Του Πάσχου Μανδραβέλη

Πως είναι δυνατόν να εκλέγεται ο Μπερλουσκόνι πρωθυπουργός;

«Τι κι αν η Ιταλία βρίσκεται στη χειρότερη οικονομική κατάσταση από το 1980; Τι κι αν η κυβέρνησή της χάνει τα στοιχήματα της ασφάλειας και της λαθρομετανάστευσης; Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι μοιάζει ισχυρότερος από ποτέ» («Τα Νέα» 19.2.2009). Το ερώτημα που προκύπτει είναι: πως μπορεί ο ιταλικός λαός να είναι τόσο ανόητος ώστε να προτιμά έναν ανίκανο (κατά τον Economist) να κυβερνήσει από ένα Βάλτερ Βελτρόνι, ή ακόμη-ακόμη από τον άχρωμο αλλά τίμιο Ρομάνο Πρόντι;

Ο Τζορτζ Μπους κατά κοινή -το 2000- ομολογία ήταν τρισχειρότερος του Αλ Γκορ και το 2004 ο (άχρωμος, έστω) Τζον Κέρι ήταν τρεις φορές καλύτερος από τον αδαή κάου-μπόι του Τέξας. Κι όμως: ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το Ιράν από το Ιράκ και την Σλοβενία από την Σλοβακία εξελέγη δύο φορές φέρνοντας τους Δημοκρατικούς σε απόγνωση.

Πολλοί αποδίδουν αυτές τις νίκες της συντηρητικής Δεξιάς στο γεγονός ότι η Κεντροαριστερά είναι περισσότερο Κέντρο και λιγότερο Αριστερά. Διακινείται έτσι ένας περίεργος συλλογισμός: Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα καταψηφίζονται επειδή είναι άπιστα στα αριστερά ιδεώδη. Έτσι, οι λαοί προκειμένου να τιμωρήσουν τους γιαλαντζί αριστερούς (δηλαδή τους σοσιαλδημοκράτες), δεν προτιμούν τους αυθεντικούς αριστερούς (κομμουνιστικά και άλλα αριστερά σχήματα), αλλά τους αυθεντικούς δεξιούς. Με άλλα λόγια, η θεωρία λέει ότι τα λαϊκά στρώματα αγαπούν τόσο πολύ την Αριστερά, ώστε ψηφίζουν Δεξιά. Καλό! Το άλλο, με τον σύζυγο που αυτοευνουχίστηκε για να τιμωρήσει τη μοιχό συμβία του, το ξέρετε;

Η άλλη εξήγηση τα ρίχνει στους ηγέτες της κεντροαριστεράς. Αυτοί μονίμως «έχουν κάποιο πολιτικό κουσούρι και χάνουν εκλογές».

Η αλήθεια είναι πως και ο Βελτρόνι και ο Γκορ είχαν πολλά πολιτικά κουσούρια. Ο Μπερλουσκόνι, όμως και ο Μπους είχαν περισσότερα. Όσο για το διαβόητο «επικοινωνιακό χάρισμα» μπορεί να μην το είχε ο Τζον Κέρι, αλλά -ας μην κοροϊδευόμαστε- δεν το είχε ούτε ο Τζορτζ Μπους.

(Παρένθεση: να ξεκαθαρίσουμε ότι «πρόοδος» και «συντήρηση» δεν ταυτίζονται με τις τρέχουσες έννοιες της Αριστεράς και της Δεξιάς. Υπάρχουν θεσμοί που κάποτε ήταν προοδευτικοί, αλλά τελείωσε η χρησιμότητά τους. Η υπεράσπισή τους είναι σήμερα συντηρητική επιλογή, άσχετα αν γίνεται από Αριστερή θέση. Υπάρχουν άνθρωποι, φορείς και κόμματα που μπορεί να φέρουν την ταμπέλα του «προοδευτικού», αλλά στην ουσία είναι «συντηρητικοί». Όπως έγραφε ο αμερικανός συγγραφέας Robert Anton Wilson «Χρειάζονται μόνο 20 χρόνια για ένα ριζοσπάστη να καταλήξει συντηρητικός, χωρίς να αλλάξει ούτε μία ιδέα».)

