀντιξόους συνθήκας, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας πᾶσαν ἐκκλησιαστικήν, πνευματικήν καί ὑλικήν ὑποστήριξιν ὄχι μόνον διά τήν πληρεστέραν ἀξιοποίησιν τῆς ὅλης πνευματικῆς κληρονομίας τοῦ Βυζαντίου, ἀλλά καί διά τήν ὑπεράσπισιν τῆς ὀρθοδόξου ταυτότητὀς της ἐκ τῶν ἀφορήτων πολιτικῶν πιέσεων  τῶν ἑτεροδόξων προπαγανδῶν εἰς ἰδιαιτέρως χαλεπούς καιρούς διά τόν εὐσεβῆ οὐκρανικόν λαόν.

          Οὕτως, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ', μετά τήν προσάρτησιν τῆς Οὐκρανίας εἰς τήν Ρωσίαν καί ὑπό τήν πίεσιν τοῦ Μ. Πέτρου, ἔκρινεν ἀναγκαίαν, ὑπό τάς περιστάσεις ἐκείνας, καί τήν ἐκκλησιαστικήν ὑπαγωγήν αὐτῆς εἰς τό Πατριαρχεῖον Μόσχας (1687), παρά τήν ὁμόφωνον καί σθεναράν ἀντίθεσιν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Οὐκρανίας διά τήν ἀπόφασιν ταύτην, καί ἐπί προφανεῖ ζημίᾳ τῶν κανονικῶν  δικαίων τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἵνα μή αἱ δοκιμασίαι τοῦ εὐσεβοῦς οὐκρανικοῦ λαοῦ καταστοῦν ἐπαχθέστεραι ὑπό τήν ὀρθόδοξον πολιτικήν ἡγεσίαν. Ὑπό τό πνεῦμα τοῦτο ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία συνῄνεσεν εἰς τήν ἀξίωσιν τῶν Κυβερνήσεων τῶν νεοσυστάτων κρατῶν τῶν ὀρθοδόξων λαῶν τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου διά τήν ἀνακήρυξιν τῆς αὐτοκεφαλίας τῶν ἐκ τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας αὐτῆς ἀποσπασθεισῶν Ἐκκλησιῶν Ἑλλάδος (1850), Σερβίας (1831), Βουλγαρίας (1945) καί Ἀλβανίας (1937) διά τήν ὑποστήριξιν τῆς ἐθνικῆς συνοχῆς των, καίτοι τοῦτο συνεπήγετο δραματικήν συρρίκνωσιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας της.

           3. Συνεπῶς, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὡς ὁ κατ᾿  ἐξοχήν ἐγγυητής τῆς ἐνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῇ παραδεδομένῃ πίστει καί τῇ κανονικῇ τάξει, ἤσκησε πάντοτε τήν ὀφειλετικήν αὐτὴν διακονίαν διά τοῦ συντονισμοῦ τῶν εὐαισθήτων πνευματικῶν κεραιῶν αὐτοῦ πρός τάς ἐπιτακτικάς ἀνάγκας τῶν ὀρθοδόξων λαῶν καί τάς ἰδιαιτέρας συνθήκας ἑκάστης ἐποχῆς, ἀλλά πάντοτε ἐντός τῶν καθιερωμένων πλαισίων τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Ὡς ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία τῶν ὀρθοδόξων λαῶν οὐδέποτε ἐταυτίσθη πρός ἕν ὀρθόδοξον ἔθνος, ἀλλ᾿ ὑπεστήριξε πάντοτε προθύμως τά ἱστορικά πεπρωμένα πάντων τῶν ὀρθοδόξων ἐθνῶν, ἔστω καί ἐπί ζημίᾳ τῶν κατά κόσμον ἰδίων δικαιοδοσιακῶν ἤ ἄλλων συμφερόντων αὐτῆς, ἐν ὀφειλετικῇ καί ὁμοτίμῳ πάντοτε συνεργασίᾳ μετά τῆς πολιτειακῆς καί πολιτικῆς ἡγεσίας αὐτῶν, κατά τό λαμπρόν ὑπόδειγμα τοῦ Κυρίου, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἐγκρίτων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

