Του Αθανασιου Ελλις

Η πρώτη επίσκεψη της Χίλαρι Κλίντον στην Τουρκία, χθες και σήμερα, φέρνει στο προσκήνιο το πολύπλοκο παζλ των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Η χρονική συγκυρία προσφέρεται για αναβάθμιση του ρόλου της Αγκυρας στο πλαίσιο της νέας εξωτερικής πολιτικής που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση Ομπάμα στο Ιράκ, στο Ιράν και την ευρύτερη Μεση Ανατολή, αν και επικρατεί σκεπτικισμός γύρω από τις προθέσεις του Ταγίπ Ερντογάν έναντι των ΗΠΑ και της Ευρώπης.

 

Στις πρώτες τηλεφωνικές επικοινωνίες του με τους κ. Γκιουλ και Ερντογάν, πριν από τρεις εβδομάδες, ο Μπαράκ Ομπάμα υπογράμμισε τη σημασία που αποδίδει στη συνεργασία με την Τουρκία στη Μέση Ανατολή. Αλλωστε, τη στιγμή που η Ουάσιγκτον επανεξετάζει την πολιτική της έναντι της Συρίας και του Ιράν, η Αγκυρα μεσολαβεί μεταξύ Δαμασκού και Τελ Αβίβ, και αυτοπροβάλλεται ως πιθανός «ενδιάμεσος κρίκος» με την Τεχεράνη.

Ομως, η αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας προϋποθέτει την ύπαρξη κοινών στρατηγικών επιδιώξεων Ουάσιγκτον και Αγκυρας, κάτι που δεν είναι βέβαιο ότι ισχύει. Αμερικανοί αξιωματούχοι και αναλυτές συνεχίζουν να μιλούν για τον σημαντικό γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας, αλλά ταυτόχρονα δεν κρύβουν τον προβληματισμό τους για την εμφανή πλέον τάση του Ταγίπ Ερντογάν να «κοιτάζει» προς Ανατολάς, ακολουθώντας μια «νεο-οθωμανική» προσέγγιση. Μάλιστα, κάποιοι στην Αγκυρα φθάνουν στο σημείο να μιλούν για «απαγκίστρωση από το δυτικό άρμα» και δημιουργία μιας άτυπης κοινοπολιτείας με χώρες όπως η Συρία και το Ιράν.

Απογοήτευση με τη Δύση

Η δυσφορία του τουρκικού λαού για τη διαφαινόμενη άρνηση της Ε.Ε. να δεχθεί την Τουρκία στους κόλπους της, ο αυξανόμενος αντιαμερικανισμός που ακολούθησε τον πόλεμο στο Ιράκ και η έμφαση της πολιτικής ηγεσίας στην ισλαμική πίστη, αντικατοπτρίζουν μια σταδιακή αποδυνάμωση του δυτικού προσανατολισμού της χώρας. Ταυτόχρονα, η πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων θα εξαρτηθεί και από το εάν αυτές θα περάσουν αλώβητες τους σκοπέλους των πιέσεων στο εσωτερικό των ΗΠΑ για αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας, του προβληματισμού που δημιούργησε το φραστικό ξέσπασμα του Ταγίπ Ερντογάν κατά του Ισραηλινού προέδρου Σιμόν Πέρες στο Νταβός, και της αυξημένης ευαισθησίας που θα επιδείξει η νέα δημοκρατική κυβέρνηση των ΗΠΑ για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία.

Στο Αφγανιστάν, οι ΗΠΑ ζητούν μεγαλύτερη συμμετοχή της Τουρκίας η οποία, όμως, διά του υπ. Εξωτερικών επέλεξε πριν από λίγες ημέρες να υπογραμμίσει τη συμβολή στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης και να σημειώσει ότι σε αυτή τη φάση η Αγκυρα δεν προτίθεται να στείλει άλλες μάχιμες μονάδες στο Αφγανιστάν.

Πάντως, η ψύχρανση που προκάλεσε στις διμερείς σχέσεις η άρνηση της Τουρκίας να επιτρέψει τη διέλευση αμερικανικών στρατευμάτων από το τουρκικό έδαφος τον Μάρτιο του 2003 έχει υποχωρήσει. Ο χρόνος έχει εν μέρει επουλώσει το τραύμα που προκάλεσε εκείνη η απόφαση της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης που είχε εξοργίσει τη στρατιωτική ηγεσία των ΗΠΑ, η οποία παραδοσιακά αποτελούσε τον σθεναρότερο υποστηρικτή της Αγκυρας. Πάντως, πολλοί ανώτατοι αξιωματικοί του Πενταγώνου εξακολουθούν να αποδίδουν στην απουσία δεύτερου μετώπου στο βόρειο Ιράκ τον θάνατο χιλιάδων Αμερικανών στρατιωτών και την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην αποκατάσταση της σχετικής σταθερότητας στη χώρα. Η προσοχή στρέφεται πλέον στο μέλλον, καθώς το επόμενο διάστημα οι ΗΠΑ θα χρειαστούν και πάλι το τουρκικό έδαφος, αυτή τη φορά για την αποχώρηση των δυνάμεών τους από το Ιράκ.

