Οι ευρωεκλογές της 7ης Ιουνίου 2009, κατέδειξαν μια σημαντική υποχώρηση των δυνάμεων της Αριστεράς, τόσο της σοσιαλδημοκρατικής- σοσιαλιστικής, όσο και της κομμουνιστικής, με παράλληλη επικράτηση των δεξιών κομμάτων και ενίσχυση της ακροδεξιάς. Τα σοσιαλιστικά, εργατικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ως κυρίαρχη τάση της Αριστεράς σε όλη την Ευρώπη, χαρακτηρίζονται από έναν θεμελιακό διχασμό.

Η σοσιαλδημοκρατία βέβαια έχει ιστορικά διαμορφωθεί ως το συνολικό προϊόν της πολιτικής διαμεσολάβησης  διαφορετικών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων που αποτελούν ενιαίο μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων – αντίπαλο δέος, για δεκαετίες, στις δυνάμεις του κοινωνικού συντηρητισμού και της πολιτικής αντίδρασης. 

Εντός των σοσιαλιστικών κομματικών σχηματισμών όμως συγκρούονται διαφορετικές λογικές στην πάλη για την πολιτική ηγεμονία, στο επίπεδο της θεωρίας, του προγράμματος, της οργάνωσης, της εκπροσώπησης.  Η μία βασική τάση της σοσιαλδημοκρατίας είναι η συνδιαλλαγή με τη φιλελεύθερη αντίληψη και πρακτική «τεχνοκρατικών στελεχών» και «φωτισμένων» αστών, που στο πλαίσιο διαχείρισης και εξανθρωπισμού του καπιταλιστικού συστήματος επιχειρεί να ενσωματώσει τις λαϊκές – εργατικές αντιστάσεις και τη διαμαρτυρία στη σύμφυτη με το σύστημα κοινωνική αδικία. Η άλλη άποψη, η γνήσια  δημοκρατική – σοσιαλιστική, αποτελεί έκφραση των κυριαρχούμενων λαϊκών στρωμάτων, μαχόμενη για πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, σε μια προοπτική δημοκρατικής αλλαγής και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Από  τα μέσα της δεκαετίας του '80 και καθ' όλη την τελευταία 20ετία, η πρώτη τάση επικράτησε σε όλα σχεδόν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ως δύναμη πολιτικού εκσυγχρονισμού και νέου αναθεωρητισμού της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας. Η «νέα σοσιαλδημοκρατία», κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην Ευρώπη τη δεκαετία του '90, ταυτίστηκε οργανικά με την προώθηση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης στο λαϊκό κόσμο. Αποτέλεσε βασικό πολιτικό φορέα της μονεταριστικής οικοδόμησης της Ε.Ε., του συμφώνου σταθερότητας, της θεσμικά κατοχυρωμένης απελευθέρωσης των αγορών (κεφαλαίου, προϊόντων, υπηρεσιών) από κάθε κρατικο-κοινωνικό έλεγχο, της συνεχούς ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, της ιδιωτικοποίησης των δημοσίων επιχειρήσεων και της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, της συναίνεσης στις στρατιωτικές επεμβάσεις της νεοϊμπεριαλιστικής βαρβαρότητας. Αυτή η «νέα σοσιαλδημοκρατία» ηττάται εκλογικά σε όλες τις χώρες της Ευρώπης στην τρέχουσα δεκαετία, καθώς αμφισβητείται συνολικά η πορεία, ο τρόπος, τα χαρακτηριστικά της οικοδόμησης της περιφερειακής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, σε μια περίοδο γενικότερης οικονομικής κρίσης. Καταβάλλει μάλιστα αυξημένο πολιτικό κόστος σε σχέση με τους συντηρητικούς συνεταίρους της για δύο λόγους:

α. γιατί η εκλογική της βάση και οι θεσμοί στους οποίους στηρίζει τη σύνδεσή της με αυτήν δέχονται διαλυτικά πλήγματα από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και

β. διότι μεγάλο τμήμα του πολιτικού της προσωπικού έχει μεταλλαχθεί και αιφνιδιάζει αρνητικά την κοινωνία υπερακοντίζοντας σε νεοφιλελεύθερο δογματισμό τους συντηρητικούς αστούς πολιτικούς οι οποίοι, αν και ακραιφνείς φιλελεύθεροι, επιδεικνύουν πραγματισμό κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία και ιδίως ενώπιον της κρίσης λαμβάνουν μέτρα κρατικής ρύθμισης και, οριακά, ακόμα και ανάπτυξης και αναδιανομής. 

Από την άλλη πλευρά, τμήματα της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, πολλές φορές σε συνεργασία με την άλλη αριστερά, αναζητούν ριζοσπαστική, αντισυστημική και δημοκρατική πρόταση και στηρίζονται από τους ευρωπαίους πολίτες, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα στην Γερμανία (Λαφονταίν), την Ολλανδία (Μαρέινινσεν), την Γαλλία (Μελανσόν). Στις πρόσφατες Ευρωεκλογές ενισχύθηκαν επίσης τα σοσιαλιστικά- σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που είτε προέρχονται από εθνικούς σχηματισμούς με ηγεμονική σοσιαλδημοκρατική παράδοση που άντεξε στην περίοδο των νεοφιλελεύθερων ανέμων (Σουηδία, Δανία), είτε προέταξαν κατά την προεκλογική περίοδο έναν πιο ριζοσπαστικό λόγο (ΠΑ.ΣΟ.Κ. – θέση για αναθεώρηση του συμφώνου σταθερότητας). Το ζητούμενο πάντως είναι ο συνολικός και ενωτικός αναπροσδιορισμός της γενικής κατεύθυνσης των σοσιαλιστών στην Ευρώπη και τον κόσμο.

 

Στη χώρα μας το ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατήγαγε μια σημαντική και καθαρή εκλογική νίκη, την πρώτη μετά το 2000 και την πρώτη σε Ευρωεκλογές από το 1994, σε συνθήκες μάλιστα γενικευμένης υποχώρησης των σοσιαλιστικών, εργατικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης. Αυτή τη στιγμή το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είναι συγκριτικά το πιο ισχυρό από τα κόμματα – μέλη του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος και από τα ελάχιστα που σημείωσαν αύξηση των δυνάμεών τους, σε σχέση με τις Ευρωεκλογές του 2004. Τα παραπάνω στοιχεία έχουν την αυτονόητη σημασία τους και σε συνδυασμό με την σημαντική διαφορά από τη Ν.Δ. δίνουν μήνυμα αισιοδοξίας για τις ερχόμενες εθνικές εκλογές.

Ωστόσο το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών εμπεριέχει στοιχεία που ευλόγως προκαλούν προβληματισμό και απαιτούν σοβαρές διορθωτικές κινήσεις. Το υψηλό ποσοστό αποχής θέτει ζητήματα αμφισβήτησης (η οποία για κάποιους φτάνει στα όρια της απονομιμοποίησης) του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, ενώ όπως ήταν φυσικό δεν άφησε ανεπηρέαστο το ΠΑ.ΣΟ.Κ., το οποίο είδε τις ψήφους του να μειώνονται κατά 850.000, σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2007 και κατά 200.000 περίπου σε σχέση με τις προηγούμενες Ευρωεκλογές.

Παράλληλα η αποτυχία των κομμάτων της άλλης Αριστεράς είναι προφανής: το μεν Κ.Κ.Ε. υποχωρεί κατά 1% σε σχέση με τις Ευρωεκλογές του 2004 και χάνει 150.000 ψήφους (το 1/4 των ψήφων του), ενώ ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. βελτιώνει μεν τις επιδόσεις του σε σχέση με τον Συνασπισμό στις Ευρωεκλογές του 2004, αλλά ως χώρος (Συνασπισμός και «Γυναίκες για μια άλλη Ευρώπη») υποχωρεί, τόσο σε σχέση με τις Ευρωεκλογές του 2004, χάνοντας 60.000 ψήφους (το 1/5 των ψήφων του), όσο και σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2007, χάνοντας 120.000 ψήφους (το 1/3 δηλαδή της δύναμης του). Είναι εντυπωσιακό ότι ΚΚΕ και ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μαζί, σε σχέση με τις Ευρωεκλογές του 2004, έχουν αθροιστικά μεγαλύτερες απώλειες σε ψήφους από το ΠΑ.ΣΟ.Κ.!

Η ήττα αυτή σε συνδυασμό με την άνοδο της ακροδεξιάς (ΛΑ.Ο.Σ. και Χρυσή Αυγή) πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού για τις δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας μας.

Το Κ.Κ.Ε. παρά τη μαχητική, συχνά, στάση του, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα της Οικονομίας και την ταξική ερμηνεία των κοινωνικών ζητημάτων, φαίνεται ότι πληρώνει το μοναχικό, αντιενωτικό και εν τέλει ατελέσφορο για τις οξύτατες κοινωνικές ανάγκες δρόμο που έχει επιλέξει καθώς και την εμμονή του στη γραμμή της πάλης ενάντια στο δικομματισμό, η οποία γίνεται αντιληπτή ως εξομοίωση της Ν.Δ. με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. που σε συνθήκες αυτοδύναμης δεξιάς δίνει την εντύπωση έμμεσης στήριξης, ανεξάρτητα από προθέσεις.

Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., παρά την ενεργό συμμετοχή του στα κοινωνικά κινήματα, είδε τις υψηλές προσδοκίες του να διαψεύδονται εξαιτίας της εμφανούς αδυναμίας του να συμβάλλει δημιουργικά στην οικοδόμηση μιας προοδευτικής εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης και του διχασμού του ανάμεσα στη γραμμή ρήξης και τη γραμμή συμμετοχής του σε μία Κεντροαριστερή κυβέρνηση. Ουσιαστικά και οι δυο γραμμές απέτυχαν να συλλάβουν την ιστορική ευκαιρία να φέρουν στην ατζέντα της κυβερνητικής εξουσίας τα λαϊκά αιτήματα, μέσα από μία ευρεία προγραμματική σύγκλιση των σοσιαλιστικών, δημοκρατικών και ριζοσπαστικών δυνάμεων. Σχηματικά θα λέγαμε ότι η ανανεωτική πτέρυγα απαντά σωστά σε λάθος ερώτηση (αποδεχόμενη την ανάγκη κυβερνητικών συνεργασιών χωρίς να θέτει το πλαίσιό τους), ενώ η ριζοσπαστική πλευρά απαντά λάθος στη σωστή ερώτηση (αρνούμενη την κυβερνητική συνεργασία με οποιοδήποτε πλαίσιο).

Το ΛΑ.Ο.Σ., ένα άκρως δημαγωγικό και τυχοδιωκτικό κόμμα, επωφελήθηκε της αδυναμίας της Αριστεράς να προτείνει μία αξιόπιστη δημοκρατική και προοδευτική διέξοδο από την κρίση αλλά και να κατανοήσει εξαιρετικά ευαίσθητα για το λαό ζητήματα, όπως αυτά της μετανάστευσης και της εθνικής ταυτότητας. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στις άλλες χώρες της Ε.Ε. η άνοδος της Ακροδεξιάς αποτελεί συνέπεια της χρεοκοπίας των νεοφιλελεύθερων και σοσιαλφιλελεύθερων πολιτικών. Από τα αποτελέσματα αποδεικνύεται ότι όπου ο θατσερισμός και ο μονεταρισμός σκόρπισαν κοινωνικά ερείπια και στη συνέχεια οι σοσιαλφιλελεύθερες κυβερνήσεις του «Τρίτου Δρόμου» και της συγκυβέρνησης με τη Δεξιά συνέχισαν το καταστροφικό έργο τους, η Ακροδεξιά εμφανίζεται αυτόκλητη στο ρόλο του «οδοκαθαριστή» να μαζέψει τα «ανθρώπινα απορρίμματα», κατά την έκφραση του Ζ. Μπάουμαν (μετανάστες, φτωχούς, απόκληρους, διαμαρτυρόμενη νεολαία κτλ.)  προτείνοντας βάρβαρα, αντιδημοκρατικά και αντικοινωνικά μέτρα (περιστολή δικαιωμάτων, κατάργηση ασύλου, εκτοπισμός ανθρώπων χωρίς χαρτιά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, νομιμοποίηση της παρακολούθησης των πολιτών, ποινικοποίηση και καταστολή των κοινωνικών αγώνων).

Η πορεία του Κινήματος, από το 2004 και μετά, διακρίνεται σε αδρές γραμμές σε δύο βασικές υποπεριόδους:

α) την περίοδο 2004-2007, όπου κυριαρχούν οι θέσεις της νέας σοσιαλδημοκρατίας (σχέδιο Ανάν, άρθρο 16, Ευρωσύνταγμα, αποδοχή της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, κριτική στις ιδιωτικοποιήσεις από την σκοπιά της διαχειριστικής επάρκειας κ.τ.λ.) και

β) την περίοδο 2007-2009, όπου ειδικά από τον Σεπτέμβριο 2008, από τη Δ.Ε.Θ. και μέχρι σήμερα, το Κίνημα, ανοίγεται, έστω και δειλά, σε πολιτικά αντινεοφιλελεύθερες – δημοκρατικές θέσεις διεκδικώντας ξανά την εκπροσώπηση του κόσμου της μισθωτής εργασίας και των μικροαστικών στρωμάτων που πλήττονται από την οικονομική κρίση. Το εκλογικό αποτέλεσμα, βοηθούσης της υποχώρησης της Ν.Δ. στο γενικευμένο κλίμα διαφθοράς και σκανδάλων, επιβράβευσε το αντινεοφιλελεύθερο – δημοκρατικό άνοιγμα, όπως κωδικοποιήθηκε στη θέση αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας.

