Του Δημήτρη Δημητράκου

Το θεωρητικό και το πρακτικό ενδιαφέρον για τα δικαιώματα είναι σχετικά πρόσφατο στον κόσμο. Ασφαλώς και το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρέμεινε επίκαιρο, τουλάχιστον από την Παγκόσμια Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών το 1948. Η αναφορά, όμως στα ανθρώπινα δικαιώματα σήμερα γίνεται συνήθως σε περιπτώσεις κατάφωρης παραβίασης τους σε ορισμένα καθεστώτα και απευθύνεται στις πολιτιστικές ευαισθησίες που απαντώνται κυρίως στη Δύση. Δεν παραπέμπει σε θεωρίες όσον αφορά την έννοια του δικαιώματος.

Σε τι συνίσταται αυτή η έννοια; Τα δικαιώματα απορρέουν από την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητα. Συνδέονται άμεσα με την απόφασή μας να επενδύουμε την ανθρώπινη προσωπικότητα με δυνάμεις πέρα από αυτές που έχει η αναγνώριση της φυσικής της ύπαρξης. Τα δικαιώματα απορρέουν από την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητα. Συνδέονται άμεσα με την απόφασή μας να επενδύουμε την ανθρώπινη προσωπικότητα με δυνάμεις πέρα από αυτές που έχει η αναγνώριση της φυσικής της ύπαρξης. Αναγνωρίζουμε, με άλλα λόγια, την ύπαρξη ενός ηθικού χώρου που περιβάλλει κάθε ανθρώπινο άτομο.

Θα δούμε ότι είναι χρήσιμη η διάκριση ανάμεσα σε θετικά και αρνητικά δικαιώματα. Θα υποστηρίξω ότι τα αρνητικά δικαιώματα, που συμπίπτουν με αυτά που ονομάζουμε φυσικά δικαιώματα, είναι αυτά που πρέπει να λαμβάνονται πρωτίστως υπ'όψιν. Εν τούτοις, θα πρέπει να πω προκαταρκτικά, ότι τα λεγόμενα αρνητικά δικαιώματα απορρέουν από ένα θετικό «μεταδικαίωμα» στην κατοχή δικαιωμάτων. Η πρωταρχική αναγνώρισή μου ως δικαιωματούχου ατόμου συνεπάγεται την αναγνώριση αρνητικών δικαιωμάτων μου, δηλαδή, την υποχρέωση μη παραβίασής τους εκ μέρους των άλλων.

Για πολλά χρόνια το ενδιαφέρον για τα δικαιώματα παρέμεινε μειωμένο στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας, η οποία μάλιστα κινδύνευε να εκλείψει. Το ενδιαφέρον αυτό αναβίωσε με την πτώση των κομουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη είκοσι χρόνια αργότερα έδωσε λαβή σε ένα νέο θεωρητικό προβληματισμό όσον αφορά την παντελή αγνόηση των ατομικών δικαιωμάτων στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η αγνόηση αυτή δεν είναι μόνο αναπόφευκτο αποτέλεσμα της εγκαθίδρυσης ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος οποιασδήποτε μορφής, αλλά και θεωρητική συνέπεια του μαρξισμού, ο οποίος λειτουργούσε ως κυρίαρχη ιδεολογία στις χώρες αυτές. Ο Μαρξισμός αντιτίθεται στην ιδέα των δικαιωμάτων.

1. Η ιδέα των ατομικών δικαιωμάτων και οι αντίπαλοί της

Κατά τον Marx η αναγνώριση δικαιωμάτων συνδέεται με τη διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο, από τη μία μεριά, και τον πολίτη, από την άλλη, ενώ αυτό που έχει σημασία είναι ο άνθρωπος ως «ουσία» (Gattungwesen).

