Pedro Olalla

Συγγραφέας, Ελληνιστής, Καθηγητής, Φωτογράφος

Fellow Member του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Harvard University

 

 

Ανέκαθεν πίστευα ότι το να ερευνεί κανείς το παρελθόν και να συμβάλλει με το έργο του στη συλλογική επίγνωση αυτού του παρελθόντος σημαίνει να βοηθά την ιστορία να εκπληρώσει τον σκοπό της: να βελτιώσει τον κόσμο. Το βέβαιο είναι ότι, την ώρα της αλήθειας, η πραγματικότητα βάζει σιγά – σιγά τα πράγματα στη θέση τους. Πρέπει όμως να ομολογήσω ότι η συνάντηση με ανθρώπους που πιστεύουν ακράδαντα σε αυτή τη δυνατότητα βελτίωσης και που προσφέρουν το μόχθο και τη γενναιοδωρία τους σε τούτη την προσπάθεια, καθώς και η ένθερμη υποδοχή που μέχρι σήμερα επεφύλαξε το ελληνικό κοινό σε όλα τα έργα που εκπόνησα με τέτοιο σκεπτικό, με έχουν φέρει πιο κοντά από όσο περίμενα σε αυτή τη γλυκιά χίμαιρα.

Σχετικά με αυτό, θέλω να συγχαρώ την Εταιρεία των Φίλων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου για τη μακροχρόνια της προσφορά, να ευχαριστήσω την Γενική Γραμματέα της, κα. Μπαλάκα, για την παρουσίασή της, και να ευχαριστήσω επίσης την Πρόεδρο της Εταειρίας, κα. Θάλεια Βάρτσου, για την ευγενική της πρόσκληση να σας παρουσιάσω σήμερα αυτό το ντοκιμαντέρ για τον Αριστοτέλη και τον Αλέξανδρο στο Νυμφαίο της Μίεζας. Οφείλω επίσης να ξεκινήσω με μια αναφορά στην κυρία Νάντια Λαναρά, εμπνεύστρια της ταινίας που σήμερα θα δείτε καθώς και πρωτεργάτρια, μαζί με τον αείμνηστο σύζυγό της, τον Χρήστο Λαναρά, του υπέροχου Πολιτιστικού Κέντρου που σήμερα φιλοξενεί και πληροφορεί επί τόπου τους επισκέπτες αυτής της άγνωστης ιστορικής τοποθεσίας. Και οι δύο τους είναι λαμπροί συνεχιστές της αξιόλογης παράδοσης της ευεργεσίας, στην οποία τόσα πολλά χρωστά αυτή η χώρα. Γνώρισα την κυρία Λαναρά εδώ και δύο χρόνια, όταν ο Όμιλος Αρχαιόφιλων Αθηνών με προσκάλεσε να κάνω μια διάλεξη για τη γεωγραφία των ελληνικών μύθων. Με αφορμή εκείνη τη συνάντηση, η κυρία Λαναρά μου μίλησε για τη Μίεζα -τόπο στον οποίο είχα ήδη αφιερώσει ένα σημαντικό κομμάτι της τηλεοπτικής μου σειράς για την ΕΡΤ με θέμα τους τόπους των μύθων- και μου πρότεινε να γυρίσω μια ταινία στην ίδια γραμμή με εκείνα τα ντοκιμαντέρ με στόχο την πληροφόρηση του επισκέπτη για τη σημασία του χώρου και της ιστορίας του. Η ιδέα μου φάνηκε τόσο ελκυστική που αμέσως δέχτηκα ευχαρίστως. Έπειτα, απέκτησα σιγά – σιγά συνείδηση της πρόκλησης.