Η δεξιά προσπαθεί, διαχειριζόμενη την ήττα της στις Ευρωεκλογές, να διατηρήσει την ιδεολογική ηγεμονία. Και στην Ευρώπη αλλά ιδιαίτερα στην Ελλάδα η θέση της είναι δύσκολη. Στην Ευρώπη η νίκη της ευρωδεξιάς έχει να αντιμετωπίσει την πολύ βαθιά, όπως αποδεικνύεται, οικονομική κρίση. Στο βάθος δεν έχει τίποτα διαφορετικό να προτείνει από τον νεοφιλελευθερισμό, παρά μόνο συγκυριακά μέτρα και περιβαλλοντικά μερεμέτια. Αντιλαμβάνονται την ανάγκη οικολογικής στροφής στην οικονομία ως οικοκαπιταλισμό. Η ελληνική δεξιά συζητά τώρα, μπροστά στο φάσμα της επερχόμενης ήττας, αν αποτελεί πολυκατοικία ή γειτονιά. Επιχειρούν να αξιοποιήσουν τις ευαισθησίες του ελληνικού λαού και τις αγωνίες του έθνους που οφείλονται, κατά μεγάλο μέρος, στην ανικανότητα και την ολιγωρία τους, ως ιδεολογικό άλλοθι και πολιτικό όπλο εναντίον της δημοκρατικής παράταξης και του Προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Γιώργου Παπανδρέου.

Για να μετατραπεί η εκλογική νίκη σε ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία θα πρέπει το αντινεοφιλελεύθερο – δημοκρατικό άνοιγμα να γίνει πολιτική γραμμή. Να ενισχυθεί περισσότερο και να επικαιροποιηθεί με συγκεκριμένες θέσεις – δεσμεύσεις σε ένα νέο πρόγραμμα, που θα αρχίσει να υλοποιείται από την πρώτη μέρα της νέας κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Δεσμεύσεις άμεσα υλοποιήσιμες, που αφενός θα συσπειρώσουν τα λαϊκά στρώματα στο Κίνημα, αφετέρου θα δείξουν την κατεύθυνση της νέας σοσιαλιστικής κυβέρνησης και θα είναι συνδεδεμένες μ' ένα ευρύτερο πρόγραμμα κοινωνικών αλλαγών σε δημοκρατική – σοσιαλιστική κατεύθυνση. Στα πλαίσια ενός άμεσου κυβερνητικού προγράμματος των πρώτων 100 ημερών προτείνουμε:

  1. κατάργηση όλου του θεσμικού πλαισίου των ελαστικών σχέσεων εργασίας (ενοικιαζόμενης, ανασφάλιστης, εκ περιτροπής εργασίας). Μόνιμη και σταθερή δουλειά με αξιοπρεπείς αμοιβές για όλους τους πολίτες της χώρας.
  2. Ριζική αλλαγή του φορολογικού συστήματος με πάταξη της φοροδιαφυγής, πραγματικά ελεγχόμενο πόθεν έσχες για όλους, φορολόγηση των μεγάλων εισοδημάτων και της περιουσίας κι όχι της βασικής κατανάλωσης και της εργασίας.
  3. Ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους με αιχμές την υγεία, την παιδεία και την κοινωνική ασφάλιση.
  4. Εισαγωγή ενός νέου μοντέλου διοίκησης που θα στηρίζεται στις αρχές: α. της έντιμης διαχείρισης, β. της αποτελεσματικότητας, γ. της κοινωνικής ευαισθησίας και δ. της περιβαλλοντικής ευθύνης που θα ελέγχεται από θεσμούς δημοκρατικής συμμετοχής και κοινωνικής λογοδοσίας.

 

Απαραίτητος όρος για την υλοποίηση των παραπάνω είναι η ανασυγκρότηση της Οργάνωσης του ΠΑ.ΣΟ.Κ., η ουσιαστική της πολιτικοποίηση, ο προσανατολισμός της στην κοινωνία και τα κοινωνικά κινήματα και ιδιαίτερα στο συνδικαλιστικό κίνημα που πρέπει να ανανεωθεί, να μαζικοποιηθεί και να ξεπεράσει τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και τις πελατειακές εξαρτήσεις που, κάποιες φορές, καταντούν σε ηθικό εκφυλισμό και διαφθορά.

Όχι στο πρόγραμμα του χθες – όχι στη γλώσσα του χθες – όχι στα πρόσωπα του χθες. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αριστερά κάνει τη διαφορά!

Εμπρός για τη δημοκρατική πολιτική και κοινωνική αλλαγή.

Μόνο το ΠΑ.ΣΟ.Κ.  του δημοκρατικού σοσιαλισμού, του λαού και της πατρίδας μπορεί να είναι το κόμμα της νίκης και της ελπίδας.