Του Sachs Jeffrey D., Καθηγητή Οικονομικών και επικεφαλής του Earth Institute στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και Ειδικού συμβούλου του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ σχετικά με τους Aναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας

Μία περίεργη και ενοχλητική διάσταση της διεθνούς πολιτικής σκηνής σήμερα είναι η σύγχυση ανάμεσα στις διαπραγματεύσεις και την επίλυση προβλημάτων. Βάσει ενός χρονοδιαγράμματος, που συμφωνήθηκε το Δεκέμβριο του 2007, μας απομένουν μόλις έξι μήνες να καταλήξουμε σε μία παγκόσμια συμφωνία για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών στην Κοπεγχάγη.

Οι κυβερνήσεις έχουν εμπλακεί σε έναν τεράστιο γύρο διαπραγματεύσεων, αλλά δεν έχουν πραγματικά δεσμευθεί σε μία σημαντική προσπάθεια για την επίλυση των προβλημάτων. Κάθε χώρα διερωτάται: «Πώς μπορώ να κάνω λιγότερα και να αναγκάσω τις άλλες χώρες να κάνουν περισσότερα;», όταν αυτό που θα έπρεπε να εξετάζεται είναι «πως μπορούμε να συνεργαστούμε ώστε να επιτύχουμε τους κοινούς μας στόχους και να μοιραστούμε κόστη και οφέλη;».

Η αντιμετώπιση του προβλήματος των κλιματικών αλλαγών απαιτεί τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από ορυκτά καύσιμα, κάτι που με τη σειρά του συνδέεται με επιλογές στην τεχνολογία, ορισμένες από τις οποίες ήδη υπάρχουν και άλλες που θα πρέπει να αναπτυχθούν. Για παράδειγμα τα εργοστάσια άνθρακα, αν παραμένουν σημαντικό συστατικό του ενεργειακού μας «μείγματος», θα πρέπει να απομονώνουν και να αποθηκεύουν το διοξείδιο- μία διαδικασία που λέγεται «σύλληψη και απομόνωση άνθρακα» (CCS).

Οι τεχνολογίες όμως για αυτή τη διαδικασία βρίσκονται ακόμη σε πειραματικό στάδιο. Θα πρέπει επίσης να αυξήσουμε την εμπιστοσύνη των πολιτών στη νέα γενιά της πυρηνικής ενέργειας, με εργοστάσια, που είναι ασφαλή και ελέγχονται αξιόπιστα. Θα χρειαστούμε νέες τεχνολογίες για να κινητοποιήσουμε μεγάλης κλίμακας ηλιακή, αιολική και γεωθερμική ενέργεια. Ίσως χρειαστεί να στηριχθούμε σε βιοκαύσιμα, αλλά μόνο σε μορφές που δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά στην προσφορά τροφίμων. Και η λίστα συνεχίζεται. Θα πρέπει να επιτύχουμε ενεργειακή αποδοτικότητα, μέσω «πράσινων κτιρίων" και οικιακών συσκευών οικονομικών στην κατανάλωση ρεύματος. Θα πρέπει να περάσουμε από τα αυτοκίνητα με κινητήρες εσωτερικής καύσης σε υβριδικά και ηλεκτροκίνητα οχήματα.

Για να έχουμε μία νέα γενιά ηλεκτρικών οχημάτων θα πρέπει να περάσει μία δεκαετία κατά την οποία συμπράξεις ιδιωτικού και δημοσίου θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη βασικής τεχνολογίας (όπως βελτιωμένες μπαταρίες) και σε νέες δομές για επαναφόρτιση των οχημάτων. Ομοίως θα χρειαστεί μία δεκαετία δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων για να αποδειχθεί η δυνατότητα λειτουργίας εργοστασίων άνθρακα, που θα συλλαμβάνουν και θα αποθηκεύουν αποτελεσματικά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Η στροφή σε νέες τεχνολογίες δεν είναι τόσο ζήτημα διαπραγματεύσεων, αλλά μελέτης, σχεδιασμού, χρηματοδότησης και κινήτρων. Πώς μπορεί ο κόσμος να αναπτύξει με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο και στη συνέχεια να διαδώσει αυτές τις νέες τεχνολογίες; Στις περιπτώσεις εκείνες, που πιθανότατα δεν θα υπάρχουν προφανή οφέλη για τους ιδιώτες επενδυτές, ποιός θα πρέπει να πληρώσει για τα πρώτα πειραματικά μοντέλα, τα οποία θα στοιχίσουν δισεκατομμύρια δολάρια; Πώς μπορούμε να εξασφαλίσουμε κίνητρα προς τον ιδιωτικό τομέα για έρευνα και ανάπτυξη, δεσμευόμενοι παράλληλα να μεταφέρουμε με επιτυχία τις νέες τεχνολογίες στις αναπτυσσόμενες χώρες;