Το Νυμφαίο της Μίεζας είναι, ταυτόχρονα, ένας φυσικός τόπος, ένας μυθικός τόπος, ένας ιερός τόπος και ένας ιστορικός τόπος. Και μαζί με όλα αυτά, είναι επίσης ένας τόπος που μπορούμε να επισκεφτούμε σήμερα και που μας θυμίζει για μια ακόμα φορά ότι η ιστορία και ο μύθος δεν είναι μόνο κομμάτι του παρελθόντος αλλά και του παρόντος, της ίδιας της ζωής μας. Έτσι λοιπόν, η ταινία έπρεπε να είναι μια περιγραφή του τόπου ως φυσικού ιερού, ως νυμφαίου· αλλά συνάμα, μια περιεκτική και επακριβής παρουσίαση όλων των πληροφοριών που μας μιλούν για την εκπαίδευση του νεαρού Αλέξανδρου δίπλα στον φιλόσοφο Αριστοτέλη σε αυτόν τον μαγευτικό τόπο· και επίσης -πράγμα καθόλου εύκολο- μια προτροπή για περιήγηση και ανάκτηση της ιστορίας ως ερευνητικής περιπέτειας, επιστρέφοντας έτσι στη στάση και τη μέθοδο που μας δίδαξε κάποτε ο Ηρόδοτος. Κατά πόσον η ταινία έχει πετύχει αυτούς τους στόχους, εσείς θα κρίνετε· εγώ δεν θα μακρολογήσω περί του συγκεκριμένου, διότι πιστεύω ότι τα έργα, αν είναι αξιόλογα, πρέπει να συγκινούν και να υπερασπίζονται μόνα τους την αξία τους.

Και βέβαια, δεν θα μακρηγορήσω ούτε για τον Αλέξανδρο και τον Αριστοτέλη, κομίζων γλαύκας ες Αθήνας, διότι όσα σχετικά με τη συνάντησή τους στοιχεία μπόρεσα να συγκεντρώσω προσπάθησα να τα συμπεριλάβω στην ταινία. Θα ήθελα μόνο να μνημονεύσω κάποια πράγματα για αυτές τις δύο ιστορικές προσωπικότητες με στόχο να κλείσω την ομιλία μου με ορισμένες σκέψεις γύρω από τη σημασία της καλλιέργειας της πολιτιστικής συνείδησης του χώρου καθώς και με μια πρόταση για την αξιοποίηση του συγκεκριμένου ιστορικού τόπου σε συνδυασμό με το νεοσύστατο πολιτιστικό κέντρο.

Για τον Αλέξανδρο θα ήθελα να τονίσω όχι μόνο τη σημασία της συνεχούς παρουσίας του στην ιστορία της Ελλάδας, αλλά τη σημασία της μακράς παράδοσης που άφησε στον πολιτισμό της Δύσης, καθώς και – αυτό που είναι λιγότερο γνωστό – την τεράστια απήχησή του στους πολιτισμούς της Ανατολής. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι ο Μέγας Αλέξανδρος αναφέρεται στο Κοράνιο ως Iskandar alAkbar και ότι αυτές οι αναφορές στο κείμενο του Προφήτη έχουν εδραιώσει γερά την μνήμη του σε όλο τον ισλαμικό κόσμο. Στην περσική παράδοση, ο Αλέξανδρος διατηρεί το προσωνύμιο DhulQarnăyn, «ο Δίκερος», άμεση αναφορά στα δύο κέρατα του θεού Άμμωνος-Διός με τα οποία ο βασιλιάς αναπαρίσταται στα μακεδονικά νομίσματα. Στο ζωροαστρικό βιβλίο Άρντα Βιράφ, ο Αλέξανδρος μνημονεύεται ως ο τρανός κατακτητής της περσικής αυτοκρατορίας. Τα εβραϊκά κείμενα τον αναφέρουν ως Mokdon, ως τον κατεξοχήν Μακεδόνα δηλαδή, και στη γλώσσα των Ινδών το όνομά του Sikandar κατέληξε συνώνυμο του ικανού και θαρραλέου άνδρα. Τέλος, η φυλή των Καλάς, που κατοικεί στις μάκρυνες πηγές του Ινδού, εκεί που σμίγουν τα βουνά του Ινδικού Καυκάσου με τα Ιμαλάϊα, διατηρεί ακόμα ζωντανή τη συνείδηση της καταγωγής της από τους Έλληνες που φτάσανε ως εκεί με τον Αλέξανδρο. Όπως είναι επόμενο, και στη Δύση το όνομα του Μακεδόνα βασιλιά ενέπνευσε μια μακρά παράδοση. Λόγου χάριν, ένα από τα πρώτα έργα με τα οποία ξεκίνησε η λογοτεχνία της χώρας μου, της Ισπανίας, είναι μάλιστα το "Libro de Alexandre", το εκτενέστερο επικό ποίημα του 13ου αιώνα, το οποίο καθρεφτίζει τη σαγήνη που ασκούσε στο μεσαιωνικό πνεύμα η μορφή εκείνου του ηγεμόνα που κατάφερε να καταβάλει τον μεγαλύτερο αντίπαλό του ενώ απέτυχε όμως στην κυριαρχία του εαυτού του. Αναφέρω αυτά τα σύντομα παραδείγματα απλώς για να επεστήσω την προσοχή στο γεγονός ότι, πέρα από όσες εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν περί της εντιμότητας των πράξεών του ως κατακτητή, η μορφή του Αλέξανδρου αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη ιστορική πραγματικότητα τεραστίας διαπολιτισμικής διείσδυσης.

