Συνέντευξη στη δημοσιογράφο της Χουριέτ, Αϊσέ Αρμάν, και η οποία δημοσιεύθηκε στο ένθετο «Ηurriyet Pazar» στις 8 Φεβρουαρίου, παραχώρησε ο εκδότης της εφημερίδας «Απογευματινή» της Κωνσταντινούπολης, Μιχάλης Βασιλειάδης.

Στον πρόλογο της συνέντευξης, με τίτλο «Τι έζησα στην Πόλη στις 6 Σεπτεμβρίου 1955», η δημοσιογράφος σημειώνει: «Δεν το ήξερα, το ΄μαθα… Στις 6/7 Σεπτεμβρίου του '55, στα γεγονότα που σημειώθηκαν τότε, πυρπολήθηκαν στην Πόλη 73 ορθόδοξοι ναοί και υπέστησαν επιθέσεις 5.317 χώροι, μεταξύ των οποίων 4.214 οικίες, 1.004 καταστήματα, 26 σχολεία, εργοστάσια, ξενοδοχεία, μαγειρεία κτλ. Στο τέλος, η κυβέρνηση κατέβαλε συνολικά 60 εκατομμύρια τουρκικές λίρες. Ναι, αλλά ποιος είχε οργανώσει τα γεγονότα αυτά, αναρωτιέται. Ορισμένοι που αναμίχθηκαν, συνελήφθηκαν τη νύχτα της 7ης Σεπτεμβρίου.

Υπήρξαν και ορισμένοι που είχαν έρθει για λεηλασία και από αλλού, εκτός Πόλης. Συνελήφθησαν και εκείνοι. Στην πλειοψηφία, ήταν νέοι εργάτες και φοιτητές. Αλλά ήταν περίπου βέβαιο ότι υποκινήθηκαν και οργανώθηκαν από πολύ ψηλά, διότι είχαν κινητοποιηθεί ταυτόχρονα και κατά τον ίδιο τρόπο σε πολλά σημεία.

Δηλαδή «βαθύ κράτος» υπήρχε και τότε…

Αφορμή για τη συνέντευξη στάθηκε η προβολή στην Τουρκία της ταινίας «Φθινοπωρινός Πόνος» από το βιβλίο του Yılmaz Karakoyunlu, που αναφέρεται στα γεγονότα εκείνα και όπως επισημαίνει η Αϊσέ Αρμάν

  • Πήραν ακόμη και το κρεβάτι του κατάκοιτου πατέρα μου

Σε ερώτηση αναφορικά με το Φόρο Περιουσίας ο Μιχάλης Βασιλειάδης απάντησε: «Ο πατέρας μου ήταν κατάκοιτος στο σπίτι και δεν είχε κανένα εισόδημα. Παρόλα αυτά, μας επέβαλαν Φόρο Περιουσίας. Επειδή δεν μπόρεσε να πληρώσει, ήρθαν στο σπίτι για κατάσχεση. Τότε, το κρατικό εργοστάσιο υφασμάτων της Sümerbank έδινε στους δημοσίους υπαλλήλους δύο υφάσματα το χρόνο για κουστούμι, ένα χειμωνιάτικο κι ένα καλοκαιρινό. Έτσι όλοι τους ήταν παρόμοια ντυμένοι, σαν στολή. Επίσης κρατούσανε και τσάντα. Η μάνα μου φοβόταν πολύ αυτούς «με την τσάντα». «Δεν είναι για καλό αυτή η επίσκεψη» είπε. Πράγματι, αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο. Τότε ήμουν περίπου 4 – 5 ετών, αλλά θυμάμαι το γεγονός λες και ήταν χθες. Ο εφοριακός κουβαλούσε μαζί του κι έναν αχθοφόρο. Ένα ρακένδυτο φουκαρά. Μετέφεραν ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε στο σπίτι, ακόμα και το κρεβάτι του κατάκοιτου πατέρα μου, σ΄ ένα δωμάτιο για να τα σφραγίσουν, επειδή δεν μπορούσαμε να πληρώσουμε το Φόρο Περιουσίας. Σήκωσαν τον πατέρα μου και τον άφησαν κατάχαμα, σαν πακέτο. Μαζί με τα πράγματα, πήραν και το δικό μου ξύλινο αλογάκι. Ο αχθοφόρος σε λίγο θα κλείδωνε το δωμάτιο που είχαν βάλει τα πράγματα. Την τελευταία στιγμή, κατάλαβε ότι ήθελα εγώ το παιγνίδι μου.