«Γέφυρα» προς το Ιράν

Σε ό,τι αφορά το γειτονικό Ιράν, η Τουρκία αυτοπροβάλλεται ως «γέφυρα» προς τη Δύση. Δεν είναι τυχαίο ότι αμέσως μετά την αναχώρηση της κ. Κλίντον από την Αγκυρα, ο Τούρκος υπ. Εξωτερικών κ. Μπαμπατζάν θα μεταβεί στην Τεχεράνη όπου την Τετάρτη θα φθάσει για επίσημη επίσκεψη και ο πρόεδρος Γκιουλ. Εδώ η Τουρκία κινείται σε μια πολύ λεπτή ισορροπία. Επιθυμεί να παίξει ρόλο, αλλά οι ΗΠΑ και οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις θα δεχθούν και θα στηρίξουν τον τουρκικό ρόλο υπό την προϋπόθεση ότι αυτός προωθεί τη δική τους προσέγγιση στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Αντίθετα, εάν στόχος της Τουρκίας είναι η εμβάθυνση της συνεργασίας με το Ιράν, τότε η Δύση θα πάρει αποστάσεις. Πολλά θα κριθούν από τις στρατηγικές επιλογές που θα κάνει ο Ταγίπ Ερντογάν, αλλά και το ενδεχόμενο επικράτησης των μεταρρυθμιστών στις προεδρικές εκλογές του Ιουνίου στο Ιράν που θα διευκολύνει τη βελτίωση των σχέσεων με τη Δύση.

Για να διαδραματίσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που επιδιώκει, η Αγκυρα πρέπει να διατηρήσει τις καλές σχέσεις με το Ισραήλ, που επλήγησαν από την επίθεση που εξαπέλυσε ο Τούρκος πρωθυπουργός κατά του Σιμόν Πέρες στο Νταβός. Η Ουάσιγκτον έχει διαμηνύσει στον κ. Ερντογάν ότι αναμένει από αυτόν να συμπεριφερθεί ως ηγέτης, κάτι που σημαίνει ότι δεν θα δημιουργεί προβλήματα, αλλά θα συμβάλλει στην επίλυσή τους. Η ισραηλινή κοινή γνώμη, το εβραϊκό λόμπι των ΗΠΑ και αρκετοί Αμερικανοί πολιτικοί σοκαρίστηκαν από τη συμπεριφορά του κ. Ερντογάν, αν και όλοι ελπίζουν το τραύμα στις σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ να επουλωθεί το συντομότερο.

Γενοκτονία των Αρμενίων

Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα περάσουν ένα δύσκολο τεστ τις επόμενες εβδομάδες καθώς στο Κογκρέσο ακούγονται με αμείωτη ένταση οι φωνές υπέρ της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Αρμενίων, με προεξάρχουσα αυτή της προέδρου της Βουλής, Νάνσι Πελόζι, η οποία εκλέγεται σε περιφέρεια με πολυπληθή αρμενική κοινότητα. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται άλλωστε και ο ίδιος ο Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος ως υποψήφιος είχε υποσχεθεί στην αρμενική κοινότητα ότι θα προχωρήσει στην αναγνώριση.

Ενα ακόμη «αγκάθι» στις διμερείς σχέσεις θα είναι η μεγαλύτερη έμφαση που θα δοθεί από την Ουάσιγκτον στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις πολιτικές και θρησκευτικές ελευθερίες, όπως είθισται να συμβαίνει κάθε φορά που στην εξουσία βρίσκεται Δημοκρατική κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το τελευταίο διάστημα γνωστοί αναλυτές οι οποίοι ασχολούνται με την Τουρκία, όπως ο Μαρκ Πάρις του Brookings και ο Ιαν Λέσερ του German Marshall Fund, άσκησαν δριμεία κριτική στην κυβέρνηση Ερντογάν για καταπάτηση των δικαιωμάτων της αντιπολίτευσης και περιορισμούς στη λειτουργία των μέσων ενημέρωσης, ενώ σε ανάλογο πνεύμα κινήθηκε και η φετινή έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τα ανθρώπινα δικαιώματα που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα.

Αιγαίο, Κυπριακό, Οικουμενικό Πατριαρχείο

Σημαντική, αν και όχι καθοριστική, παράμετρος των διμερών σχέσεων ΗΠΑ – Τουρκίας είναι και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στη συνάντησή της με την Ντόρα Μπακογιάννη πριν από δέκα ημέρες στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η Χίλαρι Κλίντον άκουσε τις ελληνικές ανησυχίες για την προκλητική συμπεριφορά των Τούρκων στο Αιγαίο και κατέστησε σαφή την πρόθεσή της να θίξει το θέμα στις συνομιλίες της με την τουρκική πολιτική ηγεσία. Μια πρώτη εικόνα της στάσης που προτίθεται να υιοθετήσει η κυβέρνηση Ομπάμα θα διαφανεί στη διάρκεια της άσκησης «Ηγεμών», που διοργανώνει εντός του Μαρτίου η Τουρκία σε επιλεγμένες περιοχές του Αιγαίου και στην οποία έχουν προσκληθεί να συμμετάσχουν και οι ΗΠΑ.

Η Ουάσιγκτον εκτιμά πως οι κ. Χριστόφιας και Ταλάτ είναι σε θέση να καταλήξουν σε συμφωνία στην Κύπρο έως το τέλος του έτους, και θα τους ενθαρρύνει προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ θα δώσει επίσης έμφαση στην επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και στην απρόσκοπτη λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Για το θέμα επιδεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γνωστοί ομογενείς, μεταξύ αυτών η οικογένεια Τσακόπουλου, που έχει υποστηρίξει πολιτικά και έχει χρηματοδοτήσει τις προεκλογικές εκστρατείες της κ. Κλίντον. Στην προηγούμενη επίσκεψή της στην Τουρκία, το 1999, η τότε Πρώτη Κυρία είχε συνοδεύσει τον Μπιλ Κλίντον στη συνάντησή του με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο στον οποίο το προεδρικό ζεύγος είχε εκφράσει την αμέριστη υποστήριξή του.