Της Ιουστίνης Φραγκούλη

« Σχεδόν όλες οι γυναίκες είχαν ηλικία ανάμεσα στα 35 και τα 50. Σχεδόν όλες ανήκαν ολοφάνερα στην κατώτερη μεσαία τάξη, αυτή που συνήθως αποκαλούμε μικροαστική. Εξίσου φανερό ήταν ότι η ζωή δεν είχε φανεί πολύ γενναιόδωρη σ΄ αυτές τις γυναίκες. Ο Όργουελ έλεγε ότι στα πενήντα του έχει κανείς το πρόσωπο που του ταιριάζει, αυτό δηλαδή που σκαλίζει πάνω του σιγά σιγά η ζωή που κάνει.

Τα πρόσωπα που έβλεπα ήταν στερημένα, σχεδόν ρημαγμένα, και σε μερικά βλέμματα πρόσεξα κάτι το αλαφιασμένο. Ξαφνικά αισθάνθηκα μεγάλη συγκίνηση βλέποντας αυτές τις γυναίκες απορροφημένες σε κάποιο βιβλίο. Δεν με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή αν το βιβλίο ήταν καλό ή κακό. Μου φαινόταν συγκλονιστικό ότι έψαχναν εναγώνια εκεί μέσα να βρουν κάτι που τους είχε αρνηθεί η ζωή.

Στο βάθος του περίπτερου, πάνω από τα κεφάλια των γυναικών με τα ξασμένα, τα οξυζεναρισμένα ή τα σκληρά σαν πράσα μαλλιά, κρέμονταν δύο φωτογραφικά πορτρέτα. Απεικόνιζαν τις δύο πολυνίκες συγγραφείς του εκδοτικού οίκου στις κούρσες για το πλειστοπώλητο ελληνικό βιβλίο της χρονιάς. Οι δύο πρωταθλήτριες, με προσεγμένο μακιγιάζ και σαν να είχαν μόλις βγει από το κομμωτήριο, κοίταζαν από εκεί ψηλά το κοινό τους με συγκρατημένα περήφανο και καθησυχαστικό βλέμμα. Καταλάβαινες ότι είχαν το ίδιο κοινωνικό προφίλ με τις αναγνώστριές τους. ΄Ενιωθαν όμως σαν εκλεγμένες αντιπρόσωποί τους- και όχι αδικαιολόγητα, αφού είχαν αναδειχτεί πράγματι από αυτές, με δημοκρατικότατες διαδικασίες. Είχαν συναίσθηση του ρόλου που τους είχε απονεμηθεί και τον έπαιρναν πολύ στα σοβαρά.»

Δημοσθένης Κούρτοβικ, Τα Νέα , 6 Ιουνίου 2009

Δεν διαβάζω βιβλιοφιλικά έντυπα της Ελλάδας για να μην εκνευρίζομαι με τη μικροψυχία και τη μικρόνοια των ανθρώπων (εξαιρώ τη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, το Βήμα της Κυριακής και τη Νέα Εστία).

Ετσι μου ξέφυγε η αφοριστική περιγραφή του …monsieur Δημοσθένη Κούρτοβικ το περασμένο Σάββατο στα Νέα, όπου αποφάσισε να αποκαλύψει το μισογυνισμό του με τον πιο ανοίκειο τρόπο σε ένα έντυπο, που αγοράζεται απο την πλατειά μάζα.

Ο καημένος ο Κούρτοβικ, δοκησίσοφος εν πολλοίς στις κριτικές του με τους μεγάλους προλόγους, όπου κάνει επίδειξη βιβλιοφαγίας και γνώσεων, αποφάσισε να θυμώσει με τις συγγραφείς των ευπώλητων ρομαντικών βιβλίων, που εκδίδει ο οίκος Ψυχογιός.

Να θυμώσει με τα βιβλία τους, το καταννοώ εν πολλοίς γιατί οι Ελληνες εξυπνάκηδες του βιβλίου έχουν τοποθετήσει στα κλουβάκια του νού τους «τα καλά» και τα «κακά» βιβλία. Τα «καλά» είναι τα βιβλία της παρεούλας και τα «κακά» είναι τα βιβλία των άλλων.

Αληθεια,με έχει εντυπωσιάσει το γεγονός πως ο καημένος ο Κούρτοβικ και άλλοι δοκησίσοφοι(ξερόλες επι το λαϊκότερον!) δεν επιτίθενται στα ρομαντικά βιβλιαράκια του Καστανιώτη πχ και στοχοποιούν μόνον εκείνα κάποιων συγκεκριμένων εκδοτικών οίκων. Θα ήθελα να μάθω αυτή την ειδοποιό διαφοροποίηση του αυτοαποκαλούμενου «πάπα» της ελληνικής κριτικής και των περι αυτόν.

Εγώ πάντως, το λυπάμαι τον καημένο τον Κούρτοβικ που έχει ξεφύγει και κατατάσσει με περιφρόνηση τις γυναίκες-αναγνώστριες στην κατώτερη μεσαία τάξη(άραγε αυτός σε ποιά ανήκει, στην ανώτερη μεσαία τάξη;), που τις θυσιάζει στο βωμό της παντογνωσίας του, επικαλούμενος τον Οργουελ (τί φταίει ο υπέροχος συγγραφέας να γίνεται αναφορά για την κακεντρεχή μισογύνικη άποψη του Κούρτοβικ;)

Τον λυπάμαι, που έχει πιστέψει πως αυτός είναι ο «πάπας» και γι αυτό δικαιούται να αποκαλεί τις μεσήλικες αναγνώστριες της ελληνικής αγοράς «ρημαγμένες», «αλαφιασμένες με οξυζεναρισμένα ή πράσσα μαλλιά», Είναι αξιολύπητες στα θολά μάτια του Δημοσθένους.

Τον οικτίρω που έχει χάσει το μέτρο και παρασύρεται απο την τρέλλα της μεγαλοσύνης, του αλάθητου, της ράβδου απο θέσεως ισχύος, επειδή τυχαίνει να είναι υπάλληλος μιας ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδας.

Αν ήμουν στο πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ θα τον εγκαλούσα για τους αφορισμούς του και θα τον καλούσα σε απολογία για την καταφρόνηση των ανθρώπων, για την προσβολή των γυναικών της Ελλάδας, που έχουν δικαίωμα να διαβάζουν όταν και όπου γουστάρουν απο Αρλεκιν μέχρι Ουμπέρτο Εκο.

Καημένε Δημόσθενες, πόσο έχεις σφάλει! Αποδεικνύεις πως σωστά εδώ και χρόνια αρνούμαι να ρίχνω έστω και μια ματιά στο «Βιβλιοδρόμιο» των Νέων!(εξαιρείται το κους-κους του Μανώλη Πιμπλή)