Ας επικεντρωθούμε όμως στον ιδεότυπο της συντήρησης που είναι η συντηρητική Δεξιά. Γιατί κερδίζει, όταν αποδεδειγμένα είναι πιο διεφθαρμένη (π.χ. του Μπερλουσκόνι) ή πιο ανίκανη (π.χ. του Μπους);

Κατ' αρχήν να σημειώσουμε ότι οι εξηγήσεις, για τον ρόλο των ΜΜΕ, για τις επικοινωνιακές λοβιτούρες του Κάρλ Ρόουβ κ.λπ. είναι χρήσιμες, αλλά αποσπασματικές. Είναι ψηφίδες σε μια συνολικότερη εικόνα που έχουν να κάνουν με την συντηρητική και την προοδευτική πρόταση.

Το πρώτο που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι η συντηρητική πρόταση παίζει εντός έδρας. Είναι απλή και την κατανοούν όλοι: είναι ο κόσμος που έχουμε. Μπορεί αυτός ο κόσμος να έχει προβλήματα, αλλά στους περισσότερους πολίτες είναι πολύ πιο κατανοητός από οποιαδήποτε πρόταση αλλαγής του υπάρχοντος.

Η συντήρηση είναι καταστροφική, αλλά μόνο μακροχρόνια. Το να προσπαθείς να διατηρήσεις το υπάρχον, όταν αναγκαστικά όλα αλλάζουν, οδηγεί σε κοινωνικό μαρασμό, αλλά αυτό γίνεται τόσο αργά κι ανεπαίσθητα που οι περισσότεροι δεν το κατανοούν. Γι' αυτούς ισχύει το «κάλλιο πέντε και στο χέρι…», άσχετα αν αυτό διολισθαίνει στο 4,9, στο 4,8 κ.ο.κ.

Η δεύτερη δομική αδυναμία των αλλαγών έχει να κάνει με την αυξανόμενη πολυπλοκότητα της πολιτικής διαδικασίας. Έγραφα παλιότερα: «Από τη φύση της, η δημοκρατική διαδικασία είναι πολύπλοκη. Από τη στιγμή που διευρύνεται ο αριθμός εκείνων οι οποίοι συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, προστίθεται πολυπλοκότητα στο σύστημα. Είναι διαφορετικό να αποφασίζει ο ελέω Θεού μονάρχης και διαφορετικά μια κυβέρνηση που λογοδοτεί στο Κοινοβούλιο και ελέγχεται από τη δικαστική εξουσία. Υπάρχει διαφορετικός βαθμός πολυπλοκότητας στη διακυβέρνηση των αρχών του περασμένου αιώνα και διαφορετική σήμερα που υπάρχουν ανεξάρτητες αρχές, πληθώρα Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ομάδες πίεσης κ.λπ. Το "βάθεμα και το πλάτεμα της Δημοκρατίας" απαιτεί όλο και περισσότερους παίκτες στη διαδικασία, αλλά -φευ- όλο και μεγαλύτερη πολυπλοκότητα. Εκεί, όμως, βρίσκεται η αχίλλειος πτέρνα της: Οσο προστίθεται πολυπλοκότητα στο σύστημα, τόσο πιο ακατανόητο γίνεται, αλλά και δομικά πιο ασταθές. Ο μέσος πολίτης δεν μπορεί, για παράδειγμα, να κατανοήσει πώς μια ανεξάρτητη αρχή μπορεί να αντιταχθεί και να απαγορεύσει το «προφανές» (βλέπε υπόθεση αναγραφής θρησκεύματος στις ταυτότητες). Δεν μπορεί να κατανοήσει τις δαιδαλώδεις διαδικασίες για τη λήψη μιας απόφασης ή τις ισορροπίες που πρέπει να κρατηθούν, επειδή ακριβώς στη διαδικασία εμπλέκονται πολλοί ανεξάρτητοι παράγοντες.» («Το δημοκρατικό παράδοξο και κρίση της πολιτικής», Καθημερινή 28.1.2007)

