Του Μάριου Ευρυβιάδη,

καθηγητή διεθνών σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Από το 1945 και μετά καταγράφονται αρκετές περιπτώσεις πoλέμων και εχθροπραξιών στον κόσμο που σηματοδοτούν κατάφορες παραβιάσεις της Χάρτας του ΟΗΕ η οποία προγράφει τον πόλεμο, τη χρήση βίας και την απειλή χρήσης βίας στις διακρατικές σχέσεις. Υπογραμμίζεται ότι η Χάρτα του ΟΗΕ είναι μία συνθήκη που διασφαλίζει και νομιμοποιεί δικαιώματα, εξυπακούει σε υποχρεώσεις και διαθέτει μηχανισμούς, μέσω του Συμβουλίου Ασφαλείας, για να επιβάλλει κυρώσεις σε παραβατικές κρατικές συμπεριφορές, κυρίως αυτές που συγκρούονται μετωπικά με τις αρχές της Χάρτας. Εάν ιεραρχήσουμε τα θέματα αρχής της Χάρτας, σίγουρα το ζήτημα της μη κατοχής ξένων εδαφών και ο μη εποικισμός ξεχωρίζουν και κατέχουν την κεντρική θέση στο σύστημα αρχών αλλά και αξιών του συστήματος. Ακόμη και το κράτος του Ισραήλ το οποίο, κατά γενική παραδοχή, χαίρει προνομιακής υποστήριξης από την Δύση με την αμερικανική εξωτερική πολιτική τις πλείστες φορές να μην ξεχωρίζει καν, έστω και προσχηματικά, απ' αυτήν της Ιερουσαλήμ δεν μπορεί να ξεφύγει από το στίγμα της κατοχής παλαιστινιακών εδαφών και των Υψωμάτων Γκολάν.

Όλοι στο Ισραήλ γνωρίζουν ότι χωρίς την επιστροφή στην προ του 1967 γραμμή κατάπαυσης του πυρός δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στην Μέση Ανατολή. Καμία αμερικανική κυβέρνηση όσο φιλοϊσραηλινή και να είναι δεν μπορεί να ξεφύγει από την πραγματικότητα αυτήν. Και δεν είναι επειδή ο αραβικός κόσμος έχει πετρέλαιο, έχει δύναμη, κλπ. Είναι επειδή κανείς δεν μπορεί να λειτουργήσει στο διεθνές σύστημα και να ακολουθεί και να στηρίζει πολιτικές που να βρίσκονται εκτός του ηθικού πεδίου της μάχης. Όσο ισχυρό και να είναι ένα κράτος, όσες πλάτες και να διαθέτει, όσα λεφτά και όσα στρατά, δεν μπορεί να σηκώνει εσαεί αυτό το βάρος, το στίγμα του επιδρομέα και την εικόνα του παρία.

 

Γι' αυτό εάν ανατρέξουμε στους πιο σημαντικούς πολέμους και συγκρούσεις που συνεπάγοντο κατοχή ξένων εδαφών, θα δούμε ότι ο επιδρομέας πάντα αποχωρεί, κάνοντας πολλές φορές την ανάγκη αρετή όπως έπραξε το Ισραήλ στον Λίβανο το 2000.  Κορέα (1950), Σινά (1956), Ινδία (Πακιστάν – Μπαγκλαντές 1971), ΗΠΑ (Βιετνάμ), Σινά (Καμπ Ντεϊβιντ 1979), Βιετνάμ (Καμπότζη 1978-9), Σοβιετική Ένωση (Αφγανιστάν), Ινδονησία  (Ανατολικό Τιμόρ),  Συρία  (Λίβανος 2004) κλπ.

Κάποιος που θα ψάξει το ζήτημα θα βρει και ορισμένες εξαιρέσεις όπως π.χ. το Κασμίρ ή τις εδαφικές διαφορές Ινδίας (Κίνα στα Ιμαλάϊα/Άσσαμ), την Κίνα στο Θιβέτ. Ωστόσο, οι εξαιρέσεις αυτές έχουν καταβολές που χάνονται στα βάθη της ιστορίας και δεν προκαλούν ή παραβιάζουν τόσο κατάφωρα τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς συστήματος που είναι η κρατική κυριαρχία.

