Γιαννής Αλέξανδρος
Αναπληρωτής καθηγητής στην έδρα Κωνσταντίνος Καραμανλής της Σχολής Φλέτσερ του Πανεπιστημίου Ταφτς της Βοστόνης
 

Η πρώτη τηλεοπτική αναμέτρηση Μακέιν-Ομπάμα ήταν η πρώτη συνολική συζήτηση των δύο υποψηφίων για την εξωτερική πολιτική στη μετα-Μπους εποχή και κάποια πρώτα συμπεράσματα λοιπόν άρχισαν να διαφαίνονται. Όποιος και να κερδίσει, η αμερικανική εξωτερική πολιτική μάλλον θα είναι πιο πραγματιστική, λιγότερο μονομερής, αλλά και πιθανότατα πιο εσωστρεφής. Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι και οι δυο υποψήφιοι δείχνουν να καταλαβαίνουν, πολύ καλύτερα από τον Μπους, ότι τα διεθνή και παγκόσμια προβλήματα είναι σύνθετες προκλήσεις που δεν επιδέχονται δραστικές λύσεις. Επιστροφή λοιπόν σε πιο παραδοσιακές «ρεαλιστικές» αντιλήψεις στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Κατά συνέπεια, οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο υποψηφίων είναι περιορισμένες. Η διαφωνία για το αν είναι το Ιράκ ή το Αφγανιστάν το επίκεντρο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» είναι κυρίως διαφοροποίηση για εσωτερική κατανάλωση, παρά στρατηγική διαφωνία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν ενεργά δραστήριες και στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν για μεγάλο ακόμη διάστημα σε μια πορεία όμως στρατηγικού απεγκλωβισμού

Η εξαίρεση είναι το Ιράν, όπου ο Ομπάμα δείχνει διατεθειμένος για ρήξη με την απομονωτική εξωτερική πολιτική μιας ολόκληρης γενιάς. Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί μακροπρόθεσμα ν' αποδειχθεί καταλυτικής σημασίας για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, αλλά επίσης και για την ενεργειακή πολιτική της Ευρώπης. Το πρόβλημα είναι ότι μία τέτοια αλλαγή πορείας είναι ίσως πιο εύκολη στα λόγια παρά στην πράξη, γιατί το Ιράν ούτε προβλέψιμο είναι ούτε ίσως, για εσωτερικούς λόγους, διαθέσιμο να συνάψει σχέσεις φιλίας με τον «διάβολο». Η δαιμονοποίηση είναι και χρήσιμη, αλλά και εθιστική.

 

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι και οι δύο υποψήφιοι συγκλίνουν στην ανάγκη μιας πιο προσεκτικής εξωτερικής πολιτικής, με μεγαλύτερη έμφαση στις διεθνείς συμμαχίες και λιγότερο μονομερή ακτιβισμό. Ο χαμηλός τόνος της συζήτησης, αλλά και η έλλειψη ιδεολογικών εξάρσεων, ήταν χαρακτηριστικοί. Ο Ομπάμα έθεσε ως κεντρικό στόχο την ανόρθωση του διεθνούς κύρους των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ ο Μακέιν ολοκλήρωσε την βραδιά υπογραμμίζοντας την εμπειρία του με τους συμμάχους της χώρας. Συμπτωματικά, την ίδια μέρα με την τηλεοπτική αναμέτρηση ξεκίνησε στις Ηνωμένες Πολιτείες και η τελευταία ταινία του Σπίλμπεργκ με κεντρικό θέμα μια δριμύτατη αυτοκριτική των υπερβολών του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Το κλίμα έχει αλλάξει και η ανοικτή κριτική του Μακέιν στον Μπους είναι επίσης ενδεικτική.

 

Η εξαίρεση της βραδιάς στην τάση αυτή αλλαγής νοοτροπίας ήταν η ρητορική κορώνα του Μακέιν σχετικά με τη Ρωσία: «όταν κοιτάω τον Πούτιν στα μάτια, βλέπω την KGB». Η σκληρή στάση και των δύο υποψηφίων προς τη Μόσχα ήταν μάλλον κυρίως προσπάθεια εξορκισμού της νωπής ακόμα αμερικανικής περιθωριοποίησης στην πρόσφατη κρίση Ρωσίας-Γεωργίας. Κανείς από τους δύο άλλωστε δεν πρότεινε κάτι συγκεκριμένο εκτός της επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και τη Γεωργία, κάτι που δεδομένης της δημόσιας αντίθεσης πολλών Ευρωπαίων είναι μάλλον ρητορικής σημασίας αυτή τη στιγμή. Παρ' όλα αυτά, η έλλειψη φαντασίας και διάθεσης απεγκλωβισμού από την παρούσα συγκρουσιακή τροχιά με τη Ρωσία παραμένει ανησυχητική.

 

Το τρίτο συμπέρασμα είναι ότι και οι δύο υποψήφιοι δείχνουν, υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης και της περιπέτειας του Ιράκ, να συγκλίνουν προς μια πιο εσωστρεφή εξωτερική πολιτική. Ογδόντα από τα ενενήντα λεπτά της συζήτησης καταναλώθηκαν από την οικονομική κρίση στις Ηνωμένες Πολιτείες και την αμερικανική εμπλοκή στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και το Ιράν με τη Ρωσία ν' απορροφά τα υπόλοιπα δέκα λεπτά. Η παγκόσμια οικονομική αστάθεια, η φτώχεια και οι οικονομικές ανισότητες, η Κίνα, η Αφρική, το περιβάλλον και η αλλαγή του κλίματος ή το διεθνές οργανωμένο έγκλημα δεν βρήκαν χώρο. Και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ακούστηκε ούτε μία φορά…

 

Είναι πιθανό λοιπόν να δούμε μελλοντικά μια πιο απομονωτική και πιο προστατευτική τάση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, δεδομένων βέβαια των αλληλεξαρτήσεων της παγκοσμιοποίησης. Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν σημαντικότατο συνέταιρο σε πολλά παγκόσμια προβλήματα, μία τέτοια εξέλιξη θα είναι κυρίως αρνητική για την Ευρώπη. Μπορούμε ν' αντιμετωπίσουμε τις παγκόσμιες περιβαλλοντικές προκλήσεις χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες; Από το ένα άκρο στο άλλο δεν αποτελεί πρόοδο. Παρ' όλα αυτά είναι ίσως καλή ευκαιρία για προβληματισμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τη δική μας εξωτερική πολιτική και τον δικό μας ρόλο σ' έναν κόσμο με λιγότερη αμερικανική παρέμβαση, και η πρόσφατη κρίση στη Γεωργία είναι καλό παράδειγμα. Ίσως μια βαθύτερη αναθεώρηση της πολιτικής μας προς τη Ρωσία να είναι μια καλή αρχή.

 

  e- ΛΟΓΟΣ: ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