Του Δ.Π. Δήμα

«Πρέπει να ξανακερδίσουμε την Τουρκία». Είναι το μήνυμα-σλόγκαν που, ελαφρώς παραφρασμένο, ακούγεται εδώ και μήνες στην Ουάσιγκτον από πλείστους «μισθοφόρους» της Αγκυρας και ανεγκέφαλες, άλλως πώς αποκαλούμενες «δεξαμενές σκέψεις»…
Σχετικά ήταν και τα σχόλια και με αρκετή μάλιστα επιτακτικότητα των συνήθων ανησυχούντων για τις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις, εξαιτίας της πρόσφατης αναβαθμισμένης και μεγαλοπρεπούς, ως είθισται σε Οθωμανούς πασάδες, επίσκεψης του Τούρκου προέδρου Γκιουλ στη Μόσχα.

Η «ένταση» των ανησυχιών έφτασε βαθμιαία στη «διαπασών» από τότε που ο…Ομπάμα κλείδωσε το χρίσμα των Δημοκρατικών γιατί, αντίθετα από την προεξοφλούμενη και μη εμπνέουσα ανησυχία για τα τουρκικά συμφέροντα Χίλαρι Κλίντον, οι εκπρόσωποι των τουρκικών συμφερόντων αισθάνθηκαν πως ο νέος κάτοικος του Λευκού Οίκου θα «έπρεπε να εμπεδώσει» πως δεν μπορεί να κάνει βήμα στην αμερικανική εξωτερική πολιτική άνευ της συνδρομής της Τουρκίας.
Ετσι, προς απογοήτευσή τους και παρά τα διοργανωθέντα συνέδρια, τις ομιλίες και συζητήσεις στα διάφορα βαρύγδουπα ιδρύματα της Ουάσιγκτον και τις «μελέτες» που ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια για την «εξαιρετική χρησιμότητα» της Τουρκίας στη «μεσολάβηση επίλυσης» ποικίλων ζητημάτων διεθνούς ενδιαφέροντος, ο Τζορτζ Μίτσελ, ο νέος μεσολαβητής για το Μεσανατολικό, δεν έκανε στάση στην Αγκυρα.

Ο «αποκλεισμός»
Ο «αποκλεισμός» της Τουρκίας από τη μεσολάβηση στο Μεσανατολικό -όπως τουλάχιστον έγινε αντιληπτή η μη συμπερίληψη της Τουρκίας στην περιοδεία Μίτσελ- εξωτερίκευσε με το «ξέσπασμα Ερντογάν» στο Νταβός τη βαθύτερη πεποίθηση περί «εμπαιγμού» της Αγκυρας στην όλη διαδικασία.
Αυτό έφερε στην επιφάνεια, με πρόσχημα την «αξιοπιστία» της Τουρκίας -από τη «συμπεριφορά» Ερντογάν- στη διεθνή πολιτική σκηνή, νέες αμφισβητήσεις από τους γνωστούς κύκλους στο Washington Institute for Near East Policy (WINEP) και θεωρίες περί της «κρυφής ισλαμικής ατζέντας» του Τούρκου πρωθυπουργού. Ετσι, ηγέρθησαν σχετικά διλήμματα προ ημερών σ' ένα από αυτά τα «συνέδρια» του WINEP, με την υπόδειξη πως η Ουάσιγκτον θα πρέπει να «επιλέξει πλευρές στην παρατεταμένη διαμάχη της Τουρκίας για κοσμικότητα και δημοκρατία, στην οποία αναμειγνύονται το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ και οι αντιπάλοί του (στρατιωτικοί)», καθώς η κυβέρνηση Ομπάμα «αντιμετωπίζει μια σειρά από επικείμενες αποφάσεις στην ανάπτυξη αμερικανικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας».
Κατ' αυτούς, κριτήριο στην επιλογή της Ουάσιγκτον θα πρέπει να είναι το κατά πόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες «θα καταφέρουν να πείσουν το απρόθυμο ΑΚΡ να υποστηρίξει τις προσπάθειες των ΗΠΑ σε ζητήματα που φτάνουν από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μέχρι τις ρωσικές περιφερειακές φιλοδοξίες».
Τους διοργανωτές της συζήτησης «συνέφερε» από τον οίστρο τους ο πλέον αξιόλογος περί τα τουρκικά αναλυτής Ιαν Λέσερ, ο οποίος, αντίθετα, υπογράμμισε πως είναι η Τουρκία αυτή που «θα 'χει δυσκολίες στο ν' αποσπάσει την προσοχή της αμερικανικής κυβέρνησης» λόγω ποικίλων συγκυριών και συμπεριφορών, κάτι που, σημειωτέον, έγινε αρκούντως εμφανές κατά την «πρώτη» Μίτσελ στη Μέση Ανατολή.
Εν πάση περιπτώσει, τα ερωτήματα που εγείρονται στον αμερικανικό Τύπο συνοψίζονται στο κατά πόσον η Τουρκία εξακολουθεί ν' αποτελεί σύμμαχο της Δύσης ή βρίσκεται στην αναζήτηση ενός νέου προσανατολισμού.
Παρά τον σχετικό σκεπτικισμό που υποδηλώνει το έντεχνα διοχετευόμενο κλίμα περί «απώλειας» της Τουρκίας -σλόγκαν της δεκαετίας του '90-, μια ψυχραιμότερη εκτίμηση έγκυρων κύκλων για την επίσκεψη Γκιουλ στη Μόσχα σταματά στη διαπίστωση πως πρόκειται περί «διορθωτικών κινήσεων» της Αγκυρας κάτω από τις σημερινές γεωπολιτικές συγκυρίες και δεν πρόκειται περί μονιμότερης μετακίνησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς ανατολάς, ως αποτέλεσμα της αντίληψης εδραίωσης μιας αυξημένης προσοχής και φρέσκιας αυτοπεποίθησης της γείτονος στα τεκταινόμενα της περιοχής της.
Μέσα από τις διακηρύξεις περί στρατηγικής συνεργασίας Μόσχας και Αγκυρας, κύκλοι στην Ουάσιγκτον δίνουν πολύπλευρες ερμηνείες, αλλά στέκονται στη «δεσπόζουσα» κατ' αυτούς πεποίθηση περί ενός έντονου στοιχείου ανταγωνισμού, που ούτως ή άλλως ουδέποτε εξέλιπε εδώ και αιώνες από τις σχέσεις των δύο γειτονικών αυτοκρατοριών, που επί του προκειμένου έχει να κάνει με τον έλεγχο των εξελίξεων στον Καύκασο.

Οι «εναγκαλισμοί»
Ετσι, πέραν των οιωνδήποτε εντυπώσεων και «εναγκαλισμών», αυτό που φαίνεται ν' αποτελεί βεβαιότητα είναι πως επ' ουδενί η Μόσχα θα επιτρέψει στην Αγκυρα να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σ' ένα χώρο που θεωρεί ως «φυσικό» της πεδίο, παρά το γεγονός ότι ο Ρώσος πρόεδρος Μεντβιέντεφ επέλεξε να μην αντιδράσει στις δηλώσεις Γκιουλ, προ της αφίξεώς του εκεί, με τις οποίες εκείνος «χαμήλωνε» τη Ρωσία σε «μία» από τις περιφερειακές δυνάμεις του Καυκάσου (σ.σ. εννοείται πως η Τουρκία, κατά Γκιουλ, είναι η έτερη περιφερειακή δύναμη της περιοχής).
Η «ψυχραιμία» Μεντβιέντεφ στις προηγηθείσες δηλώσεις Γκιουλ εξηγείται από το γεγονός ότι αυτές «εξυπηρέτησαν» τη ρωσική πλευρά να μιλήσει για αποκλεισμό των ΗΠΑ από τον Καύκασο, λέγοντας πως «δεν θα πρέπει να συμμετάσχουν άλλες χώρες εκτός περιοχής» στην αντιμετώπιση ζητημάτων ασφαλείας του Καυκάσου.
Επιπλέον, δε, διαπιστώσεις που έγιναν στη Μόσχα για «περαιτέρω εμβάθυνση της σχέσης στον στρατηγικό ενεργειακό τομέα» συνοδεύονται από σχόλια αναλυτών πως η Τουρκία είναι «εξαιρετικά εξαρτημένη» από το ρωσικό πετρέλαιο και αέριο και, επιπροσθέτως, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως η Ρωσία θα εμπιστευτεί την Τουρκία, η οποία αποτελεί «κλειδί» στον δυτικό αγωγό του Ναμπούκο, τον ανταγωνιστικό στον ρωσικό αγωγό του Νοτίου Διαδρόμου (South Stream).
Εν γνώσει όλων αυτών, προφανώς, ο Μαρκ Πάρις του ιδρύματος Brookings (σ.σ. πρώην Αμερικανός πρέσβης στην Τουρκία) εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσον η Ρωσία «θα μπορέσει κάποτε ν' αποτελέσει εναλλακτική λύση στη στρατηγική συνεργασία (της Τουρκίας) με την Ουάσιγκτον και τη Δύση γενικότερα».
Ωστόσο, πέρα και πάνω απ' όλα αυτά, στην Ουάσιγκτον και στη Μόσχα αντιλαμβάνονται πως, σε τελική ανάλυση, αργά ή γρήγορα οι δύο αυτές πρωτεύουσες θα πρέπει να 'ρθουν σε απευθείας συνεννόηση και συντονισμό για την αντιμετώπιση προβλημάτων της εποχής και οι λοιποί παίκτες, οι «μικρομεσαίοι», θα παραμείνουν αυτό που πάντα ήταν, ήτοι πιόνια πάνω στη διεθνή σκακιέρα.

ΠΗΓΗ:Ελευθροτυπία