Του Ηλία Ηλιόπουλου

Διευθυντή του Ομογενειακού Πρακτορείου Ειδήσεων Ελλάδος

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΧΑΡΑ ΤΟ ΝΕΟ ΜΑΣ ΕΤΟΣ 2009.

Βρισκόμαστε στο κέντρο των Χριστουγεννιάτικων Εορτών-Διακοπών, με την Πρωτοχρονιά μπροστά μας σε απόσταση ενός λεπτού, χιονισμένη, ολόλευκη, αγνή ακόμη και ελπιδοφόρο, όπως κάθε καινούργιο. Παρά το ότι κληρονομεί ένα αρρωστημένο 2008,  με τη δική μας αλκή, ρώμη και ψυχή, μπορεί να θεραπεύσει ασθένειες του Χθες και να δημιουργήσει ένα εύρωστο Αύριο.

Το ευχόμεθα και οφείλουμε όλοι να συμβάλουμε σ ' αυτό.

Για σήμερα όμως, στο ένα αυτό λεπτό, ας κοιτάξουμε λίγο πίσω, γιατί εσείς οι Ομογενείς, μας το επιβάλλετε. Και οφείλουμε να το κοιτάξουμε και οφείλετε να προσέξετε την προσοχή μας.

Τον τελευταίο καιρό:

Με τους επί ημέρες, πρωτοφανείς εμπρησμούς και λεηλασίες σε πολλές εκατοντάδες εμπορικά καταστήματα, τράπεζες, αυτοκίνητα, δημόσια κτίρια, τις συνεχείς αναταραχές, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, συλλαλητήρια, πράξεις βίας και καταστροφής στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, από τους λεγόμενους αντεξουσιαστές, τη συμμετοχή στις διαδηλώσεις και μαθητών των Γυμνασίων, με τη μη εφαρμογή των νόμων και από πολλούς, που θα έπρεπε να τον είχαν εφαρμόσει,  με την απόλυτη προκλητικότητα από άτομα που δεν μπορείς να τα αγγίζεις,

με την δημόσια (και απορώ γιατί) παρομοίωση των γεγονότων με τα Δεκεμβριανά του 1944, (που ποίος τα ξέρει και ποίοι  τα θυμούνται),

με την αναφορά και καλλιέργεια κλίματος ότι βρισκόμαστε στο 1966 (ακούστηκε και από κεντρικό ραδιοφωνικό Σταθμό μεγάλης ακροαματικότητος, «ΡΑΔΙΟ ΣΚΑΪ», αρχές Δεκεμβρίου σε περιγραφή – δημοσκόπηση  για την κατάσταση στην Ελλάδα,) και άλλα πολλά,

που γίνονται και ακούγονται, μα κανένας δεν αισθάνεται φόβο. Και το ωμώτερο ότι  «τότε πάμε κατ ' ευθείαν, σε χούντα ανεξάρτητα αν θα είναι μαύρη ή  κόκκινη». Γράφτηκε στην υπολογίσιμης εγκυρότητος  Εφημερίδα της Αθήνας  « ΤΟ ΒΗΜΑ» από αξιόλογο  και υπολογίσιμο δημοσιογράφο, τον κ. ΓΙΑΝΝΗ ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗ. Κι αυτό διαβάστηκε  χωρίς φόβο. Και ακολουθεί στο Πρακτορείο μας η απορία σας, (σαν επίκληση), από εσάς, Ομογενείς: « Με όλα αυτά που γίνονται στην πατρίδα μας τί κάνει στρατός, γιατί δεν κατεβαίνει ο στρατός να βάλει τάξη αφού δεν το κάνει η Αστυνομία»; Δικαιολογημένη η απορία σας, η αγωνία σας, ο φόβος σας.

