Του Δημήτρη Κάζη, Υποψήφιου Διδάκτωρος Διεθνών Σχέσεων και Αντιπροέδρου του Κέντρου Διεθνούς Πολιτικής Θεσσαλονίκης (CIPT)

Οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η νέα αμερικανική ηγεσία υπό τον πρόεδρο Ομπάμα είναι κρίσιμες και δεν επιτρέπουν περίοδο «χάριτος» για την αντιμετώπισή τους. Οι ευρω-ατλαντικές σχέσεις που επλήγησαν δομικά επί Προεδρίας Μπους, καθώς και η συνεχώς δυναμικότερη εξωτερική πολιτική της Ρωσίας που αναζητά τρόπους μεγιστοποίησης της επιρροής της στη διεθνή αρένα είναι ζητήματα που απασχολούν άμεσα τη νέα αμερικανική ηγεσία και απαιτούν πραγματιστικές λύσεις.

Η νέα αμερικανική ηγεσία έχει δραστηριοποιηθεί σε αυτά τα μέτωπα με χαρακτηριστικότερη κίνηση την ανακοίνωση παύσης λειτουργίας της φυλακής του Γκουαντάναμο και τη συνεργασία με Ευρωπαϊκά κράτη για το μέλλον των κρατουμένων. Ήδη αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον κοινοτικό επίτροπό Δικαιοσύνης θα μεταβεί στα μέσα Μαρτίου στις ΗΠΑ για να συζητήσει το θέμα μεταφοράς κρατουμένων σε Ευρωπαϊκό έδαφος. Σε ότι αφορά την Ρωσία, το περιβάλλον είναι πιο περίπλοκο αφού η ηγεσία Ομπάμα θα πρέπει να προσαρμόσει την πολιτική της ώστε να είναι αποφασιστική απέναντι σε αυτήν ενώ παράλληλα θα κάνει νέα ανοίγματα αμοιβαίας κατανόησης και συνεργασίας. Πρόκειται για δύσκολο εγχείρημα που πρέπει να εμπεριέχει και τη διασφάλιση της Ευρωπαϊκής συνεισφοράς που διαβλέπει με σκεπτικισμό και επιφυλακτικότητα τις Ρωσικές προθέσεις μετά και τα γεγονότα στην Γεωργία τον περασμένο Αύγουστο.

Η διαφορετική αντίδραση Αμερικανών και Ευρωπαίων στον πόλεμο της Γεωργίας καταδεικνύει και το διαφορετικό πρίσμα που αντιλαμβάνονται τα γεγονότα οι δύο πλευρές. Οι ΗΠΑ υπερασπίστηκαν την γεωργιανή κυβέρνηση κατηγορώντας αποκλειστικά τη Ρωσία και θέλοντας να της επιβάλουν εκδικητικά μέτρα κυρίως μέσω του ΝΑΤΟ. Αντιθέτως οι Ευρωπαίοι είχαν μια πιο ισορροπημένη άποψη σχετικά με τα αίτια του πολέμου καταλογίζοντας ευθύνη και στη γεωργιανή πλευρά για τις ένοπλες συγκρούσεις στη Νότιο Οσσετία. Η Ευρώπη δεν έδειξε πρόθυμη να προχωρήσει σε μια διαδικασία υποβάθμισης των σχέσεων της με την Ρωσία αλλά αντιθέτως προχώρησε σε μια νέα διαπραγματευτική πρωτοβουλία μαζί της και πίεσε για καινούριες επαφές ΝΑΤΟ-Ρωσίας.

Η αμερικανική ηγεσία πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες που θα ισορροπήσουν ανάμεσα σε αυτήν την σχέση, ενώ θέματα που προκαλούν την έντονη δυσαρέσκεια της Μόσχας, όπως ενδεχόμενη ένταξη στο ΝΑΤΟ της Γεωργίας και της Ουκρανίας είναι απίθανο να συζητηθούν στην επόμενη σύνοδο του ΝΑΤΟ τον Απρίλιο και θα παραπεμφθούν στο μέλλον.