          Ὑπό τήν ἔννοιαν αὐτήν, ἀπεδέχθημεν προθύμως τήν τιμητικήν  πρόσκλησιν τοῦ Ἐξοχωτάτου Προέδρου τῆς Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας κ. Victor Yushchenko διά τήν συμμετοχήν  εἰς τάς ἑορταστικάς ἐκδηλώσεις ἐπί τῷ Βαπτίσματι τῶν Οὐκρανῶν εἰς τόν Χριστιανισμόν πρό χιλίων καί εἴκοσιν ἐτῶν ὑπό τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἀφ᾿ ἑνός μέν διότι διά τοῦ πολυσημάντου ἐκείνου γεγονότος ἐλαμπρύνθη ἡ συμβολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τόν ἐκχριστιανισμόν τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης, ἀφ᾿  ἐτέρου δέ, διότι δι᾿  ἐκείνου ἀναδεικνύεται ἡ νέα εὐρωπαϊκή προοπτική τοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ εἰς μίαν περίοδον μεγάλων καί ραγδαίων μεταβολῶν εἰς παγκόσμιον κλίμακα. Ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία χαίρει καί συγχαίρει μετά τοῦ εὐσεβοῦς Οὐκρανικοῦ λαοῦ, διότι τό Βάπτισμα ἐκεῖνο παραμένει πάντοτε μία ἀστείρευτος πηγή δυνάμεως ὄχι μόνον διά τήν ἐνίσχυσιν τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικῆς συνοχῆς αὐτοῦ, ἀλλά καί διά τήν πληρεστέραν ἀξιοποίησιν αὐτῆς εἰς τόν σημαντικόν χῶρον τῶν διεθνῶν σχέσεών του.

          Κοινόν λοιπόν χρέος τῆς πολιτειακῆς, τῆς πολιτικῆς, τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί τῆς καθ᾿ ὅλου πνευματικῆς ἡγεσίας τοῦ Οὐκρανικοῦ λαοῦ εἶναι ἡ διά παντός προσφόρου μέσου ἀξιοποίησις τοῦ θείου δώρου τοῦ Βαπτίσματος, ὄχι μόνον διά τήν ἄμεσον  θεραπείαν τῶν ποικίλων συγχύσεων ἤ τραυματικῶν ἐμπειριῶν τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος, ἀλλά καί διά τήν ἀποκατάστασιν τοῦ παραδοσιακοῦ  συνεκτικοῦ ρόλου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τήν συνείδησιν τοῦ φιλοχρίστου Οὐκρανικοῦ λαοῦ. Ἡ τυχόν παράτασις τῶν συγχύσεων, διά τήν ἐξυπηρέτησιν ξένων πρός τήν πνευματικήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας ἐθνοφυλετικῶν ἤ καί πολιτικῶν σκοπιμοτήτων, καταργεῖ τήν συνεκτικήν δύναμιν τοῦ Βαπτίσματος καί ὀξύνει τήν ἤδη ἐπικίνδυνον διάσπασιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἡ ὁποία τραυματίζει ὄχι μόνον τήν πνευματικήν ἑνότητα,  ἀλλά καί τήν κοινωνικήν συνοχήν τοῦ Οὐκρανικοῦ λαοῦ, μέ προφανεῖς  ἐπαχθεῖς συνεπείας διά τάς μελλοντικάς προοπτικάς τῆς Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας.

            Ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία ὄχι μόνον δικαιοῦται, ἀλλά καί ὑποχρεοῦται νά ὑποστηρίξῃ ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς καθιερωμένης ὀρθοδόξου παραδόσεως, πᾶσαν ἐποικοδομητικήν καί λυσιτελῆ πρότασιν διά τήν ἀμεσωτέραν δυνατήν θεραπείαν τῶν ἐπικινδύνων διασπάσεων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, «ἵνα μή τό κακόν χεῖρον γένηται» διά τε τήν ἁγιωτάτην Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας καί διά τήν καθ᾿ ὅλου Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Αἱ ἐκ τῶν ὑφισταμένων συγχύσεων προκύπτουσαι  ποικίλαι πολιτικαί καί ἐκκλησιαστικαί δυσχέρειαι εἶναι προφανεῖς καί γνωσταί ἐκ τοῦ μακραίωνος ἱστορικοῦ παρελθόντος, ἀλλ᾿  εἶναι ἐπίσης γνωστόν τοῖς πᾶσιν ὅτι ἡ ὀφειλετική μέριμνα διά τήν προστασίαν ἤ τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κοινή ὑποχρέωσις πάντων, ἡ ὁποία ὑπέρκειται τῶν οἱωνδήποτε ἄλλων πολιτικῶν ἤ ἐκκλησιαστικῶν σκοπιμοτήτων, συμφώνως καί πρός τήν προτροπήν τοῦ θείου Ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας, «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰωάν. 17: 21).