Όμως, νομίζω σήμερα, μόνον στο άκουσμα ότι κάποιος επικαλέσθηκε το Στρατό, τα τανκς δηλαδή, θα μπορούσε ένας εκ των επιτελικών στελεχών   «της διαμαρτυρίας για την δολοφονία, του  δεκαπεντάχρονου παιδιού από την Αστυνομία» έτσι λένε, ότι η Αστυνομία δολοφόνησε και όχι η σφαίρα ενός αστυνομικού σκότωσε, ότι  βρήκε το παιδί. Δηλαδή βγάλανε και την δικαστική απόφαση, φοβούμαι ότι μπορεί να δώσει διαταγή, αυθορμήτως ξανά θα μπορούσε να δώσει αφορμή και να καιγόταν, χάριν της Δημοκρατίας αυτή τη φορά,  η Ελλάδα μας. Αλλά αυτός ίσως φαίνεται ότι είναι ένας ανυπόστατος δικός μου και μόνον δικός μου φόβος. Διότι το ότι γράφτηκε και ακούστηκε ούτε που δόθηκε σημασία, ούτε το επικαλέσθηκε κανείς ως φόβο. Αν ακουγόταν από εσάς, τότε θα σας ξαναλέγανε χουντικούς, όπως στο παρελθόν. Άρα μόνον εγώ φοβάμαι τη χούντα, όπως τη δημοσιεύουν εδώ. Γιατί μου έχει εμπεδωθεί πως τανκς για επιβολή τάξεως, ίσον χούντα. Δηλαδή τώρα δεν τους φοβίζει η πιθανότητα χούντας και έχει σημασία η λέξη. Αλλά καίμε επαναστατούμε γιατί έχουν συσσωρευθεί, λένε,  τα άλυτα προβλήματα με την κυβέρνηση Καραμανλή. Σ' αυτό παρασύρεται (κι έχει κι εδώ σημασία η λέξη) και ο λαός. Ξεκινήσανε για ένα παιδάκι που έχασε τη ζωή του, καθόλου ευκαταφρόνητος λυγμός, για να φτάσουνε και να  σταθούνε στα «άλυτα προβλήματα». Και ο λαός να συμφωνεί. Οι προκλήσεις που γίνονται από τότε μέχρι και αυτή τη στιγμή, είναι τέτοιες, είναι τόσες, που δεν θέλω ούτε να τις γνωστοποιήσω, γιατί  εξοργίζουν επικίνδυνα και αποβλέπουν στον αλληλοσκοτωμό. Όμως θα έπρεπε και να φοβίζουν και να βάνουν και σε σκέψεις. Το γεγονός ότι ακούς στα ΜΜΕ να λένε, πως  «Μαθητές μπαίνουν στα δημόσια Μέσα Μεταφοράς και απαιτούν από τους επιβάτες να τους επιδείξουν την ταυτότητά τους, μήπως κάποιος επιβάτης είναι αστυνομικός για να τον λυντσάρουν», το  ότι συνεχώς έχουμε κρούσματα πυροβολισμών, σε τραίνα, λεωφορεία, απόπειρες να κάψουν Χριστουγεννιάτικα δέντρα, άλλα που εάν τα αναφέρω  θα με πείτε μυθομανή, το ότι κυκλοφορεί, έστω και  ως φήμη πως «έπιασαν  και γύμνωσαν και εξευτέλισαν μια αστυνομικίνα», το ότι  -ψευδές – πέθανε ένας αστυνομικός που είχαν χτυπήσει κουκουλοφόροι πέρυσι. Και το μετέδιδαν ΜΜΕ ανεξέλεγκτα επί μέρες. Και μόνον εγώ δεν το αναμετέδιδα γιατί το θεωρούσα ύποπτο εκείνη τη χρονική περίοδο. Πιεζόμουν επίμονα να το δημοσιεύσω στα εκατοντάδες ΜΜΕ που συνεργάζομαι σε όλο τον Κόσμο, μου ερχόταν ως αποκαλυπτική είδηση και από γνωστές πηγές, μέχρι που έκανα ειδικό  email  στο Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και τηλεφώνησα και ο ίδιος, από όπου  μου διαψεύσθηκε ή «είδηση». Τους ειδοποίησα ότι μου στέλνετε ψευδή είδηση και όμως μου την στέλνουν ακόμη. Όλα αυτά γίνονται και κανένας πολίτης δεν ξεσηκώνεται να επαναστατήσει. Ορθώς, ορθότατα. Γιατί άμα σηκωθείς, θα σου τη φέρουν στο κεφάλι. Τώρα είμαστε στην περίοδο, τα κεφάλια μέσα. Μα τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως από τη μια μεριά ο φιλήσυχος πολίτης αδιαφορεί. Και αυτό θέλει ο τολμηρός μαθητής. Που νομίζει πως καταλαβαίνει τι κάνει, έστω και αν αυτό που κάνει το  κάνει με την καθοδήγηση κάποιων δασκάλων ή την συναίνεση κάποιων άλλων ή ακόμη και κάποιων γονέων. Και από την άλλη η ψυχραιμία, μια δύσκολη στιγμή, μα που  επιβάλλεται. Χειμερία νάρκη λοιπόν; Όχι, ακινησία. Γιατί εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα. Ισορροπία λοιπόν, μέχρι να τελειώσει ο  σεισμός. Και βεβαίως η μη αναζήτηση από την Αστυνομία των παρανομούντων, έχει  ένα κακό κι ένα καλό. Παρανομίες ποιούν οι νεαροί, την «νύσσαν ποιούν» οι αρμόδιοι. Ενδεχομένως από  σύνεση,  ή φόβο να μη «ρίξουν λάδι στη φωτιά».