Η αυξανόμενη πολυπλοκότητα της πολιτικής ευνοεί την συντήρηση. Ένα παράδειγμα: «Ο Τζον Κέρι ήξερε πόσο σύνθετη είναι η πολιτική. Και φυσικά κατηγορήθηκε γι' αυτό. Εμφανιζόταν χωρίς σταθερή άποψη, αλλά εκείνος στην πραγματικότητα είχε σύνθετη άποψη που φυσικά δεν χωρούσε στα καλούπια των media. Είχε, όμως, απέναντί του ένα άνθρωπο που έλεγε το απλοϊκό, αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικό στο μέσο ψηφοφόρο: "όσοι δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας". Τι θα μπορούσε να απαντήσει ο κ. Κέρι σ' αυτό χωρίς να φανεί υποχωρητικός; "Ναι, όσοι δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας, με την προϋπόθεση ότι ο ΟΗΕ θα πράξει το Α' και η Ευρώπη θα μας στηρίξει στο Β', ενώ οι διεθνείς συνθήκες… κ.λ.π."; Μέχρι να το εξηγήσει, χάθηκαν οι πέντε εκλέκτορες της Νεμπράσκα…» («Το δημοκρατικό παράδοξο», Απογευματινή 7.11.2004)

Σε ένα ήδη περίπλοκο κόσμο η προοδευτική πρόταση προσθέτει πολυπλοκότητα. Ο σεβασμός, για παράδειγμα, των δικαιωμάτων των μεταναστών ή των μειονοτήτων, προσθέτει πολυπλοκότητα, ακόμη και σε επίπεδο διοίκησης. Οι προοδευτικές προτάσεις βρίσκονται μεταξύ της «Σκύλας του λαϊκισμού», όταν συνοψίζονται σε «πιασάρικη» συνθηματολογία, και της «Χάρυβδης του ακατανόητου», όταν αναλύονται. Για την συντήρηση τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα. Αρκεί να δείξει το υπάρχον και να φοβίσει για το μέλλον. Μπορεί να κλείσει και το μάτι στην οπισθοδρόμηση, μιλώντας για «αναλλοίωτες αξίες, του έθνους» και για τον «παλιό καλό καιρό, που τα πράγματα ήταν αγνά και απλά».

Το τρίτο πρόβλημα είναι ότι οι αλλαγές εμπεριέχουν πάντα ρίσκο. Όχι μόνο αποτυχίας των (όπου θα συκοφαντηθεί ολόκληρο το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα) αλλά δευτερογενών αρνητικών επιπτώσεων. Π.χ. η θέσπιση του Αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων που έκανε το ΠΑΣΟΚ το 1998, υπονομεύτηκε από την φιλολογία περί «προεκλογικού αγώνα των δικαστών» και «αθέμιτων συναλλαγών» για την εκλογή των προϊσταμένων των δικαστηρίων και εισαγγελιών. Μπορεί αυτά τα αρνητικά φαινόμενα να είναι το μικρότερο κακό, σε σχέση τον κυβερνητικό έλεγχο της δικαιοσύνης μέχρι επιπέδου προϊστάμενων δικαστηρίων, αλλά λειτουργούν αρνητικά στην κοινή γνώμη. Κάπως έτσι δεν συκοφαντείται διαρκώς η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση; Μέχρι να εξηγήσει κάποιος, ότι η διαφθορά στα πρώτα βήματα ενός θεσμού, είναι ένα φυσικό φαινόμενο μέχρι αυτός να βρει τον βηματισμό του και τις διαδικασίες αυτοελέγχου του (η ίδια η Δημοκρατία δεν αποκέντρωσε την διαφθορά, η οποία μέχρι τότε ήταν προνόμιο μόνο των μοναρχών;) η Αυτοδιοίκηση συκοφαντήθηκε και αρμοδιότητες της ξαναγύρισαν στην κεντρική διοίκηση. Και η κεντρική διοίκηση έχει διαφθορά, αλλά επειδή είναι δαιδαλώδης, η διαφθορά δεν είναι τόσο ορατή, όσο σε επίπεδο Δήμων.

Οι δευτερογενείς αυτές επιπτώσεις ροκανίζουν σιγά-σιγά την μεταρρυθμιστική ατζέντα, αλλά και τον φορέα της. Οι δευτερογενείς επιπτώσεις της συντήρησης ροκανίζουν επίσης τους φορείς της, αλλά το ροκάνισμα είναι πιο αργό.