Υπάρχουν πιεστικά, αναπάντητα ερωτήματα. Παρόλα αυτά οι διεθνείς διαπραγματεύσεις για τις κλιματικές αλλαγές εστιάζουν σε διαφορετικού είδους ερωτήματα. Οι διαπραγματεύσεις έχουν να κάνουν περισσότερο με το ποιές χώρες θα πρέπει να περιορίσουν τις εκπομπές ρύπων, σε ποιο βαθμό, πόσο γρήγορα και σε σχέση με ποιο έτος- ορόσημο. Αρκετές χώρες δέχονται πιέσεις να περιορίσουν σημαντικά τις εκπομπές έως το 2020, χωρίς σοβαρή συζήτηση για το πώς ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί. Οι απαντήσεις εξαρτώνται, φυσικά, από το ποιές τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών θα είναι διαθέσιμες και πόσο γρήγορα θα μπορέσουν να διαδοθούν. Ας εξετάσουμε το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Για να μειωθούν δραστικά οι εκπομπές ρυπογόνων αερίων οι ΗΠΑ θα πρέπει να στραφούν την επόμενη δεκαετία σε ένα νέο στόλο οχημάτων, τα οποία θα στηρίζονται ολοένα και περισσότερο στην ηλεκτροκίνηση. Θα πρέπει επίσης να λάβουν αποφάσεις σχετικά με την ανανέωση και την επέκταση των σταθμών πυρηνικής ενέργειας και τη χρήση δημόσιας γης για την ανάπτυξη νέων σταθμών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και κυρίως της ηλιακής ενέργειας. Και θα χρειαστούν επίσης ένα νέο δίκτυο ρεύματος, που θα μεταφέρει τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας από τις αραιοκατοικημένες περιοχές (όπως είναι οι έρημοι στα νοτιοδυτικά για τους σταθμούς ηλιακής ενέργειας και οι βόρειες πεδιάδες για σταθμούς αιολικής ενέργειας) στις πυκνοκατοικημένες περιοχές των ακτών.

Όλα αυτά όμως απαιτούν ένα εθνικό σχέδιο δράσης. Δεν αρκεί ένας αριθμητικός στόχος για τον περιορισμό των εκπομπών ρύπων. Παρομοίως και η Κίνα μπορεί να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μέσω ενός νέου στόλου ηλεκτρικών οχημάτων και προϊόντων αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας. Η Κίνα όμως είναι μία οικονομία εξαρτημένη από τον άνθρακα. Οι μελλοντικές της επιλογές επομένως εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσο μπορούν να είναι πραγματικά αποτελεσματικές οι τεχνολογίες "καθαρού άνθρακα".

Η πρόοδος δηλαδή της Κίνας στον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πρόοδο στις δοκιμές των τεχνολογιών σύλληψης και απομόνωσης άνθρακα (CCS). Μία πραγματικά αποτελεσματική παγκόσμια προσέγγιση θα εξέταζε πρώτα ποιές είναι οι διαθέσιμες τεχνολογικές και οικονομικές επιλογές και πώς αυτές οι επιλογές μπορούν να βελτιωθούν μέσω στοχευμένης έρευνας και πιο αποτελεσματικών οικονομικών κινήτρων. Οι διεθνείς διαπραγματεύσεις θα επικεντρώνονταν στο ποιές είναι οι διαθέσιμες επιλογές για κάθε χώρα και περιοχή- από τις τεχνολογίες CCS, έως την ηλιακή, αιολική και πυρηνική ενέργεια- και θα κατέληγαν στη σύνταξη ενός χρονοδιαγράμματος για περιορισμένες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αναγνωρίζοντας ότι ο ρυθμός προόδου θα εξαρτηθεί από τον ανταγωνισμό στην αγορά και τη δημόσια χρηματοδότηση.

Στη βάση αυτή η παγκόσμια κοινότητα θα μπορούσε να καταλήξει σε μία συμφωνία για το πώς θα διαμοιραστεί το κόστος της ταχύτερης ανάπτυξης και διάδοσης νέων φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών. Απαιτείται ένα παγκόσμιο πλαίσιο, που θα προσφέρει στήριγμα στους εθνικούς και παγκόσμιους στόχους για μείωση των εκπομπών ρύπων και θα παρακολουθεί την πρόοδο των τεχνολογικών αλλαγών. Όσο μεγαλύτερη πρόοδος θα καταγράφεται στη χρήση νέων τεχνολογιών τόσο πιο αυστηροί θα πρέπει να γίνονται οι στόχοι. Μέρος της νέας στρατηγικής βεβαίως θα πρέπει να είναι η δημιουργία κινήτρων προς την αγορά για την ανάπτυξη των νέων αυτών τεχνολογιών, ώστε οι επενδυτές να τολμούν να αναπτύξουν τις ιδέες τους με την προοπτική ότι εάν αυτές αποδειχθούν σωστές θα έχουν μεγάλα κέρδη. Το αίτημά μου να συζητηθούν συγκεκριμένα σχέδια και στρατηγικές παράλληλα με τους στόχους για τον περιορισμό των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα, ενέχει ενδεχομένως τον κίνδυνο να οδηγήσει σε περαιτέρω καθυστέρηση των διαπραγματεύσεων.

Εάν όμως δεν έχουμε μία στρατηγική, που θα συνοδεύει τους στόχους μας, οι κυβερνήσεις διεθνώς είτε δεν θα αποδεχθούν τους στόχους αυτούς είτε θα τους αποδεχθούν κυνικά, χωρίς να προτίθενται πραγματικά να τους επιτύχουν. Πρέπει να σκεφτούμε καλά και σε πνεύμα συνεργασίας ποιές είναι οι πραγματικές τεχνολογικές επιλογές, που έχουμε στη διάθεσή μας, και στη συνέχεια να επιδιώξουμε ένα κοινό παγκόσμιο πλαίσιο δράσης, που θα μας επιτρέψει να εισέλθουμε σε μία νέα εποχή, μία εποχή, η οποία θα βασίζεται σε υλοποιήσιμες και βιώσιμες τεχνολογίες για την ενέργεια, τις μεταφορές, τη βιομηχανία και τα κτίριά μας.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η Ναυτεμπορική» στις 25/7/2009.