Μιλά σήμερα  ο ο συνθέτης και Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Ορχήστρας των Χρωμάτων κ. Γιώργος Κουρουπός


Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη

 

Τι αποτελεί σήμερα πολιτισμό; Ποια είναι η σχέση πολιτισμού και αυτοδιοίκησης ή πότε ένας δήμαρχος είναι καλός για τον πολιτισμό; Σε αυτά τα ερωτήματα  και σε αρκετά ακόμα απαντά σήμερα  ο συνθέτης και Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Ορχήστρας των Χρωμάτων κ. Γιώργος Κουρουπός σε μια σπάνια συντένευξη του. Η πρώτη εμφάνιση της Ορχήστρας των Χρωμάτων έγινε στην αίθουσα «Παλλάς» της Αθήνας, στις 23 Νοεμβρίου του 1989, υπό τη διεύθυνση του ιδρυτή της, Μάνου Χατζιδάκι.  Στους τέσσερις κύκλους συναυλιών που οργανώθηκαν από τον Νοέμβριο του 1989 έως τον Ιούνιο του 1993, ο Μάνος Χατζιδάκις περιέλαβε, εκτός από κλασικά έργα περισσότερο ή λιγότερο γνωστά, πολλά άγνωστα στην Ελλάδα έργα συνθετών του 20ού αιώνα, χωρίς να λείψουν και οι νεώτεροι δημιουργοί (Ανισέγκος, Κριτσωτάκης). Ειδικά αφιερώματα έγιναν στον Μανώλη Καλομοίρη, τον Νίκο Σκαλκώτα, τον Γιάννη Χρήστου και τον Μίκη Θεοδωράκη..

όσον αφορά το Γιώργο Κουρουπό, σπούδασε μουσική στο Ωδείο Αθηνών (1953-65, δίπλωμα πιάνου) με καθηγητές την Αικατερίνη Πάντζαρη, τον Σπύρο Φαραντάτο, τον Δημήτρη Μαρή και τη Μαρία Χαιρογιώργου. Στο διάστημα 1959-1968 συμμετείχε ως πιανίστας σε όλες τις ηχογραφήσεις και τις συναυλίες του Μάνου Χατζιδάκι, επίδραση που τον έστρεψε στη σύνθεση αρκετών τραγουδιών, μερικά από τα οποία έγιναν εμπορικές επιτυχίες και βραβεύτηκαν σε ελληνικά φεστιβάλ τραγουδιού. Παρ' όλα αυτά δεν μετέθεσε τους βασικούς στόχους του στη μουσική και μετά την αποφοίτησή του από τη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (πτυχίο, 1967) έγραψε το πρώτο του μεγάλο έργο, τις Αντιφωνίες. 

Εργάστηκε για έξι περίπου μήνες ως βοηθός του Γιάννη Χρήστου, έγραψε τη μουσική για τον Ρήσο του Ευριπίδη, που ανεβάστηκε από το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο το καλοκαίρι του 1968, και, αμέσως μετά, πήγε στο Παρίσι με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης. Το 2004 γράφει το Μονόγραμμα, δραματική καντάτα σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, για βαρύτονο, υψίφωνο και ορχήστρα, παραγγελία από τον οργανισμό ΑΘΗΝΑ 2004.  Έχει διοριστεί αναπληρωτής διευθυντής του Τρίτου Προγράμμα τος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (1977-81), πρόεδρος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (1982-84), διευθυντής του μουσικού τομέα της Δημοτικής Επιχείρησης Πολιτιστικής Ανάπτυξης Καλαμάτας (1985-90), πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής την περίοδο 1994-1999, ενώ από το 1995 είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Ορχήστρας των Χρωμάτων.

 

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

 

 Το να βλέπει κανείς την πατρίδα του να φιγουράρει στις πρώτες θέσεις, παγκοσμίως, σε θέματα διαφθοράς και στις τελευταίες θέσεις επίσης παγκοσμίως σε θέματα διαφάνειας σας πληγώνει αυτό; Το κακό με την ρεμούλα, την διασπάθιση του κρατικού χρήματος και την εκμετάλλευση από άτομα και κόμματα του εθνικού μας πλούτου έχει βαθιές ρίζες;

 

«Είναι το έσχατο σημείο παρακμής για μια κοινωνία, όταν ο καθένας πιστεύει ότι επιτρέπεται να παρανομήσει, να εξαπατήσει, να κλέψει, να δολοφονήσει, γιατί έτσι κάνουν όλοι και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να επιβιώσεις. Δεν ξέρω πόσο βαθιές ρίζες έχει στο τόπο μας αυτή η αντίληψη, διαπιστώνω πάντως ότι τα τελευταία χρόνια έχει εδραιωθεί για τα καλά».