 

Αυτό το ζήτημα του στίγματος του επιδρομέα και του κατακτητή, οι Αμερικάνοι το κατανοούν απόλυτα και γι' αυτό θα γίνουμε μάρτυρες κινήσεων από μέρους τους για «απεγκλωβισμό» από το Ιράκ με τέτοιον τρόπο ώστε να «ακυρωθεί» το στίγμα αυτό.

 

Έρχομαι τώρα στην Τουρκία η οποία στην περίπτωση της Κύπρου παραμένει η μοναδική χώρα που έχει το σκύλο χορτασμένο και την πίττα ολόκληρη. Έχει βέβαια πλάτες, κυρίως τους Βρετανούς και τους Αμερικάνους και θεσμικούς παράγοντες όπως π.χ. τον κ. Ρεν στην ΕΕ. Εδώ αξίζει να υπενθυμίσουμε μία δήλωση του Ερντογάν, όταν η Δύση (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία) εξανάγκασε την Συρία να αποσύρει τα στρατεύματά της από τον Λίβανο το 2004 τα οποία ήταν εκεί από το 1975 και, ειρωνικά, κατόπιν πρόσκλησης της τότε κυβέρνησης του Λιβάνου. Δήλωσε τότε ο Ερντογάν ότι είναι ευτύχημα που μας στηρίζουν οι Αμερικάνοι διότι αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να κρατηθούμε στην Κύπρο.

 

Και επί τούτου  να υπενθυμίσω και μία άλλη δήλωση Αμερικανού αξιωματούχου πολύ πιο σημαντική από εκείνη του κ. Fried,  αυτήν της κ. Jones. Δήλωσε η κυρία σε πανηγυρικό της λόγο ενώπιον ενός εκστασιασμένου τουρκικού ακροατηρίου στην Ουάσινγκτον, ότι η Αμερική έλαβε και εφάρμοσε στρατηγική εξαγνισμού και απενεχοποίησης  της Τουρκίας. Έπρεπε, είπε η εντιμοτάτη κ. Jones, η Τουρκία να πάψει να είναι ο «φταίχτης» στο κυπριακό και το φταίξιμο θα πρέπει να μεταφερθεί σε άλλες πλάτες. Αυτή υπήρξε η άλλη, η «αθέατη» πλευρά του κρατοκτονικού Σχεδίου Ανάν – Χάνεϊ, που μόνο αθέατη δεν ήταν. Απλά οι ταγοί του τόπου δεν ήθελαν να την δουν.

 

Η κυβέρνηση Χριστόφια δεν είναι αυτή που πρώτη έχει εγκαταλείψει το ηθικό πεδίο της μάχης και έχει αποδεχθεί την τουρκική θεώρηση της ιστορίας έχοντας  ελληνοποιήσει την τουρκική προπαγάνδα στο κυπριακό. Ούτε ο κ. Χριστόφιας, ως πολιτικός ηγέτης εδώ και δεκαετίες, καινοτομεί όταν σε δημόσιες ομιλίες του φαίνεται να νομίζει ότι οι θέσεις του ως Προέδρου της Δημοκρατίας είναι ρηξικέλευθες. Η πολιτική αυτή έχει το αμαρτωλό ιστορικό της. Άρχισε, βέβαια, με την προσδοκία να κλείσουμε τα μάτια, να κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε και όλα αυτά με την ελπίδα ότι Αγγλοαμερικάνοι και Τούρκοι θα λειτουργήσουν «μεγαλόψυχα» έναντί μας, ώστε να τελειώνουμε, επιτέλους, με το πρόβλημα. Δεν λειτουργούν όμως έτσι οι διακρατικές σχέσεις και το διεθνές σύστημα, ούτε το σύστημα αυτό ανταποκρίνεται σε αυτομαστιγώματα, σε μετάνοιες και απολογίες. Και όποιος μοιρολατρικά εγκαταλείπει το ηθικό πεδίο της μάχης του αξίζουν όσα του ετοιμάζουν εχθροί και καλοθελητές, αλλά και περισσότερα.