Ο Marx παίρνει σαφή θέση κατά της έννοιας των δικαιωμάτων. Θεωρεί ότι ο πολίτης, αν νοηθεί μόνο ως φορέας δικαιωμάτων είναι ανολοκλήρωτος ως άνθρωπος. Απορρίπτει το δυϊσμό ανάμεσα στην ατομική ζωή του ανθρώπου και τη ζωή του ως είδος (Gattungsleben) . Ο άνθρωπος στην ατομική του υπόσταση αποτελεί μια πρωτόγονη και εγωιστική μορφή ανθρώπινης ύπαρξης η οποία πρέπει να ξεπεραστεί. Η «κοινωνία πολιτών» (bürgerliche Gesellschaft) «εκφράζει το διαχωρισμό του ανθρώπου από τον άνθρωπο» και είναι ο κατ'εξοχήν χώρος των ατομικών του δικαιωμάτων έναντι του κράτους. Τα δικαιώματα αυτά αφορούν τον άνθρωπο, όμως τον αλλοτριωμένο και διεφθαρμένο άνθρωπο από τους κοινωνικούς θεσμούς. Ο σοσιαλισμός έρχεται να στηρίξει και να ολοκληρώσει τον άνθρωπο στην «ουσία» του. Τα δικαιώματα αφορούν τον άνθρωπο μόνο ως πολίτη. Έχουν θέση στην αστική δημοκρατία – και εκεί βρίσκεται το όριο τους. Από αυτήν τη βασική θέση δεν ξέφυγε ποτέ ο Μarx, ούτε άλλωστε και ο Εngels .

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να λειτουργήσει αν δεν του αναγνωρισθεί μία περιοχή πολιτικής κυριαρχίας που να είναι απαραβίαστη. Υπό συνθήκες φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας τα δικαιώματα του πολίτη ταυτίζονται με τα «φυσικά» ανθρώπινα δικαιώματα

Εντελώς διαφορετική είναι η εν ευρεία εννοία φιλελεύθερη προσέγγιση. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να λειτουργήσει αν δεν του αναγνωρισθεί μία περιοχή πολιτικής κυριαρχίας που να είναι απαραβίαστη. Υπό συνθήκες φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας τα δικαιώματα του πολίτη ταυτίζονται με τα «φυσικά» ανθρώπινα δικαιώματα και η αναγνώρισή τους συμπίπτει, όχι τυχαία, με τις μεγάλες δημοκρατικές επαναστάσεις του 17ου και 18ου αιώνα: στην Αγγλία το 1689, στην Αμερική το 1776 και στη Γαλλία το 1789.

Τα δικαιώματα είναι (α) ηθικός χώρος γύρω από το άτομο,
(β) μικροστοιχεία δικαιοσύνης (Hillel Stein: An Essay on Rights, 1999).

Τα δικαιώματα του ατόμου εκφράζουν μια μορφή κυριαρχίας του τελευταίου, που είναι αναπόσπαστη από την έννοια της σύγχρονης δημοκρατίας. Το άτομο αποτελεί βασική μονάδα δράσης και ευθύνης σε μια δημοκρατική πολιτεία και η έννοια των δικαιωμάτων, όπως και εκείνη της υποχρέωσης λογοδοσίας των αρχόντων προς τους αρχόμενους αποτελούν βασικά θεμέλια στη λειτουργία της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Οι απαρχές της ιδέας των δικαιωμάτων υπάρχουν στο Ρωμαϊκό δίκαιο, αλλά και στον Αριστοτέλη, αλλά όχι με την έννοια μιας καθολικής αρχής που εφαρμόζεται σε όλη την ανθρωπότητα. Αυτό γεννιέται στην πολιτική σκέψη που άνθισε στο 17ο και το 18ο αιώνα: την παράδοση του φυσικού δικαίου που δημιουργεί στην Ισπανία η σχολή της Σαλαμάνκας και που συνεχίζεται από τον Hugo Grotius (1583-1645), τον Thomas Hobbes (1588-1679), τον John Locke (1632- 1704).

τα μόνα αυθεντικά δικαιώματα σε μια σύγχρονη, εκπροσωπευτική δημοκρατία είναι τα λεγόμενα αρνητικά δικαιώματα και το κράτος έχει την εξασφάλισή τους ως κύρια του αποστολή απέναντι στον πολίτη

Ο άνθρωπος γεννιέται με δικαιώματα. Του αναγνωρίζεται, εφόσον αποτελεί μονάδα ανθρώπινης ζωής, η κυριαρχία του σε έναν ηθικό χώρο που καταλαμβάνει. H κτήση δικαιωμάτων, είναι φυσική: η ίδια η φύση του ανθρώπου προϋποθέτει την ύπαρξη ή τουλάχιστον την αναγνώριση αυτού του πρόσθετου αφηρημένου χώρου ηθικής του κυριαρχίας.