Speech of His All Holiness

The Ecumenical Patriarch

BARTHOLOMEW I

To the Ukrainian Nation

 

(July 26, 2008)

***

Blessed Children of the Church, Christ-loving people of Ukraine,

The initiative of the civic, political, religious and spiritual leaders of the great people of Ukraine to organize the official festivities of the one thousand and twenty year anniversary since the Grand Duke's (Velikiy Knjaz) Volodymyr resolute decision to accept the Christian faith from the Ecumenical Patriarchate as the official religion for the people of the Duchy of Kiev and, by extension, for all autonomous Russian Duchies, is not only an obligation to the pious people of Ukraine, but also significant for its future promises in an age of rapid and crucial changes worldwide.

This initiative is an obligation insofar as all great nations ought to guard most zealously their historic memory, especially of those events that have sealed indelibly the proper spiritual identity of their national consciousness and determined, more or less, their perennial contribution to the community of nations. It is also and particularly significant today, for the depth of the great people's history constitutes an inexhaustible resource of strength and radiation to those near and afar.

  1. It is a common and indisputable assertion that the choice of faith was, under different perspectives, a decisive factor for the historic destinies of all nations of the world, on the one hand because it informed their peculiar characteristics of their intellectual identity, and on the other hand because it determined, more or less, the content of their national consciousness. These festive events constitute a clear expression of the gratitude of the pious people of Ukraine towards the Grand Duke for his personal care and wise decision in choosing a religion for his people, as it is described in the extensive narration of Kievite monk Nestor (XI century).

It is obvious that the decision of the Grand Duke of Kiev to choose for his people the Christian faith and to ask for the baptism from the Ecumenical Patriarchate was the ripe fruit of an evaluation in wisdom and discernment of all the main and side consequences of that decision that covered not only personal sensibilities but also his vision for the happiness of his people. Thus, he chose Christianity and indeed the Christianity of the Byzantine tradition because, on the one hand, the political, economical and spiritual relationships of the Kievan-Rus with Constantinople have had a long and official history already since the time of the Ecumenical Patriarch Photius, the Kievites' beloved Patriarch, and on the other, because by doing so he was connecting his people with the most advanced civilization of that time.

In this sense, the Duke of Kiev, through the baptism of the Kievites by the numerous missionaries of the Ecumenical Patriarchate, grounded not only the indissolvable spiritual bonds of the pious Ukrainian nation with the Mother Church-such bonds were further developed through the Byzantine evangelization of the other autonomous Russian Duchies-but also the new prospects of their relation to the rest of the Christian world, as witnesses now to the Byzantine spiritual inheritance and to the Orthodox tradition. Kiev became the administrative center for the dissemination of the Byzantine cultural heritage to all autonomous Russian Duchies, while the Grand Duke of Kiev became the supporter of that mystagogy.

The Ecumenical Patriarchate spared no pains and sacrifices in this century-long process of evangelization. At stake was not only the wider dissemination but also the correct utilization of Byzantine spiritual heritage, which permeated all the aspects of public, ecclesial and intellectual life of the autonomous Duchies and enriched by the sanctified Orthodox tradition the liturgical character of the national consciousness of the people, on the basis of the spiritual signification of the Baptism, by which all the secular divisions are transcended in the union of the ecclesial body. On the basis of that criterion, the Orthodox tradition gave shape to, on the one hand, the peculiar spiritual relationship between the Church and nationality, and, on the other hand, the conventional relationship between Church and State-for both, the "scattering" of the nations in the Old Testament as well as their "gathering" through the baptism in the New Testament have determined the national consciousness of the Orthodox people.

