(Μέρος Α) Του Αρη Τερζόπουλου

Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Γιώργος Παπανδρέου, μπορεί να είναι ο εαυτός του. Πέρα από το Πασόκ και πέρα από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Το ερώτημα είναι αν θα το αντέξει.

Στην τελευταία του προεκλογική ομιλία, το βράδυ της Πέμπτης 1 Οκτωβρίου, στο πεδίο του Άρεως, ο Γιώργος Παπανδρέου ανεβασμένος για μια ακόμη φορά στο βήμα του ομιλητή, έκανε ένα από τα τελευταία σαρδάμ αυτής της περιόδου. «Όλοι οι Έλληνες και όλοι οι Ελληνίδες…» είπε σε κάποια αποστροφή του λόγου του.

Από τότε που ο Παπανδρέου πήρε το δαχτυλίδι της διαδοχής του Πασόκ, από έναν άλλο διάσημο σαρδαμοποιό, τον Κώστα Σημίτη, τα απολαυστικά σαρδάμ του έχουν αποτελέσει ένα αγαπημένο θέμα για πολλούς σχολιαστές της τηλεόρασης, αλλά και του γραπτού Τύπου. Εδώ όμως, στην περίπτωση του Παπανδρέου, συνέβη κάτι αληθινά περίεργο. Καθώς η ώρα των εκλογών πλησίαζε, αλλά και συγχρόνως οι συνεχείς δημοσκοπήσεις των Μέσων Ενημέρωσης, έδειχναν, ότι το Πασόκ είχε αποκτήσει ένα σημαντικό δημοσκοπικό προβάδισμα, τόσο τα σαρδάμ του Παπανδρέου μειώνονταν, με αποτέλεσμα τα λίγα εικοσιτετράωρα πριν τις εκλογές να έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο και τι μας αποκαλύπτει αυτό για την ιδιοσυγκρασία του αρχηγού του Πασόκ και νυν Πρωθυπουργού; Μερικές φορές κάποια τέτοια χαρακτηριστικά, ή άλλες ιδιομορφίες στο επίπεδο της επικοινωνίας, είναι τα πιο κατάλληλα για να μας αποκαλύψουν όσα δεν θα μπορούσαν χιλιάδες άλλες μαρτυρίες. Ας δούμε λοιπόν τι μας λένε τα σαρδάμ για τον Πρωθυπουργό. Από πολλούς δημοσιογράφους- που όπως συχνά συμβαίνει είναι άσχετοι με το θέμα που πραγματεύονται- τα σαρδάμ του Παπανδρέου είχαν θεωρηθεί ως ένδειξη κάποιας μειωμένης διανοητικής ικανότητας και αυτή ήταν μια άποψη που επικρατούσε για τον Παπανδρέου και από τους δημοσιογράφους, αλλά και από πολλούς πολιτικούς του αντιπάλους-ακόμη και από «φίλους». Τα σαρδάμ δεν έχουν όμως καμιά σχέση με τις διανοητικές ικανότητες του «δράστη». Έχουν να κάνουν με άλλα πράγματα. Και είναι δυο οι βασικές αιτίες για τα σαρδάμ, χωρίς όμως να είναι και οι μόνες. Οι βασικές λοιπόν αιτίες για τα σαρδάμ είναι είτε η οργάνωση του εγκεφάλου αυτού που τα κάνει, αποτελεί δηλαδή ένα είδος δυσλεξίας που δεν μαρτυράει απολύτως τίποτα για τις διανοητικές ικανότητες του ατόμου, αλλά για την τεχνική διάρθρωση του εγκεφάλου, είτε τα σαρδάμ- και πολλές φορές το συχνότερο -μας λένε πολλά για την ψυχολογική οργάνωση του ατόμου. Από την μεριά της ψυχολογίας λοιπόν, που αποτελεί μια πολύ πιο περίπλοκη αιτία, το ότι κάνουμε σαρδάμ-τα οποία εμφανίζονται όταν μιλάμε δημόσια σε συγκεκριμένο ακροατήριο- καταλήγουν σε μια βασική δευτερογενή αιτία. Και η δευτερογενής αυτή αιτία δεν είναι άλλη από το φόβο. Το άτομο δηλαδή που κάνει σαρδάμ όταν μιλάει σε κάποιο «κριτικό» ακροατήριο περιπίπτει σε σαρδάμ εξ αιτίας του ότι τη στιγμή που μιλάει μπροστά στο ακροατήριό του αισθάνεται φόβο. Όσο όμως κι αν το δευτερογενές αίτιο, ο φόβος δηλαδή, είναι σχεδόν πάντα σαφής, η πρωτογενής αιτία, αυτή δηλαδή που δημιουργεί το φόβο, δεν είναι τόσο σαφής σε πρώτη ανάγνωση αφ' ενός, αλλά από την άλλη μεριά, είναι εκείνη που αποκαλύπτει τα περισσότερα για το άτομο που κάνει σαρδάμ.