Αυτόν το χώρο δεν αναγνωρίζουν οι οπαδοί του θετικού δικαίου, θεωρώντας ότι δικαιώματα είναι μόνο αυτά που το κράτος κάτω από οποιαδήποτε μορφή αναγνωρίζει στο άτομο. Τα δικαιώματα, υπό αυτήν την έποψη, παραχωρούνται ή κατακτούνται. Όμως, όπως θα φανεί, τα μόνα αυθεντικά δικαιώματα σε μια σύγχρονη, εκπροσωπευτική δημοκρατία είναι τα λεγόμενα αρνητικά δικαιώματα και το κράτος έχει την εξασφάλισή τους ως κύρια του αποστολή απέναντι στον πολίτη. Κύρια: όχι αποκλειστική αποστολή, διότι υπάρχουν και πολλά από τα λεγόμενα θετικά δικαιώματα, που πρέπει να εξασφαλισθούν από το κράτος, αλλά δεν είναι αυτό που ζητείται πρωταρχικά από αυτό, και η εξασφάλιση αυτή δεν πρέπει να γίνεται εις βάρος των αρνητικών δικαιωμάτων.

2. «Θετικά» και «αρνητικά» δικαιώματα

Ονομάζονται έτσι διότι τα πρώτα προϋποθέτουν τη δράση, ενώ τα δεύτερα απαιτούν την αποχή από δράση.

Παράδειγμα: ΘΕΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ – Δικαίωμα στην εργασία
ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ – Δικαίωμα στην ελευθερία

Τα θετικά δικαιώματα είναι αυτά που μου δίνουν δικαίωμα να έχω κάτι: π.χ. δικαίωμα στην εργασία ή δικαίωμα στη φαρμακευτική περίθαλψη. Μπορεί, βέβαια, να υποστηρίξει κανένας ότι αυτά που αναγνωρίζονται από την εποχή του Locke -τουλάχιστον – ως φυσικά δικαιώματα είναι «θετικά». Για παράδειγμα, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, για παράδειγμα, είναι θετικό, όπως και το δικαίωμα στην εργασία. Το πρώτο είναι φυσικό, το δεύτερο, κοινωνικό. Με τη διαφορά ότι ως φυσικό δικαίωμα, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία δεν σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να μου το εξασφαλίσει. Έχει, όμως, την υποχρέωση να μη μου το αφαιρέσει. Άρα, είναι αρνητικό δικαίωμα, το ίδιο όπως και τα άλλα φυσικά δικαιώματα που είναι το δικαίωμα στη ζωή και στην ελευθερία. Αντίθετα, το δικαίωμα στην εργασία, μεταφράζεται στο δικαίωμα του καθενός στην εξασφάλιση εργασίας. Αν ισχύει, είναι θετικό δικαίωμα.
Τα φυσικά δικαιώματα είναι σύστοιχα με υποχρεώσεις. Αυτό έχει την εξής έννοια. Αν ένα άτομο είναι φορέας ενός δικαιώματος , αυτό σημαίνει ότι κάποιος άλλος φορέας – άτομο ή συνηθέστερα, το κράτος – έχει την αντίστοιχη υποχρέωση να το σεβαστεί. Το δικαίωμα, με αυτήν την έννοια, είναι ένας τίτλος κυριότητας που δημιουργεί αντίστοιχες υποχρεώσεις σε έναν άλλο ατομικό ή κρατικό φορέα, οι οποίες απαγορεύουν στον τελευταίο να εμποδίσει οποιονδήποτε στην άσκηση των δικαιωμάτων του.

Τα δικαιώματα αυτά είναι ελάχιστα: το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην ελευθερία και το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία

Με αυτήν την έννοια, τα καθαυτό δικαιώματα του ανθρώπου είναι φυσικά και αρνητικά συγχρόνως: είναι νόμιμες δυνατότητες που κατέχει ο δικαιούχος, από το γεγονός και μόνο ότι είναι άνθρωπος και όχι λόγω μιας ορισμένης νομικής διάταξης που τις παρέχει. Τα δικαιώματα αυτά είναι ελάχιστα: το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην ελευθερία και το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία. Στην πραγματικότητα συγχωνεύονται στη αναγνώριση της ανθρώπινης ιδιότητας που πρέπει να είναι κατοχυρωμένη στην αυτοτέλεια της και στην κυριαρχία της από τη σύγχρονη πολιτεία. Αυτός, ιδανικά, είναι ο ρόλος του δημοκρατικού κράτους.

Συνήθως, όμως, το κράτος παίζει ρόλο χορηγού «θετικών» δικαιωμάτων. Τα «θετικά» δικαιώματα αντιπροσωπεύουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες που παρέχονται νόμιμα στα δικαιούχα άτομα, είτε από το ίδιο το κράτος, είτε από ιδιώτες, με κρατικό καταναγκασμό.