Άνοιξε την πόρτα και μου το έδωσε. Εγώ του χαμογέλασα. Την ίδια όμως στιγμή είδα στα μάτια του τον τρόμο. Πριν προλάβω να γυρίσω να δω, ένα χέρι από πίσω μου, μου πήρε το αλογάκι και το πέταξε μέσα στο δωμάτιο, φωνάζοντας στον αχθοφόρο «σφράγισε την πόρτα». Εκείνος ο ρακένδυτος αχθοφόρος, επειδή δεν είχε και καμία παιδεία, έβλεπε απέναντί του ένα παιδί, το οποίο ήθελε να το κάνει ευτυχισμένο, ενώ τον υπάλληλο δεν τον ένοιαζε.

Εκείνος δεν με αξιολογούσε σαν ένα μικρό παιδί. Στα μάτια εκείνου ήμουν

ένα βρωμορωμιόπαιδο».

  • Μας έσωσε ο θυρωρός, ο Αχμέτ Εφέντης

Για το βράδυ των Σεπτεμβριανών ο Μ. Βασιλειάδης θυμάται: «Την ημέρα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, όταν έφθασα μπροστά στο σπίτι μου, με είδε ο θυρωρός και μου είπε: «Μιχάλη, ήρθες ακριβώς στην ώρα. Κάνε γρήγορα. Μπες στην πολυκατοικία, πριν φθάσουν τα πλήθη». Μόλις μπήκα, έκλεισε πίσω μου την πόρτα. Τα πλήθη είχαν ήδη φθάσει, και σταμάτησαν μπροστά στο σπίτι. Ο Αχμέτ, κρατώντας στο ένα του χέρι την τουρκική σημαία, φώναξε:

«Στη δική μας πολυκατοικία δεν υπάρχει γκιαούρης. Συνεχίστε, συνεχίστε».

Εκείνοι κατευθύνθηκαν προς τις άλλες πολυκατοικίες. Αργότερα, ο Αχμέτ Εφέντης πήγε και εκείνος να πάρει μέρος μαζί τους. Στα μάτια εκείνου, εμείς ήμασταν η Κατερίνα και ο Μιχάλης. Ήμασταν φίλοι του, δεν ήμασταν απλά Ρωμιοί. Άλλοι ήταν οι Ρωμιοί που είχε κατά νου εκείνος. Ενώ εμάς μας έσωσε, δεν είχε κανένα ενδοιασμό να σπάσει και να λεηλατήσει τα μαγαζιά των άλλων».

  • «Για σένα λένε ότι είσαι Ρωμιός»

Και μια ανάμνηση του Μ. Βασιλειάδη από το στρατό: «Όταν υπηρετούσα ως αξιωματικός, είχα έναν λοχία, τον Χατζή Τσαβούς, ο οποίος με αγαπούσε πολύ. Συνεχώς κοίταζε πάνω στο γραφείο τα γυαλιά του ηλίου που είχα, με θαυμασμό. Μια μέρα, του είπα να τα φορέσει και στη συνέχεια του είπα ότι του πάνε πολύ και ότι του τα χαρίζω. Το χάρηκε πολύ, ήταν πανευτυχής. Στη συνέχεια της θητείας του, κυκλοφορούσε όλο με εκείνα τα γυαλιά. Μια μέρα ήρθε στο γραφείο μου και κατάλαβα ότι ήθελε να πει κάτι, αλλά δίσταζε. Του είπα: «Λέγε». Η απάντησή του ήταν: «Ξέρεις τι λένε για σένα; Λένε ότι είσαι Ρωμιός. Είσαι Ρωμιός;» Το έλεγε με τόσο πόνο, που εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι να κάνω και του είπα: «Κοίταξε Χατζή τσαβούς, εμένα η μάνα μου και ο πατέρας μου είναι Ρωμιοί». Με μιας χάρηκε πάρα πολύ και μου είπε:

«Δεν το λες; Τώρα να δεις εγώ τι θα τους κάνω». Ο Χατζή τσαβούς δεν ήξερε τι είναι Ρωμιός. Του παιδιού του είχαν κάνει πλύση εγκεφάλου. Νόμιζε ότι αυτό είναι κάτι το πολύ κακό. Δεν του άρεσε να είναι Ρωμιός ο διοικητής του, που τον αγαπούσε τόσο πολύ».

  • Μη ζητάτε συγνώμη από μας, ζητήστε από τον τουρκικό λαό

Σε άλλο μέρος της συνέντευξης ο Μιχάλης Βασιλειάδης αναφέρει: «Γνωστά ονόματα, όπως ο Cem Οzdemir, η Ayse Onal κ.α, με κάλεσαν στην Τουρκία και θέλησαν να ζητήσουν στο πρόσωπό μου συγνώμη από τους Ρωμιούς. Η απάντησή μου ήταν: «Αυτός από τον οποίο πρέπει να ζητηθεί συγνώμη στην ουσία, είναι ο τουρκικός λαός, διότι αυτός υπέστη πλύση εγκεφάλου και πιέστηκε να κάνει όλα αυτά…»

Πηγή: «Απογευματινή», Κωνσταντινούπολης