Δυστυχώς, το θρυλικό κύρος του Μακεδόνα βασιλιά γίνεται αφορμή αυτές τις μέρες για ένα επαίσχυντο και επικίνδυνο παράδειγμα παραχάραξης της ιστορίας με κακόβουλους πολιτικούς στόχους, και εφόσον ασχολούμαστε τώρα με την ιστορία του Αλεξάνδρου επιβάλλεται να αναφερθούμε σε αυτό. Μιλώ φυσικά για τη FYROM και για την ανυπόστατη ιστορική βάση για τη διεκδίκηση του ονόματος της Μακεδονίας.

Τα βόρεια σύνορα του βασιλείου του Αλεξάνδρου ήταν στις οροσειρές του Σκάρδου, του Όρβηλου και του Σκόρμιου, και συνεπώς ούτε καν τα Σκόπια, η πρωτεύουσα αυτής της νέας χώρας, ήταν ποτέ στο έδαφος του μακεδονικού βασιλείου. Τα εδάφη που καταλαμβάνει τώρα η FYROM λέγονταν τότε Παιονία, η χώρα των Παιόνων, για τους οποίους ξέρουμε – από τις λιγοστές πληροφορίες που μας παρέχουν ο Όμηρος (B, 848) και ο Ηρόδοτος (5, 16) – ότι θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους των Τευκρών της Τρωάδας, αν και η ελληνική αυτή καταγωγή αμφισβητείται. Εάν ένα μέρος αυτής της περιοχής ονομάστηκε κάποτε Μακεδονία, ήταν όταν το 146 π.Χ. – μετά τη νίκη του Καικίλιου Μέτελλου εναντίον του Ανδρίσκου – συστήθηκε η τεράστια ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας, συνενώνοντας εδάφη της ελληνικής Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θράκης και της Θεσσαλίας. Δηλαδή, μέρος – και μόνο μέρος – του σημερινού εδάφους της FYROM υπήρξε ρωμαϊκή Μακεδονία 177 χρόνια μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου και οκτώ αιώνες πριν τον ερχομό του σλαβικού λαού που τώρα διεκδικεί το όνομά της. Προχωρώντας στην ιστορία, η στρατιωτική βάση λεγόμενη Σκόπια (Scupi) συμπεριλήφθηκε μετά στην Άνω Μοισία (Moesia Superior, από το 6 μ.Χ.) και κατόπιν στη Δαρδανία (Dardania, από το 272 μ.Χ.), ώσπου το 518 καταστράφηκε εξολοκλήρου από σεισμό. Κοντά στα ερείπιά της ιδρύθηκε έπειτα η πόλη Justiniana Prima (530), η οποία κατέστρεψαν μάλιστα Άβαροι και Σλάβοι στις αρχές του 7ου αιώνα (615-625). Την εποχή των βυζαντινών θεμάτων, τα Σκόπια δεν ανήκαν στο Θέμα της Μακεδονίας αλλά της Βουλγαρίας.

