Στην επικαιρότητα ήλθε τις τελευταίες ημέρες μια παλιότερη ψηφιακή ταινία (animation) μικρού μήκους του Κώστα Γαβρά για την ιστορία του Παρθενώνα, η οποία προβάλλεται στο νέο μουσείο της Ακροπόλεως. Αφορμή μια σκηνή που προκάλεσε δημόσιες αντιδράσεις και τελικώς αφαιρέθηκε παρά τη διαφωνία του δημιουργού.

Καταρχήν μπορείτε να δείτε την αρχική μορφή της ταινίας εδώ με την επίμαχη σκηνή να ξεκινά στο 1′ 35″.

Επίσης μπορείτε να ακούσετε το ιστορικό της υποθέσεως από τον διευθυντή του νέου Μουσείου Ακροπόλεως, καθηγητή Παντερμαλή.

Στο σύντομο σχόλιό μας για το θέμα αυτό διακρίνουμε δύο διαστάσεις, την πολιτική – ιδεολογική διάσταση και την ιστορική – επιστημονική.

Πολιτική/ιδεολογική διάσταση

Ο συγγραφέας (έχει εμφανιστεί από τα ΜΜΕ να) διαθέτει σαφείς πολιτικές προτιμήσεις, πράγμα ασφαλώς θεμιτό και σεβαστό. Από τη στιγμή που προέκυψε το θέμα και εκφράστηκε και η σαφής θέση της (διοικούσας) Εκκλησίας, η υπόθεση απέκτησε δύο πόλους και μετατράπηκε σε ευκαιρία συστρατεύσεως και δημιουργίας εντυπώσεων στην κοινή γνώμη υπό συνθήκες πολιτικής πόλωσης, π.χ. με καταγγελίες λογοκρισίας, εκκλήσεις σεβασμού της ελευθερίας της τέχνης κ.α.

Εκτιμούμε ότι αυτή ήταν μια άγονη μορφή δημόσιου διαλόγου διότι περιορίστηκε σε συνθήματα και όχι σε τεκμηριωμένα επιχειρήματα και παραγνωρίστηκε η ουσία του θέματος που είναι η

Ιστορική/επιστημονική διάσταση

Εκτιμούμε ότι ο διάλογος θα έπρεπε να συμπεριλάβει τα εξής δύο βασικά ερωτήματα:

  1. Ειδικά για τη Ακρόπολη: Υπάρχουν τεκμηριωμένα στοιχεία από ιστορικές πηγές που επιβεβαιώνουν την φθορά του Παρθενώνα στους χριστιανικούς/βυζαντινούς αιώνες;
  2. Γενικά για την ιστορική περίοδο: Ποια η σχέση αρχαίας Ελλάδας και χριστιανισμού – Ρωμανίας – Βυζαντίου; Ο Ρωμαίικος/Βυζαντινός πολιτισμός διέσωσε ή έβλαψε την αρχαιότητα; Υπάρχουν στοιχεία καταστροφής ναών; Εάν ναι σε ποια έκταση, από ποιους φορείς και υπό ποιες συνθήκες;

Για το πρώτο ερώτημα, στην ελληνική έκδοση του The Oxford Companion to Classical Literature αναφέρεται:

[] Ο ναός αργότερα μετατράπηκε σε [χριστιανική] εκκλησία, ύστερα σε τζαμί. Είχε παραμείνει σχεδόν ανέπαφος ως το 1687 όταν, κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας της Ακρόπολης από βενετικές δυνάμεις, καταστράφηκε μερικώς από έκρηξη μπαρουτιού που το είχε αποθηκέψει εκεί η τουρκική φρουρά.

Επίσης, τα λεπτομερή σχέδια του Φλαμανδού καλλιτέχνη Jacques Carrey [1] [2] τo 1674 δείχνουν ότι ο Παρθενώνας και τα γλυπτά στις μετώπες παρέμεναν σχεδόν άθικτα.

Σε ένα ενδιαφέρον απόσπασμα του βιβλίου The Christian Parthenon του Cambridge University Press διαλύονται πλήθος άλλοι μύθοι σχετικά με την Αθήνα, τον Παρθενώνα και την αρχαιότητα στους βυζαντινούς χρόνους:

[] There is strong evidence for a fairly widespread interest in classical antiquities, which seem to have been central to the civic identities of the towns of Byzantine Greece and which also seem to have generated something of a tourist industry. It was in Byzantium, not in antiquity, that we first find what we might for the sake of emphasis call worship of rather
than only in the Parthenon (and even the latter has been denied by some to the classical Parthenon, which seems not to have captured the aesthetic, religious, or philosophical attention of antiquity). And it was the Byzantine Athenians who first praised the temple’s “divine light,” not anyone in antiquity and certainly not the western travelers who usually receive the credit for this trope.

