Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, κάμερες, κοσμικότητες, φώτα και φακούς, πολιτικούς, κοινωνικούς ή άλλους παράγοντες του δημόσιου βίου, φλάς  εκκοσμικευμένες αντιλήψεις και πρακτικές του παρελθόντος, με απλότητα και σεμνότητα,  δέχτεικε τις ευχές των πιστών και ορισμένων Μητροπολιτών  για τα ονομαστήρια του ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος. Περισσότερες λεπτομέριες για το την σημερινή ημέρα ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΤΟ ΝΕΟ ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ  AMEN.GR ΤΟΥ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ . Με αφορμή  όμως την σημερινή ημέρα, αντί άλλων  σχολίων  μας  αξίζει τον κόπο να αφιερώσετε λίγο χρόνο σε ένα ανέκδοτο κείμενο που περιγράφει αληθινά γεγονότα…Κείμενο γεμάτο συμβολισμούς και αλήθειες πικρές. Ένα κείμενο που περιγράφει πρώτα  τον Άνθρωπο και μετά  τον  Επίσκοπο εις Τύπον και Εικόνα Χριστού Ιερώνυμο  τον από Θηβών και Λεβαδείας Μητροπολίτη και νυν Προκαθημενο της Ελλαδικής Εκκλησίας Μακαριώτατο   Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Το παραθέτουμε αυτούσιο όπως δημοσιεύθηκε στον Ευροκλυδών  τοπικό φύλλο του νεανικού κέντρου Λειβαδιάς.

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος ο Β΄

 

Υπάρχουν γεγονότα μέσα στη ζωή σου, που έχουν τόση δύναμη, όση ο άνεμος πάνω στις σελίδες του βιβλίου. Όπως ο άνεμος ξεφυλλίζει ένα βιβλίο χωρίς κόπο, έτσι και ένα δυνατό γεγονός φυλλομετρά τους λογισμούς και κάνει τα συναισθήματα να αποκαλύπτονται διαδοχικά στις σελίδες του βιβλίου της καρδιάς. Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2008 και το γεγονός ανοίγει τους ασκούς του και ο αέρας του γυρίζει τις σελίδες του νου προς τα πίσω. Εικόνες γεμάτες από το χρώμα της θάλασσας, τις μυρωδιές της, και ένα νέο επίσκοπο, τον Χαλκίδος Νικόλαο, με μεγάλα εκφραστικά μάτια, που μοιάζουν σα πηγές που από μέσα τους ξεχύνεται η αρετή. Αυτός ο επίσκοπος έγινε στήριγμα για το μικρό τότε δέντρο, τον π. Ιερώνυμο, που μόλις είχε φυτευτεί στον κήπο της ιερωσύνης. Το άλλο γερό στήριγμα που κράτησε το δέντρο αταλάντευτό από το δυνατό μελτέμι του κόσμου ήταν ο γέροντας επίσκοπος Νικόδημος. Αυτός που ως άλλος κρυφός μαθητής του Ιησού, κρυφά ύφαινε της αρετής τον χιτώνα. Αυτός ο γέροντας, αφού φτερά πνευματικά, με τη μοναχική κουρά, έδωσε στον π. Ιερώνυμο, τον άφησε να πετάξει γύρω από το θυσιαστήριο του Εσφαγμένου Αρνίου.

Ο χρόνος, γρήγορα και αθόρυβα, τις σελίδες γυρίζει. Οι εικόνες αλλάζουν. Η θάλασσα, σε άγονο βουνό, τη θέση της δίνει. Ο π. Ιερώνυμος ηγούμενος στο μοναστήρι του Σαγματά. Άγονος τόπος. Το μόνο που κατάφερε να φυτρώσει και να θεριέψει: το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Χριστού, ποτισμένο με τους καταρράχτες των δακρύων του οσίου Κλήμη, του οσίου Γερμανού και πολλών αγίων ασκητών που η βαθειά ταπείνωση τους έσβησε το όνομά τους από την ιστορία του κόσμου και το χάραξε στη μνήμη του Θεού. Μόνος ο π. Ιερώνυμος στο εγκαταλελειμμένο μοναστήρι. Ένα απόγευμα που κουβαλούσε τσιμέντο, για να γιατρέψει και να κλείσει τα τραύματα που ο χρόνος και η εγκατάλειψη προξένησαν, τον πλησιάζει ένας γέροντας.