Έτσι λοιπόν, εάν πρόκειται για διεκδίκηση ιστορικής ονομασίας με επεκτατικές βλέψεις, καλύτερα να διεκδικήσουν το όνομα Παιονία, της οποίας το έδαφος συμπεριλάμβανε πάλαι ποτέ τις ελληνικές περιοχές της Ημαθίας, της Πιερίας και πολλές άλλες μέχρι τον ποταμό Στρυμόνα, οι οποίες έχασαν οι Παιόνες από τα χέρια μάλιστα των Μακεδόνων. Αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία και το όνομα Παιονία δεν τους ενδιαφέρει διότι δεν έχει το ιστορικό κύρος εκείνου της Μακεδονίας. Και εξάλλου, πολύ μεγαλύτερο δικαίωμα στη διεκδίκηση της ιστορικής ονομασίας της Μακεδονίας θα είχαν άλλες χώρες όπως η Τουρκία, η Συρία, ο Λίβανος, η Ιορδανία, το Ισραήλ, το Ιράκ, το Ιράν, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν, οι οποίες πράγματι υπήρξαν κάποτε μέρος της μεγάλης μακεδονικής αυτοκρατορίας. Αλλά δεν τη διεκδίκησαν, επειδή θα ήταν ανοησία και αίσχος, όπως είναι και τώρα για την FYROM, της οποίας το έδαφος δεν ανήκε ποτέ πλήρως στους Μακεδόνες, της οποίας ο λαός δεν είναι ελληνικής καταγωγής και εγκαταστάθηκε στην περιοχή οκτώ αιώνες μετά την εξαφάνιση της μακεδονικής αυτοκρατορίας. Συμπεραίνοντας: η FYROM σφετερίζεται ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής ταυτότητας για να υιοθετήσει μιαν εχθρική στάση απέναντι στους Έλληνες και εντελώς αντίθετη στις αξίες που πρεσβεύει ιστορικά το ελληνικό πνεύμα. Είναι γεγονός ότι η ιστορία χρησιμοποιούταν ανέκαθεν για πολιτικούς σκοπούς, αλλά για να είναι δίκαιη αυτή η πρακτική πρέπει να γνωρίσουμε την ιστορία και να σταθμίσουμε τους σκοπούς· και όχι μόνο τους σκοπούς αλλά και τα μέσα, διότι σε μία ηθική δικαιότερη της μακιαβελικής και τα μέσα πρέπει να αγιάσουν τους σκοπούς.

Επανερχόμενος μετά από αυτή την παρένθεση στη διείσδυση της μορφής του Αλεξάνδρου στον παγκόσμιο πολιτισμό, έρχεται στο νου μου ένας πλούσιος κατάλογος με λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά μοτίβα που παραπέμπουν σε διάφορα επεισόδια του βίου του Μακεδόνα βασιλιά. Πασίγνωστες είναι οι αναπαραστάσεις της συνάντησης του πρίγκιπα με τον φιλόσοφο Διογένη, του Αλέξανδρου να δαμάζει τον Βουκεφάλα, του Αλέξανδρου να λύνει τον Γόρδιο Δεσμό, του Αλέξανδρου με τον Απελλή και την Παγκάστη, του Αλέξανδρου με την οικογένεια του Δαρείου, των γάμων του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη, της θυσίας στον τάφο του Αχιλλέα, ακόμα και του Όρους Άθω με τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Και βέβαια, σε αυτές τις παραστάσεις προστίθενται και οι άλλες των πολλών πολεμικών πράξεών του.

Ωστόσο, από αυτόν τον κατάλογο λείπει η Μίεζα. Η περίοδος της Μίεζας αποτελεί ένα άγνωστο μοτίβο στην τέχνη και τη λογοτεχνία της Δύσης και, παρά τη σημασία της για την μετέπειτα παγκόσμια ιστορία, πολύ λίγα ξέρουμε σχετικά με τον χρόνο που ο έφηβος Αλέξανδρος μοιράστηκε με τον Αριστοτέλη σε αυτόν τον τόπο. Πολύ λίγα γνωρίζουμε για την περίοδο που ο φιλόσοφος προσπάθησε να αφυπνίσει στον πρίγκιπα την αγάπη για την γνώση και την αγάπη για τον άνθρωπο. Όπως είναι γνωστό, ο Αριστοτέλης ήταν μαθητής του Πλάτωνα, ο οποίος με τη σειρά του υπήρξε μαθητής του Σωκράτη. Ποτέ, στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεν υπήρξε μια «αλυσίδα φιλοσόφων» εφάμιλλη με αυτή. Έτσι στον Αλέξανδρο έτυχε να είναι άμεσος μαθητής του Αριστοτέλη και πιο προνομιούχος δέκτης αυτής της σπουδαίας κληρονομιάς. Εξ' ου και η εκπαίδευση τούτου του πρίγκιπα είναι κι ένα άλλο «άπαξ» στην παγκόσμια ιστορία, και δημιούργησε μια σχέση που, όπως, ξέρετε, έδωσε αφορμή σε μια μακρά επιστολική παράδοση συμβουλών για ηγεμόνες και βασιλείς κάθε τόπου και χρόνου.

Πολύ πιθανόν, χωρίς τον Αλέξανδρο, η Ελλάδα να μην είχε γίνει ποτέ «ελληνισμός», να μην είχε φτάσει ποτέ στην οικουμενικότητα. Αυτή είναι μια σκέψη για περεταίρω στοχασμό. Με τον Αλέξανδρο δημιουργείται γύρω από το ελληνικό στοιχείο η πρώτη ενωμένη, διεθνική διαφυλετική και διηπειρωτική οικουμένη της ιστορίας. Καιρό αργότερα, πάνω σε αυτή τη βάση του Αλεξάνδρου, δημιουργείται μια δεύτερη οικουμένη: αυτή του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Και πάνω στη βάση του ελληνορωμαϊκού κόσμου δημιουργείται έπειτα μια Τρίτη: αυτή της χριστιανοσύνης. Μια χιλιετία αργότερα, στην Αναγέννηση, δημιουργείται η οικουμένη του Ουμανισμού πάνω στην πνευματική βάση της Ελλάδας· και έκτοτε οποιαδήποτε προσπάθεια ουμανιστικού χαρακτήρα θα βασιστεί στο ελληνικό κεκτημένο.

Είναι συγκινητικό να σκεφτεί κανείς ότι τούτη η ορμή που ώθησε τον Αλέξανδρο στο να σπέρνει στο διάβα του τον ελληνικό σπόρο θα διαμορφωνόταν σε μεγάλο βαθμό το διάστημα που συμβίωσε με τον δάσκαλό του τον Αριστοτέλη σε τούτο το δάσος των Νυμφών. Ο Καλλισθένης, ο ανιψιός του Αριστοτέλη που έφτασε από την Ασσό σε αυτή τη γωνιά της Μίεζας συνοδεύοντας τον θείο του και που αργότερα ακολούθησε τον Αλέξανδρο ως χρονικογράφος των κατορθωμάτων του, μας το υπενθυμίζει τώρα με τα ίδια λόγια που του το θύμισε του βασιλιά την ώρα της μελαγομανίας και της ύβρεώς του: «Μην ξεχνάς την Ελλάδα, Αλέξανδρε. Γι' αυτήν ρίχτηκες σε αυτήν την εκστρατεία. Για να φέρεις στην Ασία ό,τι πολύτιμο διαθέτει η Ελλάδα, όχι για να μετατρέψεις την Ελλάδα σε Ασία»

Αυτό το ιστορικό επεισόδιο εκπαιδευτικού χαρακτήρα, πολύ πιο εποικοδομητικό και συγκινητικό από τα πολεμικά ανδραγαθήματα και πολύ πιο σημαίνον από τα διάφορα περιστατικά αμφιλεγόμενης ιστορικότητας, είναι το μέγα προνόμιο της Μίεζας, καθώς και η αξία που συνδέει αυτόν τον τόπο με την ανθρωπιστική στάση προσδίδοντάς του συνεχή επικαιρότητα.

Θα το πω και με άλλα λόγια: η Μακεδονία και η Ελλάδα έχουν στη Μίεζα έναν θησαυρό αν ευστοχήσουν να αξιοποιήσουν τη συμβολική της αξία με σκοπό την αναζήτηση μιας ανθρωπιστικής, ολοκληρωμένης και διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Σε αυτή τη γραμμή κινείται η πρότασή μου: η Σχολή Αριστοτέλους στη Μίεζα να γίνει διοργανώτρια και μόνιμη έδρα μιας διεθνούς ετήσιας συνάντησης για την προώθηση πρότυπων προγραμμάτων διαπολιτισμικής και διεπιστημονικής εκπαίδευσης για εφήβους σε συνεργασία με πανεπιστήμια και φορείς από τα Βαλκάνια και από όλο τον κόσμο. Δεν υπάρχει πιο συμβολικός τόπος για μια τέτοια πρωτοβουλία, δεν υπάρχει καλύτερη αξιοποίηση για το πολιτιστικό κέντρο που έχει δημιουργηθεί στον χώρο, δεν υπάρχει καλύτερος φόρος τιμής στο ελληνικό πνεύμα που να μπορεί να αποτίσει κανείς από αυτή τη γωνία της Ελλάδας, που φέρει το όνομα Σχολή Αριστοτέλους.

