Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Κύπρο, ο Υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάθιου Μπράιζα διαμήνυσε ωμά, σε Κύπριους συνομιλητές του, ότι η χώρα του δεν πρόκειται και δεν μπορεί να ασκήσει πιέσεις στην Τουρκία. Αυτό μπορούσε να ήταν εφικτό, είπε, στις δεκαετίες του '70 ή του '80. Σήμερα η Τουρκία δεν ελέγχεται όσο προηγουμένως από τις ΗΠΑ, επειδή έχει ανεξαρτητοποιηθεί και διαφοροποιηθεί από την αμερικανική πολιτική.

ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΙΑΚΩΒΙΔΗ
Οι επισημάνσεις του Μπράιζα είναι ορθές. Διαζωγραφίζουν μία νέα κατάσταση πραγμάτων στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, που άρχισε να μορφοποιείται και να εκσυγχρονίζεται από το 2002, μετά το διορισμό του ακαδημαϊκού και καθηγητή διεθνών σχέσεων Αχμέτ Νταβούτοβλου, ως του υπ' αρ. ένα συμβούλου του Τούρκου πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν.

Ο Νταβούτογλου επαναπροσδιόρισε και καθόρισε το ρόλο που η Τουρκία διεκδικεί να διαδραματίσει στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, στον Καύκασο και στον κόσμο. Τον αποκάλεσε «στρατηγικό βάθος», επειδή σήμερα η τουρκική εξωτερική πολιτική δεν περιορίζεται μόνο γύρω από τη χώρα, αλλά εξακτινώνεται και σε όλο τον κόσμο, διευρύνοντας τον ορίζοντα των Τούρκων εκφραστών πολιτικής και της τουρκικής παρουσίας.
Ο φιλόδοξος στόχος του Νταβούτογλου είναι να αναγορεύσει ή και να επιβάλει την Τουρκία ως μεγάλη, όχι πλέον περιφερειακή, δύναμη μέχρι το 2023, όταν η χώρα θα γιορτάζει την 100ετηρίδα της Τουρκικής Δημοκρατίας. Έτσι, πρώτα επεδίωξε όπως η τουρκική διπλωματία αποκτήσει αυτοπεποίθηση στις διεθνείς σχέσεις, μονολιθικότητα στις κινήσεις και αποτελεσματικότητα στις ενέργειες, με ταυτόχρονες δράσεις σε πολλά μέτωπα. Ο Νταβούτογλου θεωρεί ότι η Τουρκία είναι μια «κεντρική χώρα», που στηρίζεται στη Δύση και στην Ανατολή, που συνδυάζει τις δυτικότροπες αντιλήψεις της με τις μουσουλμανικές καταβολές της.

«Μηδενικά προβλήματα»
Η Τουρκία ακολουθεί από το 2002 μια πολιτική «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονές της, εμπλεκόμενη σε διαμεσολαβήσεις, αλλ' αποφεύγοντας να συμμετέχει σε περιφερειακές ή διεθνείς κρίσεις (πράγμα, βέβαια, που δεν ισχύει στην περίπτωση της Κύπρου και της Ελλάδας). Η επιτήδεια ουδετερότητά της προσπορίζει στην Τουρκία το φωτοστέφανο του δήθεν ειρηνοποιού, αφού συμμετέχει με πολυάριθμα στρατιωτικά αποσπάσματα σε διάφορες περιοχές συγκρούσεων. Παράλληλα, επιχειρεί ανοίγματα και προσεγγίσεις ακόμα και ορκισμένων εχθρών της, όπως η Συρία, η Αρμενία και οι Κούρδοι, ενώ δεν υποτιμά, αντίθετα ενισχύει τις σχέσεις της με τη Ρωσία. Ακόμα και στη μακρινή Κίνα, η Τουρκία παρενέβη πρόσφατα, με αφορμή την εξέγερση των Ιουγούρων αυτονομιστών.
Παράλληλα, με ανοίγματα και κινήσεις προς τη Χαμάς, το Ιράν, το Ισραήλ, το Ιράκ, τις αραβικές χώρες, την Αίγυπτο, η Τουρκία επιχειρεί πλέον ανοικτά να αναδειχθεί ή και να επιβληθεί ως η κατ' εξοχήν ηγέτιδα των μουσουλμάνων και των Αράβων. Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του Νταβούτογλου, η Τουρκία πρέπει να είναι πανταχού παρούσα, με άσκηση πολιτικής ίσων αποστάσεων, με την αξιοποίηση ΜΚΟ, επιχειρηματιών, κτλ. ως αιχμή του δόρατος της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Και, βέβαια, ο κύριος στόχος της Τουρκίας είναι η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να παραβλέπονται οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ, οι οποίες, από το 2003, πέρασαν από σαράντα κύματα.