 

 

Ο Πολιτισμός αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την ανάπτυξη και σωστή λειτουργία μιας κοινωνίας. Εκτιμάτε πώς ο πολιτισμός έχει τη θέση που του αξίζει στη σύγχρονη Ελληνική κοινωνία; Παράγεται πολιτισμός σήμερα στην Ελλάδα; Τι αποτελεί για σας πολιτισμό;

 

«Πολιτισμός είναι μια ευρύτατη έννοια, που περιλαμβάνει, εκτός από τα ήθη και τις παραδόσεις, την κοινωνική συμπεριφορά και τις πνευματικές κατακτήσεις (επιστημονικές και καλλιτεχνικές) ενός λαού. Στην Ελλάδα, μιλάμε πολύ για πολιτισμό αλλά πράττουμε λίγα. Καλύτερα, πάντως, άμεσα να μας απασχολούσε η Παιδεία -αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για την πρόοδο μιας κοινωνίας».

 

 

Πιστεύετε πως το κράτος με τις πολιτικές και τα μέτρα που παίρνει κάθε φορά βοηθά τον πολιτισμό; Ή απλά τον χρησιμοποιεί η εκάστοτε κυβέρνηση για ψηφοθηρικούς λόγους;

 

«Είναι φανερό ότι «ο Πολιτισμός, συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας» χρησιμοποιείται ως άλλοθι για την απραξία του κράτους στον τομέα του πολιτισμού. Άλλωστε, συνήθως εννοούν τα αρχαία μνημεία και μόνο, διότι αυτά υποτίθεται ότι συμβάλλουν στην τουριστική ανάπτυξη. Για τον σημερινό, «ζώντα», πολιτισμό υπάρχει μόνο υποκρισία».

 

 

Πρόσφατα στην Καρδίτσα σε ημερίδα αναφερθήκατε στον πολιτισμό και στην αυτοδιοίκηση… Πότε ένας δήμαρχος είναι καλός για τον πολιτισμό; Η πρώτη προϋπόθεση;

 

«Η πρώτη προϋπόθεση για να είναι ένας Δήμαρχος καλός για τον πολιτισμό, είναι να πιστεύει αληθινά ότι ο πολιτισμός είναι μια πρωταρχική προτεραιότητα για την ποιότητα ζωής των κατοίκων, αλλά και γενικότερα για την ισόρροπη, οικονομική και πνευματική, ανάπτυξη της πόλης του. Γιατί – λυπάμαι που το λέω- είναι πολλοί οι πολιτικοί που διατυμπανίζουν ότι «ο πολιτισμός είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μιας», αλλά στην πράξη διαψεύδονται, αδιαφορώντας προκλητικά γι' αυτόν.

Η πίστη αυτή δεν πρέπει να κλονίζεται από ψευτοδιλήμματα, όπως αυτό της «κότας ή του αυγού», ότι δηλαδή υπάρχουν ιεραρχικά πιο άμεσες προτεραιότητες γι' αυτή τούτη τη διαβίωση των κατοίκων μιας πολτός. Θέλω να θυμίσω ότι ακόμα και οι πρωτόγονοι κάτοικοι των σπηλαίων, όταν γύριζαν από το κυνήγι -και, προφανώς, φαγωμένοι- ζωγράφιζαν σκηνές από τη ζωή τους στα τοιχώματα των σπηλαίων.

Κάθε στάδιο λοιπόν οικονομικής ή τεχνολογικής ανάπτυξης του ανθρώπου συμβαδίζει μένα αντίστοιχο στάδιο πνευματικής ανάπτυξης και σχετικών μ'αυτή δραστηριοτήτων. Η ανισορροπία είναι πρόσκαιρη και πάντα επικίνδυνη -αυτό το βλέπουμε και στις μέρες μας, με την αύξηση των φαινομένων της παραβατικής συμπεριφοράς, της διαστροφής και της εγκληματικότητας.                

Θα πρέπει, λοιπόν, ο Δήμαρχος να έχει λύσει μέσα του αυτά τα ζητήματα, ώστε να μην παρασύρεται εύκολα από τα λαϊκίστικα επιχειρήματα που πάντοτε πείθουν τους πολλούς και λιγότερο προβληματισμένους. Πρέπει ο ίδιος να πιστεύει βαθιά, για να πείσει και τους άλλους και να αποφύγει το ενδεχόμενο του πολιτικού κόστους. Έτσι θα μπορέσει να εξασφαλίσει και τους απαραίτητους πόρους -τίποτε δεν γίνεται χωρίς χρήματα, ως γνωστόν».

