Του Στέφανου Κωνσταντινίδη *

 

Ο νέος γύρος συνομιλιών που άρχισε μετά την εκλογή του Δημήτρη Χριστόφια στην προεδρία της Δημοκρατίας δεν φαίνεται να διεξάγεται μέσα σ'εκείνο το κλίμα εμπιστοσύνης που τροφοδότησε κυρίως ο ξένος παράγοντας, ούτε και να διαφέρουν κατά πολύ από όσα γνωρίζουμε από προηγούμενους παρόμοιους ατελεύτητους κύκλους. Και ο λόγος ειναι απλός: οι τουρκικές στοχεύσεις δεν έχουν αλλάξει και επομένως αφού η στρατηγική της Άγκυρας παραμένει πάντα η ίδια, δηλαδή αυτή της αναγνώρισης των τετελεσμένων, η τακτική της στις συνομιλίες μέσω του εντολοδόχου της Μεχμέτ Αλί Ταλάτ παραμένει η ίδια όπως και στο παρελθόν.

Είναι γεγονός ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά, δηλαδή ο πρόεδρος Χριστόφιας, επέδειξε μια σχετική σπουδή για την έναρξη του νέου κύκλου συνομιλιών χωρίς να έχει γίνει η κατάλληλη εκείνη προετοιμασία στην οποία επέμενε ο προκάτοχός του Τάσσος Παπαδόπουλος. Ενδεχομένως ο πρόεδρος της Δημοκρατίας να επίστευε σε μια νέα δυναμική που θα επικρατούσε στον νέο αυτό κύκλο συνομιλιών. Κάτι που άλλωστε το εξήγησε και ο ίδιος κατά καιρούς αλλά και το κόμμα του, το ΑΚΕΛ. Τα γεγονότα δεν φαίνεται να επιβεβαιώνουν την αρχική αισιοδοξία, η οποία διαψεύδεται μάλλον καθημερινά Επιπλέον η Άγκυρα έχει δρομολογήσει απ'ό,τι φαίνεται μια πολιτική που αποβλέπει στην αναβάθμιση του ίδιου του Ταλάτ μέσα από τις συνομιλίες. Τόσο στα Ηνωμένα Έθνη όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και γενικότερα στο διεθνή χώρο, η πολιτική της Άγκυρας είναι σαφής: στην Κύπρο υπάρχουν δύο ηγέτες, λίγο πολύ ισότιμοι και δεν νοείται ο ένας να παρουσιάζεται ως ο επίσημος εκπρόσωπος της μίας και μόνον αναγνωρισμένης Κυπριακής Δημοκρατίας. Για την Άγκυρα και τον εντολοδόχο της στα κατεχόμενα, τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν είναι τίποτε περισσότοερο από ηγέτης των Ελληνοκυπρίων. Αν δε, θέλει να παρουσιάζεται ως αρχηγός κράτους, τότε το κράτος αυτό το «ελληνοκυπριακό» του «Νότου» είναι ισότιμο με το «τουρκοκυπριακό» του «Βορρά». Αυτό εξηγεί άλλωστε τις παθιασμένες αντιδράσεις του Ταλάτ για την επίσκεψη του προέδρου της Δημοκρατίας στη Μόσχα καθώς και για την εκτέλεση των άλλων διεθνών υποχρεώσεών του ως αρχηγού κράτους. Δυστυχώς η τουρκική αυτή πολιτική φαίνεται να αποδίδει στη διεθνή σκηνή. Αυτό οφείλεται εν μέρει και στην αδράνεια της Λευκωσίας. Αδράνεια η οποία δεν είναι βέβαια νέα αλλά εμφανίζεται από τη στιγμή που το Κυπριακό με τα δικά μας λάθη υποβαθμίστηκε από διεθνές θέμα σε θέμα δικοινοτικής διαφοράς, αλλά που επιτάθηκε τον τελευταίο καιρό από την προσπάθεια να δημιουργηθεί το καλό κλίμα για τις συνομιλίες. Φάνηκε όμως καθαρά ότι για την Άγκυρα η πολιτική αυτή του καλού κλίματος ήταν μονόδρομος και αφορούσε μόνο την ελληνική πλευρά. Διαφορετικά πώς να εξηγηθεί ότι το άνοιγμα του οδοφράγματος της Λήδρας δεν ακολούθησε το άνοιγμα του Λιμνίτη, κάτι που στο μεταξύ ξεχάστηκε, και γενικά δεν έγινε ούτε ένα βήμα καλής θέλησης σε κάποιο θέμα της καθημερινότητας από τουρκικής πλευράς; Αντίθετα οι τουρκικές προκλήσεις είναι σχεδόν καθημερινές τον τελευταίο καιρό με απειλές για τις έρευνες που διεξάγονται στη ζώνη Αποκλειστικής Οικονομικής Αρμοδιότητας της Κύπρου, με καταγγελίες και έγγραφα που κυκλοφορούν στα Ηνωμένα Έθνη και με εμπρηστικές κατά καιρούς δηλώσεις Ταλάτ. Κανείς φυσικά δεν εύχεται αποτυχία και αυτού του γύρου των συνομιλιών. Όμως είναι η ώρα της όσο ποτέ άλλοτε θωράκισης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο διπλωματικό επίπεδο για να μη ξαναβρεθούμε στην ίδια κατάσταση που μας οδήγησε το σχέδιο Ανάν. Διότι δεν θα πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες : η στρατηγική της Άγκυρας παραμένει αμετάβλητη και το μόνο που είναι δυνατόν να προκύψει από τις συνομιλίες, τουλάχιστον με τα παρόντα δεδομένα, είναι μια μεταλλαγμένη μορφή σχεδίου Ανάν που ενδεχομένως αυτή τη φορά θα ονομάζεται, ψευδεπίγραφα ασφαλώς, σχέδιο Μπαν Κι Μουν αν θέλει και αυτός να συνδέσει το όνομά του με την Κύπρο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει πάντα ο χώρος στον οποίο μπορούμε να αναπτύξουμε τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για την προώθηση μιας λύσης αρχών και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.Είναι ο δυνατός μοχλός πίεσης που διαθέτουμε και η όποια αδρανοποίηση του θα έχει σοβαρές συνέπειες σε βάρος μας. Καλές γιορτές.

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, Κυριακή, 21 Δεκεμβρίου 2008 

 

Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.