Ισχυρός άνεμος νεο-Οθωμανισμού πνέει στην τουρκική πολιτική
Η Τουρκία θεωρεί ότι πρέπει να είναι ο κατ' εξοχήν εταίρος και σημαντικός στρατηγικός σύμμαχος των ΗΠΑ, όπως τη χαρακτήρισε και ο πρόεδρος Ομπάμα, στις κρίσεις και στις συγκρούσεις της περιοχής μας. Το στοίχημα του Νταβούτογλου και της Τουρκίας είναι η πολιτικο-στρατηγική εδραίωση της χώρας στην περιοχή μέσω οικονομικών και πολιτιστικών δεσμεύσεων. Η πρόσφατη επίσκεψη του Ομπάμα συνέβαλε στην ανάδειξη της εικόνας μιας Τουρκίας στο διεθνές πολιτικό στερέωμα ως μοντέλου δημοκρατίας και κοσμικότητας, πρότυπου για τις υπό κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό αναβρασμό χώρες της Μέσης Ανατολής.
Τούτων δοθέντων, πρέπει να επισημανθεί ότι η Τουρκία έχει αποδυθεί σε μια πρωτοφανή διεθνή εκστρατεία και δη προς τις ΗΠΑ, για να αποδείξει πόσο πολύτιμη και χρήσιμη είναι για τους Αμερικανούς και για τους Ευρωπαίους. Σε σημείο που ο πρώην Τούρκος πρέσβης στην Ουάσινγκτον, ο Φαρούκ Λόλογλου, να ισχυρίζεται ότι ΗΠΑ και Τουρκία μοιράζονται τις ίδιες αξίες περί δημοκρατίας, κράτους δικαίου, σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ισότητας των φύλων και διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους. Ο Λόλογλου θεωρεί ότι οι ΗΠΑ και η Τουρκία είναι οι δύο σημαντικότεροι πυλώνες της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Και ότι η Τουρκία συμβάλλει σε επιχειρήσεις του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, ενώ είναι ο σημαντικότερος σταθμός διαμετακόμισης πετρελαίου και αερίου από την Ασία προς την Ευρώπη.
Με αυτές τις προοπτικές, είναι αυτονόητο ότι η υπερφίαλη και αλαζονική Τουρκία δεν δέχεται πια μύγα στο σπαθί της. Ένας ισχυρός άνεμος νεο-Οθωμανισμού σαρώνει ήδη την τουρκική εξωτερική πολιτική, σε σημείο που ο επικεφαλής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Εγκμεμέν Μπαγίς, όπως και ο υπουργός Εξωτερικών Νταβούτογλου, να δηλώνουν κομπαστικά ότι το Κυπριακό δεν είναι πια πρώτη προτεραιότητα της Τουρκίας, όπως συμβαίνει με την Ελλάδα. Γιατί; Επειδή οι Τούρκοι θεωρούν ότι θα περάσουν ανώδυνα και αλώβητοι την αξιολόγηση, που οι «27», περιλαμβανομένης και της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα κάνουν για την ενταξιακή της πορεία.
Ελλάδα και Κύπρος, από το 1996, αποφάσισαν ότι ήταν προς όφελος των ευρύτερων εθνικών συμφερόντων η υποστήριξη της ενταξικής πορείας της Τουρκίας. Έκτοτε, η ελληνική και κυπριακή πολιτική εξημέρωσης του τουρκικού θηρίου δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα. Μπορεί η Αθήνα να επιμένει, ορθά, ότι οι συμφωνίες γίνονται για να τηρούνται (pacta sunt servanda) και ότι η Τουρκία δεν μπορεί να ενταχθεί στην Ευρώπη a la carte. Όμως, η Τουρκία δεν σέβεται ούτε τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις της ούτε και οποιεσδήποτε συμφωνίες και συνθήκες. Δεν υπάρχει ικανό αντίπαλο ελληνικό δέος, για να την υποχρεώσει ή να την ανακόψει, ενώ οι Ευρωπαίοι εταίροι μας παίζουν παιγνίδια με την ένταξή της.

