Του Πάσχου Μανδραβέλη

Αν αξίζει να διαβάσει κάποιος τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ (ακόμη και τα πορίσματα της μειοψηφίας) είναι για να θαυμάσει τη λογική διάρθρωση, που καταλήγουν σε ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα. Τα επιχειρήματά τους δεν είναι νομικίστικα. Δεν πρόκειται δηλαδή να βρει κανείς τα ακαταλαβίστικα του στυλ «συμφώνως με το άρθρο 3, παρ. 2 του νόμου 5895/2005 που τροποποιήθηκε με την ΚΥΑ 987657/07 ΦΕΚ 49083 σ. 469» κ.λπ., που σημαίνει τρέχα γύρευε τι λέει ο νόμος 5895 και τι η τροποποίησή του.

Πώς να προκύψουν αξιόποινες πράξεις υπουργών από την ανάκριση που κάνουν οι δικαστικοί, όταν οι τελευταίοι δεν μπορούν να τις ελέγξουν;

Αντιθέτως, τα επιχειρήματα είναι νομικά: «Το Σύνταγμα λέει αυτό (αναφέρεται η διάταξη καθ' ολοκληρίαν) και εκ του οποίου συνάγεται το άλλο, διότι αν γινόταν το τρίτο θα αντέκρουε σε εκείνη τη διάταξη του Συντάγματος που λέει αυτό». Ετσι, κάθε απλός πολίτης που γνωρίζει ανάγνωση μπορεί να διαβάσει, να μάθει, να κρίνει και κυρίως να εμπιστευθεί τη δικαιοσύνη. Κυρίως όμως οι αποφάσεις αυτές είναι μνημεία εσωτερικής συνοχής. Ακόμη κι αν διαφωνεί κάποιος με την απόφαση, είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρει λογικές ανακολουθίες. Η νομική, όσο κι αν φαντάζει δυσνόητη και φανταχτερή, στον πυρήνα της οφείλει να έχει τη λογική, τουλάχιστον την τυπική.

Σύμπας ο νομικός κόσμος διαφώνησε με την απόφαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να μην αποστείλει τη δικογραφία του Βατοπεδίου στη Βουλή. Ολοι διαπίστωσαν ότι η πράξη του δεν είναι νομικά ορθή. Το πρόβλημα όμως είναι μεγαλύτερο. Η απόφαση δεν έχει καν λογική συνοχή.

η δικαιοσύνη δεν μπορεί να ψάξει τις ευθύνες υπουργών διότι εκ του Συντάγματος είναι αρμοδιότητα της Βουλής, και η Βουλή δεν μπορεί να τις ψάξει διότι δεν πάει η δικογραφία με το σκεπτικό ότι δεν προέκυψαν ευθύνες

Ο κ. Σανιδάς ισχυρίζεται ότι από την ανάκριση των δύο εισαγγελέων δεν προκύπτουν αξιόποινες πράξεις υπουργών ώστε να σταλεί η δικογραφία στη Βουλή. Το ερώτημα, όμως, είναι: πώς να προκύψουν αξιόποινες πράξεις υπουργών από την ανάκριση που κάνουν οι δικαστικοί, όταν οι τελευταίοι δεν μπορούν να τις ελέγξουν; Ο (κακός) νόμος, που έχουμε, περί ευθύνης υπουργών, απαγορεύει στους δικαστές ακόμη και να διασταυρώσουν κάποιο στοιχείο που έχουν σχετικά με κάποιον υπουργό. Είναι βασική αρχή της δικαιοσύνης το «μηδέ δίκην δικάσεις, αμφί μύθον ακούσεις». Μόνο που στην περίπτωση των υπουργών δεν μπορούν να ακούσουν τα επιχειρήματα των υπουργών, διότι δεν τους επιτρέπεται να τους καλέσουν και να τους ρωτήσουν, κι επομένως δεν μπορούν να σχηματίσουν κρίση.

Ετσι δημιουργείται ο λογικός φαύλος κύκλος: η δικαιοσύνη δεν μπορεί να ψάξει τις ευθύνες υπουργών διότι εκ του Συντάγματος είναι αρμοδιότητα της Βουλής, και η Βουλή δεν μπορεί να τις ψάξει διότι δεν πάει η δικογραφία με το σκεπτικό ότι δεν προέκυψαν ευθύνες. Το πρόβλημα είναι ότι μέσα σ' αυτή την διελκυστίνδα ποτέ και για κανένα ζήτημα δεν θα υπάρχουν ευθύνες υπουργών, διότι ποτέ κανείς δεν θα μπορεί να τις ψάξει. Στους δικαστικούς θα απαγορεύεται και συνεπώς δεν θα τις βρίσκουν, και αφού δεν θα τις βρίσκουν οι δικογραφίες δεν θα πηγαίνουν στη Βουλή. Το αποτέλεσμα; Είχαμε ένα νόμο που ευνοούσε το ατιμώρητο των υπουργών και με την απόφαση του κ. Σανιδά η κάλυψη είναι αδιαπέραστη. Αυτό είναι εξαιρετικά βολικό για τους εκάστοτε υπουργούς -διότι όπως θα έλεγε και ο Αμερικανός πολιτικός Edwin Edwards ο μόνος τρόπος να λογοδοτήσουν είναι «αν με πιάσουν επ' αυτοφώρω στο κρεβάτι με νεκρή κοπέλα ή με ζωντανό αγόρι» – αλλά πόσο εξυπηρετεί τη δικαιοσύνη;

ΠΗΓΗ: e-rooster