– Ευλογείτε γέροντα, είπε ο ηγούμενος.
– Ο Κύριος, απάντησε ο ταπεινός λευίτης. Τι κάνεις εδώ πάτερ μου;
– Προσπαθώ να φτιάξω το μοναστήρι, αλλά είμαι μόνος δεν έχω βοήθεια και η απελπισία συχνά με επισκέπτεται. Νομίζω ότι ο κόπος χαμένος είναι.
– Μην απελπίζεσαι π. Ιερώνυμε. Εσύ φτιάχνε φωλιές και ο Θεός θα σου στέλνει πουλιά.
– Ποιος είσαι γέροντα;
– Ο αμαρτωλός Πορφύριος είμαι, είπε ο γέροντας καθώς απομακρυνόταν, μην απελπίζεσαι, την ευχή σου.

Ο χρόνος γύρισε πάλι τις σελίδες. Ο λόγος του γέροντα έγινε γεγονός. Πολλές φωλιές έφτιαξε ο π. Ιερώνυμος. Φωλιές που δεν προλάβαινε να τελειώσει και έρχονταν τα πουλιά του Θεού. Εκείνα που έμελλέ να υμνούν και να δοξολογούν το Άγιο όνομά Του. Δεν φρόντιζε μόνο για τις πνευματικές φωλιές αλλά και για τους κατοίκους τους. Πόσες φορές μέσα στα χιόνια φορτωμένος με προμήθειες δεν έφτανε μέχρι τα αποκλεισμένα από την κακοκαιρία μοναστήρια. Πάλι οι σελίδες γυρίζουν. Ο όσιος Κλήμης που από το μοναστήρι του άρχισαν της ζωής τα σημάδια να φαίνονται, στέλνει δώρο στον άλλο μεγάλο ασκητή, τον όσιο Λουκά, τον Ιερώνυμο. Στο μοναστήρι του στο Στείρι ακούγονται μόνο τα βήματα των ηλικιωμένων πατέρων να σέρνονται από τα ταπεινά κελιά της ανθρώπινης μετάνοιας στο μεγαλόπρεπο ναό της δόξας του Θεού. Πώς να σταθείς μέσα σε τόσους ηλικιωμένους; Πάλι η απογοήτευση πλησίασε το λογισμό του π. Ιερωνύμου. Αλλά πριν κυριεύσει η απόγνωση το λογισμό η ελπίδα έγινε τείχος απόρθητο. Τον πλησιάζει ένας γέροντας του σφίγγει το χέρι μέσα στο δικό του γέρικο χέρι, με όση δύναμη έχει ξεχάσει ο χρόνος να του αφαιρέσει και του ψιθυρίζει:

– Μη φοβάσαι πάτερ. Δε θα σε κουράσουμε πολύ. Έχει δώσει ο όσιος πατέρας μας, ο Λουκάς, σε μας τα γεροντάκια του, μια ευχή. Να φεύγουμε για τη Βασιλεία του Θεού στο πόδι. Θα δεις. Το βράδυ θα αρρωσταίνουμε και μέχρι το πρωί θα έχουμε φύγει… μείνε εδώ να έχεις την ευχή μας…

Έτσι κι έγινε, όπως μαρτυρούν και οι επόμενες σελίδες. Οι μεγάλοι έφευγαν όπως ο όσιος όριζε. Έρχονταν οι νεότεροι. Και όταν σύγχρονοι εικονομάχοι θέλησαν να πάψει να καπνίζει το θυμιατό και οι καρδιές των πατέρων να προσεύχονται, ο π. Ιερώνυμος δεν δίστασε να αμπαρωθεί στο μοναστήρι και να εμποδίσει τη νέα ευγενική επιδρομή. Όταν και το πολυβασανισμένο σκήνωμα του οσίου επέστρεψε στο μοναστήρι του πληροφόρησε τις καρδιές των ευσεβών: «Αυτόν που με τίμησε θα τον τιμήσω».