 

Και με τις παρεμβάσεις των δημάρχων;

 

« Συχνά ο Δήμαρχος -ή ο αρμόδιος για τον πολιτισμό συνεργάτης του- έχει την τάση να πιστεύει ότι γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον τί πρέπει να γίνει στον τομέα του πολιτισμού. Ο ασφυκτικός έλεγχος και η συνεχής παρεμβατικότητα από μέρους της Αυτοδιοίκησης δεν βοηθάει την ελεύθερη ανάπτυξη της δημιουργικότητας ενός καλού διευθυντή. Αλλά και να διαλέγεις ένα μέτριο διευθυντή, μόνο και μόνο για να λειτουργήσει ως πειθήνιο όργανο της Αυτοδιοίκησης ή του Διοικητικού Συμβουλίου, δεν οδηγεί πουθενά. Σε κάποιους πολιτιστικούς οργανισμούς προβλέπεται θέση Γενικού Διευθυντή, με αρμοδιότητες διοικητικές και οικονομικές, ο οποίος παρεμβάλλεται ανάμεσα στο Διοικητικό Συμβούλιο  και τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή. Αν το όργανο αυτό έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει, αμέσως ή εμμέσως, στους καλλιτεχνικούς σχεδιασμούς και τις αποφάσεις του Καλλιτεχνικού Διευθυντή, αργά ή γρήγορα θα προκύψει το ίδιο αδιέξοδο -η αδυναμία συνεργασίας ανάμεσα στο Διοικητικό Συμβούλιο  και τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή, απλά μετατίθεται στο επίπεδο της συνεργασίας του Καλλιτεχνικού Διευθυντή  με τον Γενικό Διευθυντή.  Η σωστή άποψη είναι να διαλέγεις τον καλύτερο δυνατό Καλλιτεχνικό Διευθυντή  – χωρίς κομματικά ή τοπικιστικά κριτήρια- και να του αφήνεις τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία, προκειμένου να υλοποιήσει τα οράματα   του. Αν   αποδειχτεί   στην   πράξη   ότι   αποτυγχάνει   ή υπερβαίνει τα όρια (οικονομικά ή θεσμικά) εντός των οποίων οφείλει να κινηθεί, τότε έχεις πάντοτε τον τρόπο να απαλλαγείς απ'αυτόν και να δοκιμάσεις κάποιον άλλο. Υπάρχει, ωστόσο, ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης και στους καλλιτέχνες που αναλαμβάνουν τις καίριες αυτές θέσεις, στα πλαίσια των πολιτιστικών φορέων της Αυτοδιοίκησης. Συχνά αναλαμβάνουν τη θέση, χωρίς να εξετάσουν προσεκτικά τα όρια εντός των οποίων οφείλουν να δράσουν. Άλλοτε πάλι, προσποιούνται ότι αποδέχονται τους όρους, αλλά στην πράξη τους παραβαίνουν προκλητικά. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, που ξεπερνά τα ζητήματα της καλής συνεργασίας. Συχνά ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής χαράζει την πολιτική του, ερήμην των πολιτιστικών χαρακτηριστικών και των πραγματικών αναγκών του λαού της πόλης. Αυτό είναι τεράστιο λάθος και καταλήγει αναπόφευκτα στην αποξένωση του φορέα. Δεν νοείται πολιτιστική πολιτική χωρίς παιδαγωγική διάσταση και, κατά συνέπεια, χωρίς βαθιά ανάλυση των πολιτιστικών ιδιομορφιών, παραδόσεων και συμπεριφορών του κάθε χώρου».

 

Συμπερασματικά τι αποτελεί η υπόθεση για τον πολιτισμό;

 

«Η υπόθεση του πολιτισμού είναι πολύ σοβαρό ζήτημα για να αντιμετωπίζεται ερασιτεχνικά, ή για να χρησιμοποιείται ψηφοθηρικά, με την πασίγνωστη λογική των πανηγυριώτικων λαϊκών θερινών φεστιβάλ, που στη χώρα μας τείνουν να υποκαταστήσουν (ή και να ακυρώσουν οριστικώς) κάθε προσπάθεια πνευματικής ευαισθητοποίησης και ανάπτυξης. Χρειάζεται ειλικρινής συνεργασία, ανάμεσα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και τους ανθρώπους του πολιτισμού, πέρα από την πολιτική σκοπιμότητα αλλά και την προσωπική ιδιοτέλεια, ώστε να χαραχθεί κάθε φορά ένα σχέδιο παρέμβασης που να αρμόζει στο συγκεκριμένο χώρο, και αυτό το σχέδιο να στηριχθεί οικονομικά, ηθικά και, κυρίως, ανυπόκριτα από όλους. Ανήκει στο Δήμαρχο της πόλης η ευθύνη να εξασφαλίσει το εύφορο έδαφος που απαιτείται -τις οικονομικές, θεσμικές και τεχνικές προϋποθέσεις, δηλαδή- για να ανθίσουν οι  τέχνες και ο πολιτισμός».