Υπάρχει κι ένα τέταρτο κρίσιμο σημείο το οποίο βοηθά τη συντήρηση να κερδίζει πόντους από τα αποδυτήρια. Οι προοδευτικές δυνάμεις ασκούν την «τέχνη του ιδανικού», διότι μόνο με αυτό μπορούν να συγκινήσουν και να κινητοποιήσουν ευρύτερες μάζες προς ένα εξ ορισμού αβέβαιο μέλλον. Μόνο που το «ιδανικό» δεν είναι ακριβής επιστήμη για να συμπαραταχθούν άπαντες σε ένα στόχο. Έτσι προκύπτει ο κατακερματισμός.

Αλλά ακόμη κι αν οι συνθήκες ευνοήσουν ευρύτερες συμπαρατάξεις για την εκλογική νίκη, η διαχείριση της εξουσίας οδηγεί στον κατακερματισμό. Η διακυβέρνηση, η οποία αναγκαστικά αποτελεί ένα διαρκή συμβιβασμό μεταξύ των πολλών «ιδανικών κόσμων», οδηγεί σε απογοητεύσεις. Και η απογοήτευση είναι ένα ισχυρό συναίσθημα, ειδικά σε ανθρώπους που -ακριβώς επειδή ασκούν την «τέχνη του ιδανικού»- είναι και πιο ευαίσθητοι.

Η συντήρηση δεν έχει τέτοια προβλήματα επειδή ασκεί την «τέχνη του (μοναδικού) πραγματικού». Υπάρχει μόνο ένας κόσμος να συντηρήσει και με βάση αυτό κρίνεται. Αντιθέτως η πρόοδος έχει πολλούς «ιδανικούς κόσμους» (πολλάκις θολούς και νεφελώδεις) να προωθήσει και με βάση αυτούς κρίνεται. Γι' αυτό η Δεξιά (στην Ελλάδα και πανευρωπαϊκά) έζησε μόνο την απόσχιση των Φιλελευθέρων (επειδή έληξε η ανάγκη του ιστορικού τους συμβιβασμού, ο οποίος έγινε λόγω του Ψυχρού Πολέμου) ενώ η Αριστερά αλλά και οι Φιλελεύθεροι διαρκώς κατακερματίζονται.

Ο συμβιβασμός των «ιδανικών κόσμων» είναι δύσκολη και βραχύβια άσκηση, επειδή ακριβώς βάλλεται πανταχόθεν και κυρίως από το εσωτερικό των ευρύτερων προοδευτικών συνασπισμών. Η κυβέρνηση Σημίτη κατηγορήθηκε για δεξιά απόκλιση επειδή μετοχοποίησε δημόσιες επιχειρήσεις, αλλά και για παλαιο-σοσιαλισμό επειδή δεν κατόρθωσε να ιδιωτικοποιήσει την «Ολυμπιακή». Κατηγορήθηκε επειδή έχασε πολιτικό κεφάλαιο για τις ταυτότητες, αλλά και επειδή δεν προχώρησε στον ριζικό χωρισμό κράτους-εκκλησίας. Έτσι, όμως (με την διαρκή εσωκομματική γκρίνια) η εντός των προοδευτικών παρατάξεων διαμάχη κάνει την προοδευτική πρόταση ν μοιάζει ασυνάρτητη και νεφελώδης. Ο κόσμος μπερδεύεται και όλα του μοιάζουν θόρυβος, για ένα θέμα (το μέλλον) που έτσι κι αλλιώς του φαίνεται νεφελώδες. Αντιθέτως η συντηρητική εμφανίζεται πάντα συγκεκριμένη.

Φυσικά η συμπεριφορά του εκλογικού σώματος είναι σύνθετο φαινόμενο και δεν μπορεί να αναλυθούν όλες οι πτυχές σε ένα άρθρο. Είναι λάθος, όμως, να υποτιμάται στους πολιτικούς σχεδιασμούς η συντηρητική πρόταση. Η έξις είναι η δευτέρα φύσις, και αυτό μπορεί να βρίσκεται στον πυρήνα της επιτυχίας που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η συντήρηση.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» τ. Μάιος 2009