Ένα άλλο θέμα που προκαλεί εντάσεις ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία είναι η εγκατάσταση αντιπυραυλικού συστήματος άμυνας στα εδάφη της Τσεχίας και της Πολωνίας. Η Ρωσία και μετά την εκλογή Ομπάμα έχει δείξει με σαφή τρόπο την διατήρηση της σκληρής της στάσης σε αυτό το θέμα ενώ είναι χαρακτηριστικό πως ο Ρώσος πρόεδρος Μεντμέντεφ δήλωσε πως η Ρωσία θα προχωρήσει στην ανάπτυξη πυραυλικού συστήματος στο θύλακο του Καλίνινγκραντ, πολύ κοντά στη Πολωνία, ως αντίδραση στην τοποθέτηση του αμερικανικού συστήματος σε αυτή την χώρα. Μάλιστα ο Ρώσος πρόεδρος επανήλθε στο θέμα με αφορμή την διάσκεψη ασφάλειας του Μονάχου και αποσαφήνισε ότι η χώρα του δεν θα εγκαταστήσει πυραύλους τύπου Ισκαντέρ στο θύλακο του Καλίνινγκραντ, όπως είχε προαναγγείλει, αν οι ΗΠΑ δεν εγκαταστήσουν την λεγόμενη αντιπυραυλική ασπίδα στην Ανατολική Ευρώπη.

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα είχε ταχθεί προεκλογικά υπέρ του αντιπυραυλικού συστήματος άμυνας, αλλά με ένα πιο χαλαρό χρονοδιάγραμμα σχετικά με την ανάπτυξη και τοποθέτηση του, δεδομένου ότι συνεχίζεται η δοκιμή της αποτελεσματικότητας του από το Πεντάγωνο και η ποιότητα του συστήματος δεν έχει ακόμα διασφαλιστεί. Η κυβέρνηση Ομπάμα φαίνεται ότι θα υιοθετήσει μια νέα προσέγγιση στο θέμα αυτό. Αυτό ενδέχεται να είναι μια νέα διπλωματική πρωτοβουλία που θα περιλαμβάνει και τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ που σε μεγάλο βαθμό είχαν αγνοηθεί για το συγκεκριμένο θέμα από την προηγούμενη Αμερικανική ηγεσία αλλά και την ίδια την Ρωσία σε μια προσπάθεια κατευνασμού της αφού το όλο εγχείρημα δημιούργησε έντονο γεωπολιτικό ανταγωνισμό. Στην προσπάθεια αυτή η κυβέρνηση Ομπάμα θα έχει να αντιμετωπίσει όμως και έντονες αντιδράσεις από το εσωτερικό και από κύκλους που παραδοσιακά διατηρούν μια έντονη επιφυλακτικότητα απέναντι στη Ρωσία και έχουν πολλές φορές διακομματικό χαρακτήρα.Στην επιβεβαίωση του ρωσο-σκεπτικισμού έρχεται να συντελέσει η πολύ πρόσφατη και μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας υπογραφή των επτά πρώην σοβιετικών Δημοκρατιών (μέλη του Οργανισμού του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας) για τη συγκρότηση «συλλογικών ενόπλων δυνάμεων ταχείας αντίδρασης». Η συμφωνία υπεγράφη στη Μόσχα από τους ηγέτες των επτά χωρών (Ρωσία, Αρμενία, Λευκορωσία, Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, και Κιργιστάν) και προβλέπει την συγκρότηση στρατιωτικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων εξωτερικών απειλών.

Οι συλλογικές αυτές στρατιωτικές δυνάμεις θα έχουν κοινή διοίκηση και θα εδρεύουν μόνιμα σε ρωσικό έδαφος. Επιπλέον, οι Ευρωπαίοι διακατέχονται πλέον από μια έντονη επιφυλακτικότητα απέναντι στη Ρωσία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρέθηκε τον Ιανουάριο στα πρόθυρα νευρικής κρίσης εξαιτίας του «πολέμου» Ρωσίας – Ουκρανίας για την τιμή του φυσικού αερίου. Η διαμάχη είχε ως αποτέλεσμα να κλείσουν σχεδόν για δύο εβδομάδες οι στρόφιγγες του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη και να σημειωθούν σημαντικότατες ελλείψεις σε πολλά Ευρωπαϊκά κράτη, δημιουργώντας ένα ιδιότυπο καθεστώς ενεργειακής ομηρίας. Σε συνδυασμό με τον πόλεμο του Αυγούστου στη Γεωργία και την επίδειξη της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος και μια σειρά άλλων ενεργειών όπως νέες συμμαχίες, κατασκευή στρατιωτικών βάσεων στις αποσχισθείσες γεωργιανές επαρχίες της Νότιας Οσσετίας και της Αμπχαζίας, διπλωματικών πρωτοβουλιών από την Ασία μέχρι και τη Λατινική Αμερική και σαφείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών στο εσωτερικό της Ρωσίας, έχει δημιουργηθεί μια σχέση που ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί και απέχει από το καθεστώς «αμοιβαίας αλληλεξάρτησης» που επιθυμούν οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι.