Thus, the Orthodox tradition remains faithful to the mission of the Church to preach "to all nations," without however subordinating her mission to those national aspirations that are alien to her character. For this reason, she brought the spiritual relationship to nationality under the absolute and canonical criterion of territoriality of the ecclesiastical jurisdictions as well as under the conventional arrangement of her relation to the State. In this sense, the Great Synod of Constantinople (1872) condemned every arbitrary ethnophyletic or nationalistic claim as ecclesiological heresy, insofar as such a claim would disregard the territorial character of the ecclesiastical jurisdictions or the conventional authority of the State in arranging the relationships between the Church and itself. Disregarding those two criteria is not only against the Orthodox tradition but introduces a dangerous confusion in the very liturgical structure of the Church.

It is therefore self-evident that the Orthodox Church cannot tolerate any violation or change of that relationship to the State or the Nation. For this reason she always retorted to any conventional arrangement with the criteria of her own law, even as she accepted, out of pastoral considerations, the principle that "it is customary for the ecclesial things to change together with the political entities." However, the recent legal culture of the state ideology doubted or even rejected the statutory role of the Church in the structure or in the function of the modern state. It didn't succeed, however, in attacking the traditional, spiritual relation of the Church to nationality which remained unscathed and certified the impressive historical endurance of the Church's relationship to the society, even under the most adverse circumstances.

The source of this spiritual relationship of the Church with the body of the faithful (corpus fidelium) is the baptismal font, in which man's spiritual rebirth is effected and the ecclesial body is wrought within the framework of the national or civic body. Thus, the Church is fully aware that the body of her members constitutes a community of faithful, as the State is fully aware that it constitutes a community of citizens. Nevertheless, there is a specific distinction in the constitution and the operation of these two communities: for the State is born by its citizens, while the Church gives birth to her members in a new spiritual relation that is distinguishable but does not abolish the legal relations among the citizens. The maternal relationship of the Church to her members, a relationship that is continuously nourished by the ecclesial body's sacramental experience, explains the historical endurance of that relationship with nationality but does not allow any doubt of the State's established role to determine the statutory framework of perfect co-operation between Church and State for the benefit of both faithful and citizens, especially in the case of irregular or unsettled ecclesial divisions.

  1. The Orthodox Church is an orderly community of autocephalous or autonomous Churches, while she is fully aware of herself as the authentic continuation of the One, Holy, Catholic and Apostolic Church. She fulfills her spiritual mission through the convocation of local or major Synods, as the canonic tradition has established it, in order to safeguard and affirm the communion of the local churches with each other and with the Ecumenical Patriarchate. The Ecumenical Patriarchate, as the First Throne in the Orthodox Church, has been granted by decisions of Ecumenical Councils (canon 3 of the II Ecumenical Council; canons 9, 17 and 28 of the IV Ecumenical Council; canon 36 of the Quinsext Ecumenical Council) and by the centuries-long ecclesial praxis, the exceptional responsibility and obligatory mission to care for the protection of the faith as it has been hand-down to us and of the canonical order (taxis). And so it has served with the proper prudence and for seventeen centuries that obligation to the local Orthodox churches, always within the framework of the canonical tradition and always through the utilization of the Synodal system, while, at the same time, it assumed an exceptional struggle for the apostolic promulgation of the Orthodox faith to all people in Eastern and Central Europe.

It is, then, important that the Ecumenical Patriarch never claimed the expansion of his canonical authority, though he could, as he never demanded the dissociation of that exceptional authority from the Synodal system, although again he could, for the guarantor of the canonical observance could not himself violate the canonical order without damage to the unity of the Church. On the contrary, the Ecumenical Throne for over a millennium treated as relative even the canonical borders of its own ecclesiastical jurisdiction in order to offer the necessary support for the survival of the troubled Patriarchal Thrones of Alexandria, Antioch and Jerusalem, as well as of the autocephalous Archdioceses of Cyprus, Ochrida, Peć and Trnovo.