Πλαδαρότητα και ακινησία
Το ερώτημα που τίθεται, πλέον, ευθέως για την Αθήνα και τη Λευκωσία είναι επιτακτικό και κρίσιμο: Θα συνεχίσουν την ίδια αδιέξοδη πολιτική, ενώ η Τουρκία συνεχώς αναβαθμίζει την επιθετικότητά της, ή θα επιχειρηθεί αναθεώρησή της; Προς το παρόν δεν υπάρχει τέτοιος σχεδιασμός, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη η πλαδαρότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και η ανυπαρξία της κυπριακής. Αυτή η αδυναμία διαζωγραφίζεται από την ακινησία, που παρατηρείται και στη Λευκωσία και στην Αθήνα, ενόψει της αξιολόγησης της Τουρκίας. Στη Λευκωσία ακόμα συζητούν πότε θα συνέλθει το Εθνικό Συμβούλιο, πότε θα γίνει αποτίμηση των συνομιλιών, πότε θα χαραχθεί στρατηγική αντιμετώπισης της Τουρκίας και τι κάνει η Κύπρος και με ποιους, τον προσεχή Δεκέμβριο.
Η πολιτική Χριστόφια, των ίσων αποστάσεων από τις δύο τάσεις στην ΕΕ, δεν εξυπηρετεί την Κύπρο, επειδή δεν είναι σε θέση να παίζει παιγνίδια. Ο γαλλογερμανικός άξονας και άλλες χώρες υποστηρίζουν μια ειδική σχέση της ΕΕ με την Τουρκία. Ο βρετανικός άξονας, με τη στήριξη των ΗΠΑ, επιμένουν σε πλήρη ένταξή της και, παράλληλα, σε συνεχή διεύρυνση της Ένωσης. Οι τελευταίες Ευρωεκλογές ανέδειξαν μια ισχυρή αντίδραση των πολιτών της Ευρώπης στην ένταξη της Τουρκίας, πράγμα που προκάλεσε οργίλα σχόλια του Τούρκου Πρωθυπουργού.

Θα διεκδικήσει ηγετικό ρόλο
Το μέγα ερώτημα, που απασχολεί ήδη όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, είναι αν, εντασσόμενη, η Τουρκία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα δημοκρατικό κράτος και θα συνέβαλλε στην οικονομική και δημογραφική στερέωσή της, ή θα οδηγούσε αφεύκτως στην αποσάθρωση και στην κατάρρευσή της, που είναι ο ανομολόγητος στόχος των Βρετανών και των Αμερικανών. Πολλοί είναι οι Ευρωπαίοι αναλυτές, που εξηγούν ότι η Τουρκία δεν ανήκει στην Ευρώπη, πολιτιστικά, και ότι ένταξή της θα εξαπολύσει ένα πρωτοφανές και ανεξέλεγκτο κύμα μετανάστευσης προς τις ευρωπαϊκές χώρες. Και, βέβαια, η Τουρκία εντασσόμενη θα διεκδικούσε ηγετικό ρόλο στην Ένωση, ιδιαίτερα ως ηγέτιδα και προστάτιδα των εκτός και εντός Ευρώπης μουσουλμάνων.
Μέσα σε αυτό το πολύπλοκο πλαίσιο διεθνών πολιτικο-διπλωματικών και άλλων δεδομένων, και με μια τουρκική εξωτερική πολιτική να υπερεξαπλώνεται παντού, η Ελλάδα και η Κύπρος εμφανίζονται ανύπαρκτες ή αμελητέες στα παιγνίδια που παίζονται. Στη Λευκωσία, οι πολιτικοί επιδίδονται στο γνωστό παιγνίδι των ανέξοδων δηλώσεων για εσωτερική κατανάλωση. Ενώ η Αθήνα βολεύεται πίσω από το γνωστό δόγμα, «ό,τι αποφασίσει η Κύπρος, η Ελλάδα συμπαρίσταται και υποστηρίζει». Όπως ακριβώς δήλωσε, την περ. Πέμπτη, η Ελληνίδα υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη.
Η Μπακογιάννη προειδοποίησε και την Τουρκία: «Πλήρης συμμόρφωση-πλήρης ένταξη». Και επισήμανε ότι το δόγμα Νταβούτογλου, περί μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες της Τουρκίας, δεν εφαρμόζεται έναντι της Ελλάδας. Γιατί; Επειδή η Τουρκία θεωρεί την Ελλάδα ως περίπου τη… Φιλιππινέζα της περιοχής. Τέτοια υποτίμηση και τέτοια αλαζονική απαξίωση. Πώς η Ελλάδα απαντά στον τουρκικό υψαυχενισμό; Δεν φαίνεται να υπάρχει ή να έχει σχεδιασθεί αξιόπιστη, μακράς διάρκειας απάντηση.

Σημερινη