Υπάρχει «συμμετρία» ανάμεσα στα «θετικά» και «αρνητικά» δικαιώματα; Όχι! Η συμμετρία αυτή είναι ανυπόστατη και προέρχεται από μια σύγχυση ανάμεσα, από τη μια μεριά, στο καθεαυτό δικαίωμα που έχει ένας άνθρωπος- και που έχει γενικό και οικουμενικό χαρακτήρα, και από την άλλη τα νομήματα (entitlements) που συνεπάγεται κατά περίπτωση η άσκηση αυτού του δικαιώματος. Τα νομήματα είναι, μ' άλλα λόγια, συνέπειες της άσκησης (φυσικού) δικαιώματος. Έτσι, η ελευθερία και η ατομική ιδιοκτησία ως γενικές αρχές, αποτελούν καθεαυτό δικαιώματα. Είναι οικουμενικά και «αρνητικά» με την έννοια ότι κανείς δεν πρέπει να με εμποδίσει στην νόμιμη άσκησή τους. Από την άλλη μεριά, η δυνατότητα να περπατώ ελεύθερα στο δρόμο ή να κάνω χρήση του σπιτιού του οποίου είμαι νόμιμος κάτοχος απορρέει από τα οικουμενικά δικαιώματα της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας και αποτελούν νομήματα, όχι δικαιώματα με την αυστηρή έννοια του όρου.

η ελευθερία και η ατομική ιδιοκτησία ως γενικές αρχές, αποτελούν καθεαυτό δικαιώματα. Είναι οικουμενικά και «αρνητικά» με την έννοια ότι κανείς δεν πρέπει να με εμποδίσει στην νόμιμη άσκησή τους

Αυτό μας φέρνει κατευθείαν στα «κοινωνικά δικαιώματα», δηλαδή «θετικά» δικαιώματα που θεωρούνται από εκείνους που τα επικαλούνται ότι έχουν ταυτόσημο κύρος με τα «αρνητικά» δικαιώματα. Όπως είδαμε, τα «θετικά» δικαιώματα δεν είναι δικαιώματα με την καθόλου έννοια των δικαιωμάτων, αλλά νομήματα ή τίτλοι κτήσης που βασίζονται στο αρνητικό δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας ή για δώρα του κράτους προς ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες. Μ' άλλα λόγια, το θετικό δικαίωμα σε κάποιο επίδομα είναι νόμημα που δεν βασίζεται σε ένα πρωτογενές δικαίωμα, αλλά στην απόφαση της πολιτικής εξουσίας να προβεί σε ορισμένες παροχές.

Δικαίωμα – Right
Νόμημα – Entitlement

Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειώσουμε μια βασική ασυμμετρία μεταξύ «θετικών» και «αρνητικών» δικαιωμάτων. Κατά πρώτο λόγο, τα αρνητικά δικαιώματα είναι καθολικά, δηλαδή, όλα τα άτομα κέκτηνται δικαιωμάτων με την αρνητική έννοια. Το αντίθετο ισχύει για τα «θετικά» δικαιώματα που αφορούν ορισμένες επαγγελματικές κατηγορίες, συντεχνίες κλπ., οι οποίες συχνά μιλούν για «κεκτημένα δικαιώματα» . Κατά δεύτερο λόγο, η άσκηση των αρνητικών δικαιωμάτων δεν έχει πρόσθετο κόστος για το κράτος , στο όνομα του κοινωνικού συνόλου. Αντίθετα, τα «θετικά» δικαιώματα συνεπάγονται κόστος – που συχνά είναι μεγαλύτερο από ό,τι μπορεί να αναλάβει το κράτος. Υπάρχει, επομένως, ασυμμετρία ανάμεσα στα «αρνητικά» (φυσικά) και τα «θετικά» δικαιώματα . Ο σεβασμός για τα πρώτα έχει μηδενικό κόστος, ενώ υπάρχουν όρια οικονομικής αντοχής για την άσκηση των θετικών (κοινωνικών) δικαιωμάτων. Αυτό δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη όσοι επιμένουν να βλέπουν «συμμετρία» ανάμεσα στα «αρνητικά» και τα «θετικά» δικαιώματα θεωρώντας, όπως στην περίπτωση του Raymond Plant ότι η κρατική ευθύνη για το σεβασμό των αρνητικών δικαιωμάτων συνεπάγεται κόστος και επομένως δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ένα και το άλλο. Η επιχειρηματολογία αυτή παραβλέπει πρώτον ότι το κόστος διατήρησης έννομης τάξης από το κράτος, όσο μεγάλο και αν είναι, έχει ένα όριο, ενώ το κόστος ικανοποίησης διαφόρων κοινωνικών δικαιωμάτων είναι δυνητικά απεριόριστο .

