Του Μάριου Ευρυβιάδη

Έχει καταστεί μάντρα των πολιτικών και ερευνητών του κυπριακού ότι το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ των Σημίτη – Παπανδρέου ‘έβαλαν' την Κύπρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά τη μάντρα αυτή, η ένταξη της Κύπρου θα ήταν αδύνατη χωρίς τους εκσυγχρονιστές και τη στρατηγική τους. Παρουσιάζεται δηλαδή η στρατηγική αυτή ως η αναγκαία συνθήκη χωρίς την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα ήταν σήμερα μέλος της ΕΕ.Η θέση αυτή που θέλει τη στρατηγική του ΠΑΣΟΚ ως την αναγκαία συνθήκη ένταξης είναι εντελώς λανθασμένη.

Άλλη υπήρξε η αναγκαία συνθήκη. Ήταν η γεωπολιτική. Και δεν αφορούσε στην Κύπρο (ούτε στην Ελλάδα, ούτε στα ελληνοτουρκικά του Ελσίνκι). Αφορούσε στο μείζον ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ασφάλειας, ιστορικά νοούμενου. Αφορούσε στην ισορροπημένη σχέση ανάμεσα στην ενωμένη Γερμανία και την Ρωσία. Αφορούσε στην αμοιβαία τους ασφάλεια και κατ' επέκταση στην μείζονα ευρωπαϊκή ασφάλεια.


 

Η Κύπρος εντάχθηκε στην ΕΕ διότι έπρεπε να ενταχθεί η Πολωνία. Την ένταξη της Πολωνίας απαιτούσε η Γερμανία. Και από τη στιγμή που ομαδοποιήθηκε η ένταξη των δέκα κρατών της τελευταίας διεύρυνσης, η ένταξη της Κύπρου ήταν νομοτελειακή, υπήρχε δεν υπήρχε εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ και Ελσίνκι.

 

Χωρίς την Κύπρο κανένα Ελληνικό Κοινοβούλιο, Πασοκικό, Νεοδημοκρατικό ή δεν ξέρω τι, δεν θα επέτρεπε την τελευταία διεύρυνση της ΕΕ. Θα έμπαινε δηλαδή η Πολωνία και θα έμενε έξω η Κύπρος; Η ομαδοποίηση ήταν γερμανική στρατηγική. Έγινε διότι οι Γερμανοί γνώριζαν ότι χωρίς αυτήν υπήρχε κίνδυνος να μην γίνει διεύρυνση και έτσι να μείνει έξω η Πολωνία.

 

Γιατί όμως η ενωμένη Γερμανία απαιτούσε την ένταξη της Πολωνίας; Γιατί πριν ακόμη από την πρώτη ενοποίηση της Γερμανίας, επί Μπίσμαρκ (19ος αιώνας), το κλειδί για την ασφάλεια της Ευρώπης υπήρξε η ισορροπία ισχύος ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ρωσία. Όταν υπήρχε ανισορροπία υπήρχαν πόλεμοι και καταστροφές. Το κλειδί για την ισορροπία ή την ανισορροπία ανάμεσα σε Ευρώπη και Ρωσία υπήρξε ο ευρύτερος γεωγραφικός χώρος της Πολωνίας. Και όχι τυχαία η χώρα αυτή υπέστη όχι ένα αλλά τρεις διαμελισμούς στις κατά καιρούς συγκρούσεις  ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές δυνάμεις και την Ρωσία.

 

Το πρόβλημα και η στρατηγική σημασία του πολωνικού χώρου επιδεινώθηκε με την ενοποίηση της Γερμανίας του Μπίσμαρκ. Και κατέληξε μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους του 20ου αιώνα στον διαμελισμό της Γερμανίας. Ακριβώς για να κατοχυρωθεί η ασφάλεια της  μεταψυχροπολεμικά ενωμένης και πάλι Γερμανίας, της οποίας η ασφάλεια ταυτίζεται πλέον με αυτήν της υπόλοιπης Ευρώπης και δεν συγκρούεται με αυτήν, έπρεπε και πρέπει να μην υπάρχει γεωγραφικό κενό ισχύος ανάμεσα σε Γερμανία και Ρωσία. Ένα τέτοιο γεωπολιτικό κενό υπήρξε η κακοδαιμονία και η τραγωδία της σύγχρονης Ευρωπαϊκής ιστορίας.

 

Η ένταξη της Πολωνίας στο ΝΑΤΟ υπήρξε η μία από τις δύο αναγκαίες συνθήκες για να θεραπευτεί το μείζον αυτό ζήτημα. Η Γερμανία υπερθεμάτισε επί τούτου. Αλλά η ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν ήταν και δεν μπορεί να είναι αρκετή. Προηγήθηκε διότι οι απαιτήσεις ήταν λιγότερες και οι διαδικασίες ευκολότερες. Και το ΝΑΤΟ σήμερα είναι, αύριο δεν είναι. Η δεύτερη αναγκαία συνθήκη ήταν η ένταξη στην ΕΕ. Μόνο έτσι θα γέμιζε το κενό, μόνο έτσι θα διεσφαλίζετο η Γερμανία και μαζί της η Ευρωπαϊκή Ασφάλεια. Στο διηνεκές. Ή όσο κρατήσει η ΕΕ.

 

Για την Κύπρο, το κρίσιμο γεγονός δεν ήταν το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ και το Ελσίνκι. Ήταν η πολιτική απόφαση της κυπριακής ηγεσίας να καταθέσει αίτηση ένταξης. Και εδώ, ναι το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου του Γιάννου Κρανιδιώτη και του Πάγκαλου, ναι, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Διότι μέχρι τότε και για μια σειρά από λόγους που δεν είναι της ώρας, η πολιτική ηγεσία της Κύπρου, με εξαίρεση την ΕΔΕΚ, αρνείτο πεισματικά, ιδεολογικά και ανόητα να καταθέσει αίτηση.

 

Από τη στιγμή που η Κύπρος κατάθεσε αίτηση και η αίτηση έγινε αποδεκτή και στη συνέχεια η Κύπρος κατάφερε να ανταποκριθεί ως κοινωνία και πολιτεία στα κριτήρια ένταξης, ο δρόμος άνοιξε (όπως είναι ανοικτός και για την Τουρκία εφόσον ανταποκριθεί).

 

Αλλά επειδή η πολιτική είναι και πολιτική ισχύος, το παιχνίδι παίχτηκε αλλού και όχι στη στρατηγική του Ελσίνκι των Σημίτη-Παπανδρέου. Η κυβέρνηση Σημίτη-Παπανδρέου ούτε τη βούληση διέθετε αλλά ούτε και τη δύναμη για να θέσει βέτο, ως κυβέρνηση. Εξ άλλου είναι γνωστό ότι με την πολιτική Σημίτη-Παπανδρέου δεν θα έμπαινε η Κυπριακή Δημοκρατία στην ΕΕ αλλά το κρατικό μόρφωμα Ανάν, δηλαδή μία σατραπεία της Άγκυρας.

 

Αν πρέπει, που πρέπει να αποδοθούν τα εύσημα για την ένταξη της Κύπρου, πρέπει αυτά να δοθούν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και κατ' επέκταση στον ελληνικό λαό που δεν θα κύρωνε καμιά συνθήκη διεύρυνσης της ΕΕ η οποία δεν θα συμπεριλάμβανε και την Κύπρο. Δεν το έπραξε διότι η γερμανική στρατηγική για την Πολωνική ένταξη κατέστησε περίσσιο ένα βέτο του ελληνικού λαού.