Για το δεύτερο ερώτημα, νομίζουμε ότι έχει απαντηθεί και κάθε σοβαρός μελετητής δεν θα δυσκολευτεί να βρει νηφάλιες απαντήσεις [3][4] βασισμένα σε πλήθος ιστορικών στοιχείων.

Ειδικά στο θέμα της καταστροφής αρχαίων ναών στο “Αρχαίοι Ελληνικοί Ναοί” του T. Spawforth, εκδ. Ελευθερουδάκη, 2006 υπάρχουν τεκμηριωμένα συμπεράσματα για καταστροφή αρχαίων ναών σε άλλες χρονικές περιόδους ή/και για συγκεκριμένες αιτίες.

Προσωπικές εντυπώσεις από την ταινία

Η ταινία είναι άρτια και με σαφή στόχευση: την προβολή στη διεθνή κοινή γνώμη και υποστήριξη του αιτήματος επιστροφής των ελγινείων αγαλμάτων. Παρενθετικά, συμφωνούμε με το αίτημα, αλλά εκτιμούμε ότι εξίσου αν όχι πιο σημαντικό αίτημα είναι η δική μας κριτική γνωριμία σε βάθος και αξιοποίηση όλων των διαστάσεων της διαχρονικής ιστορικής κληρονομιάς μας για την ατομική και συλλογική, προσωπική και επαγγελματική πορεία μας στο παρόν και το μέλλον. Αυτός ο στόχος είναι ανοικτός και ανεκπλήρωτος.

Επιστρέφοντας στην ταινία, καθότι μια εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις, μέσα από σκηνοθετικές επιλογές όπως

  • η απεικόνιση σε σκηνές και η χρονική διάρκεια των διαφόρων χρονικών περιόδων,
  • η εμφάνιση των χαρακτήρων της επίμαχης σκηνής η οποία παραπέμπει σε σύγχρονες, ‘αναγνωρίσιμες’ μορφές σε αναντιστοιχία με διαθέσιμα ιστορικά δεδομένα (π.χ. ενδυμασία),
  • η ομαλή μετάβαση π.χ. από Εκκλησία σε τζαμί και
  • το σημείο της ψυχολογικής αλλαγής της συνοδευτικής μουσικής,

λαμβάνουμε ως θεατές το παράπλευρο αισθητικό “μήνυμα” είναι ότι “ισότιμοι καταστροφείς” και “άγριοι κατακτητές” του Παρθενώνα είναι οι Βρετανοί (αφαίρεση αγαλμάτων), οι Βενετοί (βομβαρδισμός) και οι Χριστιανοί/Βυζαντινοί, πολύ λιγότερο δε οι Οθωμανοί! Αυτό όπως είδαμε είναι μια ιδεολογική άποψη την οποία μάλλον εκφράζει και λεκτικά η απάντηση του δημιουργού. Η άποψη αυτή όπως είδαμε απηχεί ειδικά και γενικά διαστρεβλωμένες εικασίες περί χριστιανισμού και Ρωμανίας/Βυζαντίου (βλ. Gibbon) και δεν στηρίζεται στην ιστορική επιστήμη.

Συμπεράσματα και Προτάσεις

  • Χώροι και μέσα δημόσιας προβολής του πολιτισμού μας οφείλουν να προβάλλουν την ιστορική αλήθεια αποφεύγοντας ιδεοληψίες ατόμων και λαμβάνοντας υπόψιν το καλώς εννοούμενο συλλογικό εθνικό συμφέρον.
  • Η διαχείριση του θέματος και η στάθμη του δημόσιου διαλόγου στα παραδοσιακά ΜΜΕ παραμένει απογοητευτική.
  • Ζητήματα ιστορικής μνήμης καλό είναι να παύσουν να αποτελούν πεδία μικροπολιτικής εκμεταλλεύσεως αλλά να γίνουν επιτέλους αντικείμενο διαφανούς επιστημονικού διαλόγου, διακομματικής συνεννοήσεως και συμφωνίας στα πλαίσια συνολικής στρατηγικής για την παιδεία και τον πολιτισμό.

Για περισσότερα στοιχεία: