Του Ηλία Ηλιόπουλου,

Διευθυντή του Ομογενειακού Πρακτορείου Ειδήσεων Ελλάδος

Αθήνα, 4-12-08

Σε πολλούς από αυτούς που παρακολουθούν βραδυνά Δελτία Ειδήσεων κάποιων τηλεοπτικών καναλιών και έχουν βιώσει περιόδους εμπολέμων καταστάσεων, θα αναβιώνουν οπωσδήποτε μέσα τους όσα συνέβαιναν την περίοδο εκείνων των τρομερών ημερών. Αυτόματα ξαναζεί κανείς το πάθος, το μεθύσι και την ηδονή της μανιώδους φονικής μάχης. Την αναμονή  και την κατόπιν διαταγής ορμητικότητα εκκίνησης κατά του εχθρού. Που είναι παρατεταγμένος απέναντι και περιμένει ψύχραιμος και προετοιμασμένος την επίθεση με το δάκτυλο στη σκανδάλη. Αυτός είναι ο «προσκεκλημένος», ο «φιλοξενούμενος». Που πηγαίνει στον πόλεμο, είτε για να εξιλεωθεί είτε για να προβληθεί. Ξαναζεί κανείς ενώπιον οθόνης, το ατελείωτο της επίθεσης και της άμυνας, των καταιγιστικών φαινομένων των συγκρούσεων και των αιματοχυσιών υπό μορφήν τρομοκρατικών ευγενειών. Ξαναζεί τον συγκλονισμό των αλαλαγμών των επιτιθεμένων, δίκην μαινομένων Ερυθροδέρμων της άγριας Δύσης του 1700, των πολεμικών ελιγμών των αμυνομένων, (αν και οι στρατιωτικοί κανονισμοί γράφουν «η καλλίτερη  άμυνα είναι η επίθεσις»). Ξαναζεί, σύγκορμα και σύμψυχα,  αισθήματα μεταξύ λαχτάρας, φόβου, προσδοκίας και καρδιακής ευωχίας, εικόνες μένους Αρένας και κατασπαραγμού ανθρώπινων έρμαιων, «ερριγμένων  ενώπιον πεινασμένων θηρίων εις ρωμαϊκά κολοσσιαία εποχής ρωμαϊκών θεαμάτων, πρώτων χριστιανικών  χρόνων». Ξαναζεί, λίγο πριν πάει για το δείπνο του ή τον ύπνο του, φοβερές αναμνήσεις συγκρούσεων εχθρικών σκοτωμών.

Παρακολουθεί επιμόνως εξελίξεις διαταγών από τους διαχειριζομένους τον ορυμαγδό της θυέλλης της μάχης και της εκτέλεσής τους από τους κατωτέρους. Προσπαθεί να εκτιμήσει εάν οι,  με βίαιον ρυθμόν, εμφανείς εναλλαγές στρατηγικής τακτικής και θέσεων των λυσσωδώς αντιμαχομένων είναι ορθές, ελπίζει με τις φραστικές  ενισχύσεις των καμπτομένων μαχητών να ξανακερδίσουν το χαμένο καταματωμένο έδαφος, των τροφοδοσιών με νέο υλικό πολέμου. Προβληματίζεται, εκνευρίζεται, χαίρεται, συμμετέχει, απεχθάνεται, με μια εναλλαγή ασταθών σκέψεών του τα όσα τον προσηλώνουν μαγνητισμένο, μαγεμένο, αλλά ποτέ χαμένο, στον απέραντο κάμπο-πεδίον πολεμικού θεάτρου, των κάποιων 14  ή 56 ιντσών. Ακούει ο καθένας μας και θα ήθελε να μην ακούει γιατί υποφέρει από  τις εκκωφαντικές άστοχες εκρήξεις των ποικίλλων όπλων και  βλημάτων, από όλμου μέχρι ατομικής βόμβας. Λες και θα διαλυθεί η οθόνη. Και ζει τον ατελείωτον κροταλισμόν λογοδιάρροιας ερωτώντων και απαντώντων, εν μέσω φωτοβολίδων και τροχιοδεικτικών ριπών. Ένας πλούτος πολέμου, πτωχού θέματος, που αναδεικνύεται ως μέγα και διαρκεί όσο ο πόλεμος της Κορέας, πριν εφευρεθεί ο πόλεμος του Βιετνάμ. (Ωραία χώρα, βρέθηκα πρόσφατα, σας τη συνιστώ να την γνωρίσετε).  

Η υπερδύναμη από τη μα μεριά, το τημ των δημοσιογράφων πρώτης γραμμής του καναλιού  και το «κουρδιστό πορτοκάλι» από την άλλη. Με την αναφορά συνιστώ, να πάτε να δείτε αυτό το ομώνυμο περίεργα  σοφό, παμπάλαιο κινηματογραφικό έργο. Με μόνη φτώχεια στη μάχη επί των ΜΜΕ την ποικιλία των φυσιγγίων. Το εναπομείναν λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσης ξαναχρησιμοποιείται πολλάκις και συχνάκις βασανιστικώς. Από τα έξι εκατομμύρια σπουδαίες και θαυμαστές λέξεις που έχουμε, το πολύ  δυο-τρεις εκατοντάδες ανουσίως επαναλαμβανόμενες σε χρήση. Οι άλλες στις υπόγειες, σκοτεινές αποθήκες του υπουργείου Πολιτισμού μας, από εποχής μακαρίτισσας Μελίνας Μερκούρη, όταν μας τις έστειλε σε cd η ελληνίστρια και θαυμάστρια της γλώσσας μας Αμερικανίδα Μακ Ντόναλντ. Να τις ροκανίζουν οι υπόγειοι αρουραίοι μέχρι να τις εξαφανίσουν οι επιφανειακοί. Τα μόνα που λείπουν από το πεδίον της μάχης στις οθόνες κάποιων ΜΜΕ και του λεκτικού οπλισμού του «πολεμικού διαλόγου», είναι τα σακίδια με τις χειροβομβίδες και γυλιοί με τις άδειες σφαίρες, τα κράνη και οι χλαίνες, οι σκελέες και τα άρβυλα. Αυτά αντικαθίστανται από καλοφωτισμένα ακριβά αξεσουάρ, γραβάτες και μοντελάκια, πουκάμισα (γκαμίσο ιταλιστί, που καμμιά φορά τραβάνε πολύ την προσοχή του τηλεθεατή και χάνει ριπές) και μοντέρνα πανωφόρια, ουχί σπανίως προσφερόμενα από  εταιρείες κατασκευής ρουχισμού. Ουδείς ψόγος βεβαίως περί αυτού. Μόνον οι γλώσσες δεν έχουν κανένα μοντέλο εγκράτειας, σεβασμού και σταματημού, που γλωσσοκοπούν αλύπητα με ταχύτητα καλάσνικωφ τον υποφέροντα ανακρινόμενον ώστε να δημιουργήσουν γλωσσοδέτη, ενώ το ζητούμενον είναι το αντίθετον. Δεν υποθέτουν καν την πιθανότητα  απωλείας  ψυχραιμίας του αμυνομένου, ή καρδιακής προσβολής του.

Του προσκεκλημένου, του άνευ βιαίας προσαγωγής προσελθόντος όπως προανέφερα, επί του ικριώματος, που υφίσταται «σταλινικόν και χιτλερικόν κ α τα ι γ ι σ τ ι κ ό ν λεκτικόν βασανισμόν».  Που τύφλα να έχει η «Καταιγίς» του Κόλπου του 1991 του πατρός Μπους. Ευτυχώς λείπει μετά το τέλος η περισυλλογή τραυματιών και νεκρών από το πεδίον της μάχης, όπως συμβαίνει σε όλα τα παρόμοια πεδία. Από τις μάχες στους αρχαίους χρόνους μέχρι των σημερινών μαχών μεταξύ των μυρμήγκων, σε εποχή ελλείψεως τροφής και επιθέσεως στην παρακείμενη μυρμηγκότρυπα. Εδώ, στα ΜΜΕ  μπορεί να είναι κάθιδροι, κατακόκκινοι και τρεμάμενοι οι αντιπαλαίσαντες, αλλά στο τέλος ευχαριστούν αλλήλους. Μάλιστα και με ένα κουρασμένο φευγαλέο τυπικό χαμόγελο ευγενείας δια την προσφοράν. Ευχαριστεί για τη «φιλοξενία» το θύμα και για τις απαντήσεις οι αμφιτρύωνες. Πραγματικοί αμφιτρύωνες, όπως γράφει και στην ομώνυμη κωμωδία του  ο Μολιέρος, αφού του προσέφεραν ένα πλούσιο γεύμα ταραχής, σύγχυσης και τρόμου, ως πρώτη δόση υποθεμελίωσης για ένα εξασφαλισμένο μελλοντικό εμφραγματάκι.  Οι τηλεθεατές μετά το σοκ της παρακολούθησης του αγώνα, ανασαίνουν (ξεφουσκώνουν) ανακουφιστικά. Όμως διαπιστώνουν ότι ο κληθείς απήντησε σθεναρώς σε όλα επαρκώς, πλήρως και αυθορμήτως,  άρα αθώος, άρα προς τί η μάχη, η ταραχή και ο σεισμός; Απλούστατα, για:  « να πάμε σε ένα διαφημιστικό διάλειμμα………και θα αλλάξουμε θέμα».

Γιατί το διαφημιστικό, που θα είναι πλουσιώτατο; Διότι η ανθρώπινη ψυχή είναι καπιταλίστρια ακόμη και σε αίμα και δεν γίνεται ποτέ σοσιαλίστρια. Και μην κοροϊδευόμαστε. Ραντεβού το βράδυ στις οκτώ.

Υ.Γ. Χρησιμοποιείτε το γράμμα ν στις καταλήξεις των λέξεων. Δημιουργεί οξύνοια. Το ξέρουν καλλίτερα οι Κύπριοι και ιδιαιτέρως οι καλογέροι του Αγίου Όρους που απερίσκεπτα τους κυνηγάτε.