Επί πλέον, όταν το κράτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να παράσχει ορισμένα οφέλη σε ορισμένες κοινωνικές ή επαγγελματικές κατηγορίες, αυτές οι παροχές, ακόμα και αν εκληφθούν ως «κεκτημένα δικαιώματα» δεν μπορούν και δεν πρέπει να υπάρχουν εις βάρος των αρνητικών δικαιωμάτων, τα οποία έχουν απόλυτο και αναφαίρετο χαρακτήρα. Αντίθετα, ένα «θετικό δικαίωμα», όπως το «δώρο του Πάσχα», δεν είναι απόλυτο: μπορεί και να μην πληρωθεί αν τα ταμεία είναι άδεια και ενδέχεται ακόμα και να καταργηθεί. Μια τέτοια απόφαση θα σημάνει, πιθανότατα, το τέλος της κυβέρνησης που θα την έπαιρνε, όχι όμως της δημοκρατίας. Αντίθετα, η κατάργηση ή συστηματική παραβίαση των αρνητικών δικαιωμάτων ασφαλώς σημαίνει το τέλος της δημοκρατίας ή τον σοβαρό της τραυματισμό.

η κατάργηση ή συστηματική παραβίαση των αρνητικών δικαιωμάτων ασφαλώς σημαίνει το τέλος της δημοκρατίας ή τον σοβαρό της τραυματισμό

Ας μην παραβλέπεται, ωστόσο, ότι η ύπαρξη και διατήρηση του κοινωνικού κράτους είναι μια ανάγκη των συγχρόνων κοινωνιών που έχει λάβει πλέον καθολικό χαρακτήρα. Οι υπηρεσίες που παρέχει έχουν ενσωματωθεί στη ζωή του πολίτη, με αποτέλεσμα να τις θεωρεί δεδομένες, άρα ως «δικαιώματα» με την έννοια ότι τις δικαιούται:του ανήκουν ως νομήματα, εφόσον αποτελούν de facto τμήμα του εισοδήματός τους. Αλλά τότε ανάγονται σε άσκηση «αρνητικού» δικαιώματος, που είναι η ιδιοκτησία (свойство) μαζί με την ελευθερία και τη ζωή.

Στην πράξη, βέβαια, η ανάγκη να διατηρηθεί το κράτος πρόνοιας σημαίνει συνεχή σύγκρουση με τα «αρνητικά» δικαιώματα και κυρίως εκείνο της ατομικής ιδιοκτησίας, εφόσον οι αναδιανεμητικές παρεμβάσεις του κράτους υποχρεώνουν τον ιδιώτη να πληρώνει υπέρ τρίτων χωρίς τη θέλησή του. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ένα αναγκαίο κόστος για τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης και αρμονίας ή και μια πολιτιστική επιταγή.

3. Κράτος, δικαιώματα και παίγνια μηδενικού /μη μηδενικού αθροίσματος

Για να μπορέσει να λειτουργήσει το κράτος ως κράτος δικαίου, πρέπει να μπορεί να εξασφαλίσει αυτά τα δικαιώματα: τα «αρνητικά» και εκείνο το ελάχιστο των «θετικών» που είναι απαραίτητο για να έχουν νόημα τα «αρνητικά». Με πιο αναλυτικούς όρους, αυτό σημαίνει ότι το κράτος δικαίου είναι εκείνο που ιδανικά μπορεί να διαμορφώσει σχέσεις ανάμεσα στο ίδιο και τους πολίτες που να ανάγονται σε παίγνιο μη μηδενικού αθροίσματος .

ότι το κράτος δικαίου είναι εκείνο που ιδανικά μπορεί να διαμορφώσει σχέσεις ανάμεσα στο ίδιο και τους πολίτες που να ανάγονται σε παίγνιο μη μηδενικού αθροίσματος

Θα εξηγήσω τι εννοώ μ' αυτό σ' αυτό που ακολουθεί. Σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος μεταξύ Α και Β, ο Α έχει να κερδίσει ακριβώς όσα χάνει ο Β και αντιστρόφως. Αντίθετα, σε ένα παίγνιο μη μηδενικού αθροίσματος, το αποτέλεσμα μπορεί να έχει θετικό ή αρνητικό άθροισμα, δηλαδή, ο Α μπορεί να κερδίσει περισσότερο από ό,τι θα χάσει ο Β, ή μπορεί και οι δύο να βγούνε κερδισμένοι ή και οι δύο χαμένοι. Σε ένα παίγνιο συνεργασίας, για παράδειγμα, και οι δύο μπορεί να ωφεληθούν, ενώ σε ένα παίγνιο πολέμου, μπορεί και οι δύο να καταλήξουν σε σοβαρές απώλειες.