The Ecumenical Patriarchate's service in the Orthodox Church, at the cost of its own rights, is better exemplified by the development of its relations with the eminent among the daughter Churches, namely the Church of Ukraine, which was under the Ecumenical Patriarchate's canonical jurisdiction for seven centuries, that is, from the baptism of the Grand Duchy of Kiev (988) until her annexation under Peter the Great (1687) to the Russian state. Indeed, the Mother Church, under the known adverse circumstances, deprived herself in order to offer willingly to the Church of Ukraine every ecclesial, spiritual and material support, aiming not only at the fuller utilization of the spiritual heritage of Byzantium but also at the protection of her Orthodox identity from the unbearable political pressures exercised by the heterodox propagators, especially during very difficult times for the pious Ukrainian people.

Thus, after Ukraine's annexation to Russia and under the pressure of Peter the Great, the Ecumenical Patriarch Dionysios IV judged as necessary for the circumstances of that time the ecclesiastical subordination of the Church of Ukraine to the Patriarchate of Moscow (1687), lest the troubles of the pious Ukrainian people worsen under the Orthodox political leadership-even though the Ukrainian Hierarchy opposed strongly and unanimously that decision, a decision that amounted to an obvious damage of the canonical rights of the Mother Church. In the same spirit, the Mother Church concurred with the demand of the governments of the newly established states of the Orthodox people in the Balkan peninsula regarding the autocephaly of those Churches that were taken from her canonical jurisdiction, namely the Church of Greece (1850), the Church of Serbia (1831), the Church of Bulgaria (1945), and the Church of Albania (1937), for the sake of their national coherence, even though such autocephalies resulted in the dramatic dwindling of her ecclesiastical jurisdiction.

  1. Therefore, the Ecumenical Patriarchate, as the par excellence guarantor of the unity of the Orthodox Churches in the faith and in the canonical order, exercised always its obligations by attuning its sensible spiritual antennas to the needs of the Orthodox people and to the peculiar circumstances of each age, but always within the established framework of the Orthodox tradition. As the Mother Church of all Orthodox people, the Ecumenical Patriarchate never identified itself with one Orthodox nation in particular, but rather supported willingly the historic destinies of all Orthodox nations, even at the cost of its own jurisdictional or other benefits, co-operating always on equal terms with the civic and political leadership of these nations, in accordance with the shinning example set by our Lord, the Apostles and the eminent Fathers of the Church.

In this sense, we wholeheartedly accepted the honoring invitation of His Excellency, the President of Ukraine Mr. Viktor Yushchenko to participate in the festive ceremonies for the one thousand and twenty year anniversary of the baptism of the Ukrainian nation to Christianity by the Mother Church because, on the one hand, the contribution of the Ecumenical Patriarchate to the Christianization of the European peoples (τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης) is celebrated by that multifaceted event, and, on the other hand, because by that event the new, European prospects of the Ukrainian nation are emphasized at a time of great and rapid changes worldwide. The Mother Church rejoices together with the pious Ukrainian people because that baptism remains an inexhaustible source of strength not only supporting its internal spiritual coherence, but also utilizing it fully in the important field of international relationships.

Therefore, it is a common duty of the civic, political, ecclesiastical and in general intellectual leadership of the Ukrainian people to utilize by every appropriate means the God-given gift of the Baptism not only for the immediate cure of various confusions and traumatic events of the historic past, but also for the restoration of the cohesive role that the Orthodox Church played in the consciousness of the Christ-loving Ukrainian nation. If this confusion is prolonged in order to serve ethnophyletic or political ends and purposes foreign to the Church's spiritual character would abolish the cohesive power of the Baptism and would worsen the already dangerous division of the ecclesial body, a division that wounds not only spiritual unity but also the communal coherence of the Ukrainian people with obvious troublesome consequences for the future of Ukraine.

It is not only the right but also the obligation of the Mother Church to support, within the framework of the established Orthodox tradition, every edifying and promising proposal that would cure, as fast as possible, the dangerous divisions in the ecclesial body, "lest the evil becomes worse" for the Holy Church of Ukraine and the Church in general. The various political and ecclesiastical difficulties that are the outcome of the existing confusion are obvious and known from the long historic past, but it is also known to all that the care for the protection and restoration of the Church's unity is our common obligation that exceeds whatever political or ecclesiastical purposes, in accordance with the exhortation of the divine Founder of the Church: "so that may all be one" (John 17:21).

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ, ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΚΑΙ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ  ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ECCELSIANET