Σε αυτό το σημείο έρχεται μια πρόκληση που η νέα αμερικανική κυβέρνηση δεν μπορεί να αγνοήσει και δεν είναι άλλη από το να καταφέρει να συνδυάσει μια νέα διπλωματική προσέγγιση με την Ρωσία και παράλληλα να καθησυχάσει και να εγγυηθεί τις δεσμεύσεις της στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Η δέσμευση των ΗΠΑ στις χώρες αυτές καθώς και η διακήρυξη για συνεχόμενη διεύρυνση του ΝΑΤΟ αναμένεται να φέρουν την κυβέρνηση Ομπάμα σε δύσκολη θέση όταν θα θέλει να συνεργασθεί με την Ρωσία σε μια σειρά θεμάτων όπως για παράδειγμα τον στρατιωτικό ανεφοδιασμό του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν μέσω των ρωσικών εδαφών. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν την πολυπλοκότητα της κατάστασης και την πληθώρα των ζητημάτων και δεδομένων που πρέπει να λάβουμε υπόψη για να διερευνήσουμε τις μελλοντικές ενέργειες της Αμερικανικής ηγεσίας και πως αυτές θα διαμορφώσουν τις ευρω-ατλαντικές και αμερικανό- ρωσικές σχέσεις. Αυτό που ίσως γίνεται αντιληπτό είναι πως ενδεχόμενη βελτίωση των ευρω-ατλαντικών θα λειτουργήσει ευεργετικά για την αμερικανική ηγεσία που θα έχει πλέον περισσότερη ευελιξία και νομιμοποίηση στο να διαχειριστεί την ευαίσθητη σχέση της με την Ρωσία, ενδεχόμενο που θεωρείται θετικό και για την Ευρώπη, η οποία επιθυμεί μια διαδικασία δυτικής κατεύθυνσης και «ολοκλήρωσης» της ρωσικής πλευράς. Τα πρώτα δείγματα της διακυβέρνησης Ομπάμα όσο αφορά την Ευρώπη είναι ενθαρρυντικά, πέρα από την ανακοίνωση παύσης λειτουργίας της φυλακής του Γκουαντάναμο ενδέχεται να έχουμε και μια νέα προσέγγιση στην πολιτική για την κλιματική αλλαγή.

Επιπλέον, η ρητορική της νέας ηγεσίας δεν θυμίζει στιγμές του πρόσφατου παρελθόντος όταν η Ευρώπη παρουσιαζόταν ως ο αδύναμος κρίκος της «ατλαντικής» αλυσίδας που μόνο απαιτούσε χωρίς να έχει να προσφέρει κάτι. Από την άλλη πλευρά η Ουάσινγκτον αναμένει περισσότερη και ουσιαστικότερη βοήθεια από τους Ευρωπαίους στο θέμα του Αφγανιστάν, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός πως αποτελούσε την πρώτη προτεραιότητα στην προεκλογική περίοδο του νέου Αμερικανού προέδρου. Όσο αφορά στην αμερικανική πολιτική απέναντι στη Ρωσία, αυτή είναι ακόμα αμφιλεγόμενη. Η νέα Αμερικανική ηγεσία έχει διατυπώσει τη θέλησή της για μια ομαλοποίηση των μεταξύ τους σχέσεων ενώ υπάρχουν και σαφή κίνητρα για μια βελτιωμένη σχέση συνεργασίας με τη Μόσχα. Η τελευταία με τις αντικρουόμενες πολιτικές της και τα μηνύματα που αποστέλλει προς κάθε κατεύθυνση, ιδιαίτερα τη χρονική περίοδο μετά τα γεγονότα της Γεωργίας, περιπλέκει τη δυνατότητα αυτή καθώς και το καθεστώς των μελλοντικών τους σχέσεων.