Μέσα σ' αυτήν την προοπτική, το κράτος δικαίου πρέπει να νοηθεί ως μια ηθική προσωπικότητα που δεν προσπαθεί να αντλήσει όφελος εις βάρους άλλου, δηλαδή, δεν συμμετέχει σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Οι κανόνες που επιβάλλει κατατείνουν στην διαμόρφωση τέτοιων θεσμικών σχέσεων μεταξύ του ιδίου και των πολιτών, ώστε να εξασφαλίζεται κοινωνική ωφέλεια μεγαλύτερη από το συνολικό κόστος που επιβάλλεται από αυτήν τη σχέση.

4. Η ασυμμετρία μεταξύ «θετικών» και «αρνητικών» δικαιωμάτων

Κατά πρώτο λόγο, υπάρχει ασυμμετρία ανάμεσα στο παίγνιο μηδενικού αθροίσματος που υπονοείται στην υιοθέτηση της ιδέας των θετικών δικαιωμάτων και στο παίγνιο μη μηδενικού αθροίσματος που αντιστοιχεί στα "αρνητικά» δικαιώματα. Η διεκδίκηση ενός θετικού δικαιώματος σημαίνει ότι αποδύεται μια ομάδα ανθρώπων σε ένα αγώνα που ανάγεται σε παίγνιο μηδενικού αθροίσματος: το προσδοκώμενο όφελος από την ικανοποίηση ενός τέτοιου αιτήματος για ορισμένα μέλη της κοινωνίας είναι ίσο με το κόστος που συνεπάγεται για τα άλλα μέλη της κοινωνίας.

Οποιοδήποτε αίτημα κοινωνικού προστατευτισμού ξεκινά από μια αντίληψη της πολιτικής ως παιγνίου μηδενικού αθροίσματος και είναι ως εκ τούτου αυτο-υπονομευόμενο

Από οικονομική άποψη, η άσκηση ενός τέτοιου δικαιώματος συνίσταται σε μια μεταφορά πόρων (transfer payment) από ένα φορέα σε έναν άλλο . Με δυο λόγια, για να ωφεληθεί ο Α, πρέπει να υποστεί βλάβη ο Β. Οποιοδήποτε αίτημα κοινωνικού προστατευτισμού ξεκινά από μια αντίληψη της πολιτικής ως παιγνίου μηδενικού αθροίσματος και είναι ως εκ τούτου αυτο-υπονομευόμενο: δεν μπορεί να δώσει πραγματικές λύσεις στα προβλήματα για τα οποία χρησιμοποιείται χωρίς να δημιουργήσει νέα ή να επαναφέρει στην επιφάνεια τα ίδια τα προβλήματα στα οποία δίνει μια πρόσκαιρη «λύση».

Το ίδιο δεν συμβαίνει με τα «αρνητικά» δικαιώματα, τα οποία, όπως έχει δείξει η μελέτη του Hillel Steiner, είναι αμοιβαίως συμβιβάσιμα (compossible) . Δεν υπάρχει ανταγωνιστικότητα μεταξύ τους. Το δικαίωμά μου στην ελεύθερη έκφραση των απόψεών μου ή να περπατάω ελεύθερα στο δρόμο, δεν έρχεται σε αντίθεση με το δικαίωμα κάποιου άλλου να κάνει το ίδιο. Ενδέχεται να προτιμώ να θέλω μόνο εγώ να μιλώ ή να έχω όλο το πεζοδρόμιο στην αποκλειστική μου διάθεση. Αυτές μου όμως οι προτιμήσεις δεν συνιστούν δικαιώματα.

Τα δικαιώματά μου με την πλήρη έννοια είναι και δεν μπορούν παρά να είναι «αρνητικά». Δεν πρέπει κανείς να με εμποδίζει στην άσκηση φυσικών δικαιωμάτων που μου ανήκουν από την ανθρώπινη μου ιδιότητα, όχι διότι υπάρχει κάποια ανθρώπινη «ουσία» με την οποία αυτά είναι σύμφυτα, αλλά διότι ο πολιτισμός μας τα αναγνωρίζει ως αναπόσπαστα από την ανθρώπινη προσωπικότητα.

Τα "αρνητικά» αυτά δικαιώματα συνιστούν όρια στη δυνατότητα κρατικής παρέμβασης. Ο σεβασμός αυτών των ορίων εκ μέρους του κράτους δεν ανάγεται σε παίγνιο μηδενικού αθροίσματος

Τα "αρνητικά» αυτά δικαιώματα συνιστούν όρια στη δυνατότητα κρατικής παρέμβασης. Ο σεβασμός αυτών των ορίων εκ μέρους του κράτους δεν ανάγεται σε παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Το κράτος οφείλει να τα σεβαστεί σε δύο επίπεδα. Από τη μια μεριά, πρέπει να περιορισθεί στις ενέργειες του, ώστε να μην υπερβούν τα όρια που θέτουν τα «αρνητικά» δικαιώματα του πολίτη. Από την άλλη, οφείλει να παρέχει προστασία στον πολίτη έναντι της απειλής που μπορεί να προβληθεί από τρίτους και με αυτήν την έννοια είναι εγγυητής των αρνητικών δικαιωμάτων.

Η προσπάθεια αυτή του κράτους να παίξει το ρόλο του ως εγγυητής των αρνητικών δικαιωμάτων των πολιτών έχει παρερμηνευθεί ενίοτε ως παρεμβατική στην πολιτική και κοινωνική ζωή, όμοια με τον ρόλο του ως διανομέα παροχών. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η προστασία της ζωής, της ελευθερίας και της περιουσίας του πολίτη εκ μέρους του κράτους, δηλαδή των αρνητικών του δικαιωμάτων, συνεπάγεται ένα ορισμένο κόστος. Άρα, ανάγονται και αυτά σε «θετικά» δικαιώματα, όπως υποστηρίζεται από ορισμένους συγγραφείς ; Όχι!

Η ύπαρξη του κράτους είναι απαραίτητη για γενικότερους λόγους και η εξασφάλισή της συνεπάγεται ένα κόστος που πρέπει να καλυφθεί και αν είναι δυνατόν, να ελαχιστοποιηθεί. Το κόστος αυτό των «γενικών εξόδων» βαρύνει τους πολίτες εφόσον τους είναι χρήσιμες οι υπηρεσίες ασφάλειας, απονομής δικαιοσύνης, θέσπισης και εφαρμογής νόμων που τους παρέχει το κράτος. Άλλωστε σε μια δημοκρατία δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός τεράστιου και επαχθούς μηχανισμού τήρησης τάξης, καταστολής στάσεων, σύλληψης και κράτησης πολιτικών αντιπάλων κλπ. Επί πλέον, το γεγονός ότι η διατήρηση της κρατικής διοικητικής μηχανής, που κρίνεται απαραίτητη συνεπάγεται ένα κόστος, δεν σημαίνει ότι η άσκηση ή η αναγνώριση αρνητικών δικαιωμάτων μετατρέπει τη σχέση κράτους και πολίτη σε παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, όπου το κράτος «χάνει» τόσο όσο «κερδίζει» ο πολίτης όταν γίνονται σεβαστά τα «αρνητικά» του δικαιώματα. Το κόστος διατήρησης της τάξης και εξασφάλισης αρνητικών δικαιωμάτων είναι μικρότερο από το γενικότερο όφελος σε μια δημοκρατία όπου επικρατεί το κράτος δικαίου.

Αυτό μας επαναφέρει στην ασυμμετρία μεταξύ «θετικών» και «αρνητικών» δικαιωμάτων η οποία εκδηλώνεται και σε ένα δεύτερο επίπεδο. Αν το κράτος δεν τελέσει το καθήκον του όσον αφορά τα «θετικά» δικαιώματα, δεν αποτελεί απαραίτητα προσβολή στην ανθρώπινη προσωπικότητα. Αντίθετα, ο μη σεβασμός των αρνητικών δικαιωμάτων από το κράτος, συνεπάγεται τη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας. Και φυσικά η χρήση βίας και μάλιστα παράνομης, όσον αφορά τα δικαιώματα του καθενός σημαίνει απροκάλυπτη αδικία και συγχρόνως απόλυτη άρνηση συνεργατικότητας, με την βεβαιότητα ότι πρόκειται για παίγνιο μηδενικού αθροίσματος που ευνοεί εκείνον που χρησιμοποιεί τη βία, δηλαδή εκείνον που ευνοείται από το συσχετισμό δυνάμεων και που στην προκειμένη περίπτωση είναι το κράτος.