Γιατί άραγε αυτή η ουμανιστική και διαπολιτισμική εκπαίδευση για την οποία μιλάμε; Γιατί είναι τόσο επείγουσα και αναγκαία; Ας σκεφτούμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο όπου υπάρχουν περίπου 2.700 γλώσσες, περισσότερα από 6.000 έθνη και μόνο καμία διακοσαριά κράτη, που μάλιστα τείνουν προς την ένταξη τους σε διεθνείς δομές. Συνεπώς, όλα τα κράτη είναι πια ή θα γίνουν προσεχώς πολύ-πολιτισμικά, και επομένως η πραγματική πρόκληση των ημερών μας θα είναι να δημιουργήσουμε συναισθήματα κατανόησης και αλληλεγγύης μεταξύ ανθρώπων πολιτισμικά ετερογενών. Η βόμβα είναι έτοιμη και το βλέπουμε κοντά στα σύνορά μας. Για να αντιμετωπίσουμε τέτοια πρόκληση επιβάλλεται λοιπόν η αναζήτηση και η αναγνώριση ενός κοινού παρονομαστή μεταξύ των ανθρώπων. Οι οικονομικές δυνάμεις που δεσπόζουν στον κόσμο έχουν ήδη βρει έναν: την ανάγκη από πρόσβαση στα βασικά αγαθά, και προτίθενται να τον εκμεταλλευτούν ανελέητα πάνω από τα παραδοσιακά όρια του κράτους-έθνους. Απέναντι σε αυτό, όσοι σήμερα απολαμβάνουμε τους καρπούς της ειρήνης, της ανάπτυξης και του πολιτισμού – που είμαστε μάλιστα οι λίγοι – έχουμε το ηθικό χρέος να υποδείξουμε και να καλλιεργήσουμε έναν διαφορετικό κοινό παρονομαστή: την ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αντί να χρησιμοποιήσουμε την ιστορία για να επινοήσουμε μαχητικούς και εχθρικούς εθνικισμούς, θα έπρεπε να τη χρησιμοποιήσουμε για να εμβαθύνουμε στην πραγματική αυτογνωσία και για να αποφύγουμε τη χειραγώγηση· αντί να διεκδικήσουμε «στοιχεία ταυτότητας» θα έπρεπε να διεκδικήσουμε δικαιώματα και ελευθερίες ως πολίτες, αντί να αναζητήσουμε πράγματα που μας χωρίζουν λόγω της ενδεχόμενης ταξινόμησής μας σε συγκρουόμενες ομάδες, θα έπρεπε να αναζητήσουμε πράγματα που μας ενώνουν λόγω της μόνιμης ταξινόμησής μας στο ανθρώπινο γένος και της κοινής μας πάλης για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Να επενδύσουμε σε μία εκπαίδευση που να οδηγήσει στην «παγκοσμιοποίηση» της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε σήμερα στο όνομα του ελληνικού πνεύματος. Εάν με αφετηρία την εμβληματική Σχολή του Αριστοτέλους στη Μίεζα η Μακεδονία κάνει ένα βήμα προς αυτό, θα εδραιώσει ταυτόχρονα την ταυτότητά της με βάση το καλύτερο κληροδότημα των αρχαίων Ελλήνων. Χωρίς κούφια ρητορική και άγονο τοπικισμό. Μόνο έτσι, ταπεινά, μπορούμε όντως να βοηθήσουμε την Ιστορία να βελτιώσει τον κόσμο.

 

Ευχαριστώ πολύ, και εύχομαι να απολαύσετε το ντοκιμαντέρ.

Ο Pedro Olalla Gonzalez de la Vega (Οβιέδο, Ισπανία 1966) είναι συγγραφέας, ελληνιστής, καθηγητής φιλόλογος, μεταφραστής και φωτογράφος, και σε αυτούς τους τομείς συνεργάζεται τακτικά με εκδοτικούς οίκους, πανεπιστήμια και πολιτιστικούς φορείς από διάφορες χώρες του κόσμου.