Όλες αυτές οι αναφορές που εξαναγκάζουν εσάς να λέτε «τι κάνει ο Στρατός» και οι πραγματικότητες εξαναγκάζουν την κυβέρνηση σε μια φαινομενική αδράνεια και ηττοπάθεια έχουν αντίρροπες δυνάμεις. Κατά τη γνώμη μου, ορθώς πράττει. Εάν δεν θέλει να συμπράξει σε κάτι χειρότερο, που μπορεί και να το ξέρει, μπορεί να το υποθέτει, μπορεί να το φοβάται. Αλλά δεν μπορεί να μην το υποψιάζεται. Εσείς οι ομογενείς, θερμοί πατριώτες όντες,  που δίνετε  και τη ζωή σας για την Ελλάδα μας, θλιβόμενοι  και ενοχλημένοι από πρωτοφανή και καταστρεπτικά γεγονότα, που συμβαίνουν στην πατρίδα μας, προσβαλλόμενοι, θιγόμενοι και εξευτελιζόμενοι με κομψότητα έστω και  από τους γείτονές σας, άλλων εθνικοτήτων, που σας  ειρωνεύονται και σας ρωτάνε «μα τι γίνεται στην πατρίδα σας», φτάνετε σε απόγνωση με αυτά που βλέπουν τα μάτια σας και απορείτε και εξανίστασθε,  επαναστατείτε  από αναπάντητα ερωτηματικά, εξεγείρεσθε  από  αγανάκτηση. Και λέτε και καμμιά (με δυό μ και όχι ένα όπως οι αγράμματοι, από το «καν-μια) κουβέντα παραπάνω. « γιατί δεν επεμβαίνει ο στρατός». Αλλά βλέπετε ακόμη ότι καταστρέφονται περιουσίες, κόποι σας και ιδρώτες σας, που τους φέρατε στην Πατρίδα για να την βοηθήσετε. Που θα μπορούσατε να τους αξιοποιήσετε στη δεύτερη πατρίδα σας. Το έχω πει τόσες φορές: Όχι φίλοι συμπατριώτες. Μη λέτε κακά  λόγια. Τα τανκς δεν ξανακατεβαίνουν. Όπως  κατέβηκαν τότε, στις δύο μετά τα μεσάνυχτα της εικοστής Απριλίου 1967. Καταχειροκροτούμενα τότε στο Σύνταγμα. Τότε ανεμένοντο από ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο, «ανεμένετο και εγένετο» είπε ο Γερο Πανανδρέου, παππούς του σημερινού Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως Γεωργίου Παπανδρέου και πιθανότατα μέλλοντος πρωθυπουργού. Τότε και ο λαός φώναζε  και όλες σχεδόν οι εφημερίδες γράφανε «ένας λοχίας μωρέ να σώσει την Ελλάδα». Τώρα αυτά δεν θα γίνουν ΠΟΤΈ ξανά. Τα τανκς τότε που κατέβηκαν,  ως «μία παρένθεση» είχαν το χρώμα του ελληνικού στρατού και λευκά φωτάκια. Και απεσύρθησαν στα έξι χρόνια. Τα τανκς, αν κατέβαιναν σήμερα, θα είχαν, όσο και αν σας φαίνεται απίστευτο, χρώμα κόκκινο ντεμοντέ μεν, ανεξίτηλο δε και δίχρωμα φωτάκια. Ασχέτως εάν ξανά θα τα χειροκροτούσανε, έστω και κάποιοι υστερόβουλα. Κόψτε αυτό κομματάκι από τη Εφημερίδα, με την ημερομηνία και τη χρονολογία και βάλτε το απόκομμα σε ένα ντουλαπάκι με τη ζάχαρη και τον καφέ.

Αν ποτέ χρειασθεί να το θυμηθείτε, μην  το βάλετε στον καφέ, θα γίνει πικρότερος.


ΗΛΙΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