5. Ο (αυτο)περιορισμός του κράτους

Μια νεωτερική κοινωνία, μια ανοιχτή και φιλελεύθερη κοινωνία, απέχει από το να δίνει στον εαυτό της κάποιο σκοπό, όπως την ευτυχία, τη δόξα ή την ισότητα. Σε μια τέτοια κοινωνία, το μέλλον είναι ανοιχτό: δεν είναι έγκλειστο σε ένα προκατασκευασμένο ιστορικό σχήμα

Εδώ βρίσκει την πλήρη δικαίωσή της η ιδέα ενός περιορισμένου κράτους. Είναι αναγκαίο για το κράτος να έχει ειδική ισχύ: για να μπορεί να εγγυάται αυτήν τη δυνατότητα. Το μονοπώλιο βίας που κατέχει το κράτος δικαιολογείται από αυτήν του τη λειτουργία και μόνο: τη διατήρηση έννομης τάξης, εφόσον με αυτόν τον όρο αντιλαμβανόμαστε όχι την τάξη πραγμάτων ως έχει σε ένα δεδομένο καθεστώς, αλλά εκείνη που προκύπτει από την τήρηση των αρνητικών δικαιωμάτων και από την εφαρμογή των κανόνων που συνεπάγεται ο σεβασμός σ' αυτά τα δικαιώματα.

Το θεωρητικό ζήτημα προς επίλυση είναι το κατά πόσον η ευδαιμονία της κοινωνίας μπορεί να εξασφαλισθεί αν το κράτος αναλάβει το ρόλο του να οδηγήσει την κοινωνία σε κάποιο ποθητό σκοπό και να παίξει, ως εκ τούτου, ρόλο αναμορφωτή της κοινωνίας και επομένως «διανομέα» θετικών δικαιωμάτων. Η απάντηση που δίδεται εδώ είναι αρνητική. Μια νεωτερική κοινωνία, μια ανοιχτή και φιλελεύθερη κοινωνία, απέχει από το να δίνει στον εαυτό της κάποιο σκοπό, όπως την ευτυχία, τη δόξα ή την ισότητα. Σε μια τέτοια κοινωνία, το μέλλον είναι ανοιχτό: δεν είναι έγκλειστο σε ένα προκατασκευασμένο ιστορικό σχήμα. Επί πλέον, μια τέτοια κοινωνία εμπιστεύεται αυτόνομα άτομα. Η θεσμική έκφραση αυτής τους της αυτονομίας είναι η ανεξαρτησία του καθενός, εγγύηση της οποίας είναι τα «αρνητικά» δικαιώματα που κατέχουν, σε συνδυασμό με μια πολιτική και πολιτιστική παράδοση εντός των οποίων αυτά είναι σεβαστά, δηλαδή, εκεί όπου επαρκεί ο ηθικός χώρος που ανήκει σε κάθε άτομο και που τον συνιστά ως ανθρώπινη προσωπικότητα.

Το κράτος μπορεί να επιβλέπει την τήρηση των κανόνων, υποκείμενο στους μετακανόνες, αφήνοντας όλο και περισσότερο έδαφος στη δικαιοδοσία της κοινωνίας πολιτών

Τα αναπόφευκτα λάθη που θα γίνουν μπορούν να διορθωθούν ευκολότερα αν η κρατική δραστηριότητα περιορίζεται σε μικρή κλίμακα. Το κόστος διόρθωσης λαθών με τον τρόπο αυτό ελαχιστοποιείται. Αντίθετα, το κόστος αυτό μεγιστοποιείται όταν το κράτος αναλαμβάνει γιγαντιαίες πρωτοβουλίες μέσα από μια ολιστική σύλληψη των κοινωνικών προβλημάτων.

Το κράτος μπορεί να επιβλέπει την τήρηση των κανόνων, υποκείμενο στους μετακανόνες, αφήνοντας όλο και περισσότερο έδαφος στη δικαιοδοσία της κοινωνίας πολιτών, δηλαδή το σύνολο των ιδιωτικών και πολιτιστικών οργανώσεων σε μια κοινωνία που δεν ανήκουν στην κρατική σφαίρα. Αυτή η κοινωνία πολιτών αντανακλά τον πολιτισμό μιας κοινωνίας, υπό τις σύγχρονες συνθήκες νεωτερικότητας. Και αν οι απαιτήσεις που επιβάλλει η πρόοδος αυτού του πολιτισμού δημιουργούν νέες ανάγκες είναι προτιμότερο να καλύπτονται στο μέτρο του δυνατού από μηχανισμούς που συνδέονται με την κοινωνία και όχι με το κράτος.

ΠΗΓΗ:e-rooster