Εδώ και είκοσι τέσσερα χρόνια, διατηρεί μια έντονη σχέση με την Ελλάδα και το 1994 μετοίκησε στην Αθήνα με σκοπό να ασχοληθεί με την έρευνα, τη δημιουργία και τη διδασκαλία.

Η κύρια απασχόλησή του είναι η συγγραφή: 25 πρωτότυπα έργα λογοτεχνικού και πολιτιστικού περιεχομένου (βιβλία, σενάρια, οπτικοακουστικό υλικό), σε διάφορες γλώσσες, καθώς και μια μακρά σειρά από δημοσιογραφικά άρθρα και μεταφράσεις Ελλήνων και Ισπανών συγγραφέων. Δίδαξε νέα ελληνικά στο Πανεπιστήμιο του Οβιέδο και ισπανικά στο Πανεπιστήμιο Syracuse της Νέας Υόρκης.

Στην Ελλάδα πλέον, διατέλεσε για χρόνια διευθυντής του Πολιτιστικού Δελτίου της Ισπανικής Πρεσβείας, αρχισυντάκτης του δίγλωσσου μηνιαίου περιοδικού “El Sol de Atenas” και καθηγητής στο Instituto Cervantes.

Από το 1998 έως σήμερα, εργάζεται ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μετάφρασης-Μεταφρασεολογίας) και στη Βουλή των Ελλήνων. Ως λεξικογράφος, είναι συγγραφέας του «Νέου Ελληνο-Ισπανικού Λεξικού» (εκδ. Texto), για το οποίο δούλεψε για χρόνια με υποτροφία του Ιδρύματος «Α. Γ. Λεβέντη».

Ως φωτογράφος έχει πραγματοποιήσει εκδόσεις, οπτικοακουστικές παραγωγές, ντοκιμαντέρ και περισσότερες από σαράντα ατομικές εκθέσεις σε διάφορες χώρες. Ως ερευνητής και φωτογράφος, έχει συνεργαστεί με εξειδικευμένους εκδοτικούς οίκους όπως National Geographic, Thames & Hudson, Altair, Planeta, Road Editions, κ.α. καθώς και με διάφορα τηλεοπτικά κανάλια και εταιρείες παραγωγής.

Στα τελευταία του έργα συγκαταλέγονται ο «Μυθολογικός Ατλας της Ελλάδας» –πόνημα που χορηγήθηκε από το Ιδρυμα Ωνάσης και βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, και για το οποίο έχει διανύσει πάνω από εκατό χιλιάδες χιλιόμετρα στην Ελλάδα ακολουθώντας τα ίχνη των αρχαίων μύθων–, η τηλεοπτική σειρά ντοκιμαντέρ «Οι τόποι των μύθων» –μια παραγωγή της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (ΕΤ1) για το Ειδικό Πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνα 2004–, η ταινία ντοκιμαντέρ «Νυμφαίο της Μίεζας: Ο κήπος του Αριστοτέλη» –μια περιήγηση στον χώρο όπου ο φιλόσοφος δίδασκε τον νεαρό Αλέξανδρο– και το βιβλίο «Ευδαίμων Αρκαδία», ένα μεγάλο νοερό ταξίδι στο δυτικό πολιτισμό ιχνηλατώντας το αρκαδικό στοιχείο.

Για τη δουλειά του στο χώρο της ελληνικής μυθολογίας και στην προώθηση του ελληνικού πολιτισμού, αναγορεύτηκε Fellow Member του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Harvard University (CHS Hellas Fellow in Geography of Myths), Επίτιμος Δημότης Κλείτορος Αρκαδίας και υπήρξε προσκεκλημένος ομιλητής από πλήθος φορέων και ΜΜΕ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αιγαίου, Θράκης, College Year in Athens, Onassis Foundation New York, Fulbright Foundation, Universidad Autonoma de Mexico, Διεθνές Πανεπιστήμιο Menendez Pelayo, Πρεσβεία της Ελλάδος στη Σουηδία, Εθνικό Iδρυμα Ερευνών, Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου κ.α.)

Επίσης είναι ιδρυτικό μέλος και διευθυντής της International Society for Arcadia, διευνούς εταιρείας για τη μελέτη και την αξιοποίηση του παγκόσμιου αρκαδικού κεκτημένου.