Οι σελίδες γυρνούν γρήγορα. Ο γέροντας Νικόδημος νιώθει ότι οι ρίζες του μία – μία, αργά – αργά βγαίνουν από το χώμα της γης αυτής για να μεταφυτευτούν στο περιβόλι του ουρανού. Θέλει και εκείνος να δει τον επόμενο κρίκο της αποστολικής διαδοχής. Δίνει την ποιμαντική ράβδο στα χέρια του π. Ιερωνύμου, και μέχρι την ολοκλήρωση του ενάρετου επίγειου βίου του συνέχιζε να στηρίζεται στο κομποσκοίνι. Αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου έχει πολλές σελίδες. Που να πρωτοσταθείς. Πολύς αγώνας. Μεγάλος κόπος. Δεν χόρτασε χρόνια ολόκληρα ύπνο ο Δεσπότης. Το κυριότερο όμως είναι πως το ύψος του θρόνου δεν τον έκανε να βλέπει τους άλλους από ψηλά. Συνέχισε να είναι ο π. Ιερώνυμος που στη σκιά του χωρούσε και μπορούσε να αναπαυθεί όποιος αναζητούσε ξεκούραση.

Είναι αδυσώπητος ο χρόνος. Δε σταματάει πουθενά. Δε χαρίζει στις καλές σελίδες ούτε λεπτό. Μια δυο σελίδες έχουν την οσμή της συκοφαντίας. Σα σκοτεινό σύννεφο απειλεί να σκιάσει τα πάντα. Τα πάντα εκτός από τον ήλιο της γαλήνης του αθώου. Δεν σκιάχθηκε ο Δεσπότης. Δεν ταράχτηκε. Γνωρίζει καλά πως το ψέμα δεν ευδοκιμεί στο χώρο της αλήθειας, στην Εκκλησία του Χριστού.

28 Απριλίου 1998. Ήταν παραμονή του ελεήμονα αγίου επισκόπου της Θήβας Ιωάννη του Καλοκτένη. Ήταν η ημέρα που ο άγιος επίσκοπος Ιωάννης, ψιθύρισε στον π. Ιερώνυμο να μείνει λίγο ακόμα. Δεσπότης ο άγιος και γνώριζε ότι η επαρχία που και αυτός πριν από αρκετούς αιώνες ποίμαινε είχε ανάγκη τον π. Ιερώνυμο. Τι είναι δέκα χρόνια για το χρόνο; Ότι και το γύρισμα μιας σελίδας για ένα πολυσέλιδο βιβλίο.

Δεν μπορείς να μη σταθείς στην εικόνα ενός γέροντα με μια μεγάλη λευκή γενειάδα σα χιονισμένη βουνοπλαγιά. Είναι ο γέροντας επίσκοπος Κωνσταντίνος. Αρχές Μαρτίου 2007. Δίπλα στο κρεβάτι της ασθένειας του γέροντα ο π. Ιερώνυμος. Ο διάλογος μεταξύ τους προκαλεί συγκλονισμό σε αυτόν που στα έργα του Πνεύματος πιστεύει:

– Ιερώνυμε, είσαι ο ευεργέτης μου εδώ και 34 χρόνια.
– Τι λέτε γέροντα, εσείς ευεργετήσατε εμένα. Από παιδί σας γνωρίζω. Πόσα με έχετε διδάξει!
– Παιδί μου, τώρα που θα γίνεις Αρχιεπίσκοπος… είπε ο γέροντας με τα μάτια της ψυχής καρφωμένα στο μέλλον.
– Τελείωσαν τώρα αυτά γέροντα, όχι μόνο τελείωσαν αλλά έχουν περάσει και δέκα σχεδόν χρόνια, τον διέκοψε ξαφνιασμένος ο π. Ιερώνυμος.
– Δεν τελείωσαν Ιερώνυμε, τώρα αρχίζουν. Σύντομα θα γίνεις αρχιεπίσκοπος. Έτσι θέλει ο Θεός. Όταν θα γίνεις παιδί μου, τη δόξα του Θεού να επιδιώξεις και τη δόξα των ανθρώπων να μισήσεις. Με την ευχή μου!

Και πάλι ο λόγος γεγονός έγινε. Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2008. Αυτή τη μέρα που η Εκκλησία τιμά τον όσιο Λουκά τον εν Στειρίω, ο όσιος τίμησε τον π. Ιερώνυμο. Εκλέγεται την Αρχιεπίσκοπος γνωρίζοντας καλά ότι μετά από μια θριαμβευτική είσοδο ακολουθεί μια πορεία σταυρική.

Μέσα στις επόμενες άγραφες σελίδες του βιβλίου, το μόνο που μπορείς να διακρίνεις είναι όχι τα γεγονότα αλλά οι παρουσίες των αγίων που σπάνε τα φράγματα του χρόνου και με άνεση κινούνται από το παρελθόν στο παρόν και το μέλλον. Αυτοί θα σταθούν δίπλα του για να ανταποδώσουν σε αυτόν που τους φρόντισε τη δική τους συμπαράσταση. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς του οποίου το ναό έφτιαξε και το άγιο λείψανο από τη Δύση έφερε, σίγουρα θα ψιθυρίζει ικετευτικά στο γέροντά του, τον κήρυκα των εθνών Παύλο τον θεμέλιο λίθο της Εκκλησίας των Αθηνών, για τον π. Ιερώνυμο. Ο όσιος Κλήμης ο Αθηναίος θα τον συντροφεύει. Ο όσιος Λουκάς, που μοναχός σε μοναστήρι των Αθηνών έγινε, θα τον προστατεύει. Ο άγιος Ρούφος ο Εκλεκτός, ο άγιος Ιωάννης ο Καλοκτένης και ο άγιος Ρηγίνος, στις ουράνιες συνάξεις, θα παρακαλούν για τον π. Ιερώνυμο, τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και όλους τους αγίους επισκόπους της Αθήνας. Η γερόντισσα Ανθούσα και η γερόντισσα Φωτεινή ευχές για το Δεσπότη θα σιγοψέλνουν στη γερόντισσα των Αθηνών Αγία Φιλοθέη. Και όλοι εμείς οι ευεργετημένοι απ’ την αγάπη του, διαρκώς, ταπεινά θα ευχόμαστε: «Κύριε ο Θεός ημών, του πατρός καί Αρχιεπισκόπου ημών Ιερωνύμου, γήρας αυτώ τίμιον χάρισαι, μακροχρόνιον αυτόν διαφύλαξον, ποιμαίνοντα τόν λαόν Σου εν πάση ευσεβεία καί σεμνότητι».

Η Εκκλησία μας τιμά σήμερα την μνήμη του Οσίου Ιερωνύμου προστάτη των Βιβλιοθηκών.

Ο Όσιος Ιερώνυμος

Ieronimos

Γεννήθηκε το 345 στο χωριό Στριδώνι της Δαλματίας από γονείς ενάρετους χριστιανούς, οι όποιοι για να τον μορφώσουν καλύτερα, τον έστειλαν στη Ρώμη. Εκεί βαπτίστηκε, αλλά και εκεί έπεσε στη διαφθορά. Μετά τη Ρώμη επισκέφθηκε τη Γαλλία. Έπειτα επέστρεψε στην Ιταλία και από εκεί πέρασε στην Ανατολή και έφθασε το 373 στην Αντιόχεια για να συνεχίσει τις σπουδές του. Αφού βέβαια γρήγορα συνήλθε από τις νεανικές του παρεκτροπές, αποσύρθηκε στην έρημο της Χαλκίδας (στη Συρία) και ζούσε ασκητική ζωή. Αηδιασμένος όμως από τους εκεί υποκριτές μοναχούς επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνωρίστηκε με τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και τον Γρηγόριο Νύσσης και από εκεί επέστρεψε στη Ρώμη, πολύ εκτιμώμενος για την πολυμάθεια του. Αλλά οι σχέσεις του με μια πλούσια, αλλά ευσεβή χήρα, την Παούλα, και τις θυγατέρες της, σκανδάλισε τη Ρωμαϊκή κοινωνία και αναγκάσθηκε να φύγει με τη συνοδεία αυτών από τη Ρώμη και να πάει δια της Αντιόχειας στα Ιεροσόλυμα και από κει στη Βηθλεέμ, όπου έκτισαν δύο Μονές, μία ανδρική και μία γυναικεία, στις όποιες και διέμεναν. Και η μεν Πάουλα πέθανε στη Βηθλεέμ το 404 και λύπησε πολύ τον Ιερώνυμο, αυτός δε το 420. Αργότερα το ιερό του λείψανο μετακομίστηκε στη Ρώμη και εναποτέθηκε στον Ναό της S. Maria Maggiore. Ακολουθία του, ποίημα Νήφωνος Αγιορείτου, εκδόθηκε στην Αθήνα το 1925.