Η περίπτωση του Σημίτη και η περίπτωση του Παπανδρέου είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα για το εύρος που έχουν και για τα όσα μας αποκαλύπτουν οι πρωτογενείς αιτίες. Για το Σημίτη δηλαδή η πρώτη ανάγνωση μας λέει ότι ο Σημίτης αισθανόταν φόβο και έκανε σαρδάμ όταν μιλούσε, γιατί πάντα αισθανόταν «λίγος» για τη θέση που είχε κατακτήσει και επιπλέον φοβόταν ότι κάποια στιγμή αυτό το γεγονός το ότι αισθανόταν «λίγος» για τη θέση του Πρωθυπουργού, κάποια στιγμή θα μπορούσε να αποκαλυφθεί. Η «διάγνωση» είναι τόσο εύκολη, γιατί είναι μια από τις κλασικές του είδους. Η περίπτωση του Παπανδρέου είναι διαφορετική. Πηγάζει από διαφορετικές βαθύτερες αιτίες και επίσης μας αποκαλύπτει πολλά το γεγονός ότι τα σαρδάμ μειώνονταν όσο πλησίαζε προς την εκλογική του νίκη, που τον έφερε εκεί που ψυχολογικά «ονειρευόταν» να φτάσει από το 1981. Στη θέση του Πρωθυπουργού. Και η περίπτωση του Παπανδρέου αποτελεί μια από τις κλασικές περιπτώσεις ψυχολογικής ανάλυσης.

Ο Γιώργος Παπανδρέου, όπως και όλα τα αρσενικά παιδιά που έχουν γεννηθεί από ένα πατέρα με έντονη προσωπικότητα αφ' ενός και επιτυχημένο επαγγελματικά αφ' ετέρου, ζουν τη ζωή τους με ένα βασικό ψυχολογικό μειονέκτημα, που είναι τόσο μεγαλύτερο, όσο πιο πετυχημένη υπήρξε η καριέρα του πατέρα τους. Τα αρσενικά παιδιά δηλαδή, που είχαν έναν πετυχημένο και με ισχυρή προσωπικότητα πατέρα, ζουν τη ζωή τους σε μια συνεχή ψυχολογική σύγκριση, αλλά και σύγκρουση με τον «ισχυρό» πατέρα και για να ξεφύγουν από αυτά τα δεσμά, που συχνά είναι πιο βαριά από όσο τα φανταζόμαστε, έχουν ανάγκη κάποια στιγμή να ξεπεράσουν το πατρικό δεδομένο. Τα κορίτσια που γεννιούνται από έναν τέτοιο ισχυρό πατέρα δεν έχουν τέτοια προβλήματα, απλώς «μεταβιβάζουν» το δεδομένο της σύγκρισης στον σύντροφο της ζωής τους. Τα κορίτσια με «ισχυρό» πατέρα δηλαδή, έχουν το πρόβλημα του ότι πρέπει κάποια στιγμή να ταιριάξουν με έναν σύντροφο που να φτάνει ή να ξεπερνάει τον πατέρα τους, ενώ όλοι οι υπόλοιποι απορρίπτονται, πράγμα που οδηγεί συχνά σε διαζύγια και άλλα δράματα της ζωής. Τα αγόρια όμως που γεννιούνται από «ισχυρό» πατέρα, αντιμετωπίζουν ανά πάσα στιγμή ένα προσωπικό δεδομένο σύγκρισης, που καθορίζει τη ζωή τους. Αυτό το δεδομένο αντιμετωπίζεται κατ' αρχάς με δυο διεξόδους «διαφυγής». Είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω. Ο γιός δηλαδή ασυνείδητα αντιδρά είτε με φόβο στο δεδομένο της σύγκρισης είτε με αλαζονεία.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου αποτελούσε ένα κλασικό παράδειγμα για τη δεύτερη περίπτωση, καθώς λόγω χαρακτήρα αντιμετώπισε το δικό του πρόβλημα της σύγκρισης με έναν πετυχημένο πατέρα, με αλαζονεία που στη διάρκεια μετατράπηκε σε υπερβολική αυτοπεποίθηση και «επιθετική» στάση απέναντι στο γονέα. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Ανδρέας Παπανδρέου, αντί να ασχοληθεί με το «δημιούργημα» του πατέρα του, την Ένωση Κέντρου, την απέρριψε συνολικά και ίδρυσε ένα δικό του κόμμα το Πασόκ, που στη διάρκεια της ανοδικής πορείας του «εξόντωσε» το πατρικό δημιούργημα, την Ένωση Κέντρου. Ο Γιώργος Παπανδρέου αντίθετα ως πιο γλυκός άνθρωπος και με πιο ευαίσθητη προσωπικότητα, έζησε ή μάλλον ζούσε μέχρι τις 4 Οκτωβρίου, στη σκιά του πετυχημένου πατέρα του. Σε όλη τη διάρκεια της πολιτικής καριέρας του, ο Γιώργος Παπανδρέου γνώριζε, πως όλοι-μα όλοι- φίλοι ή εχθροί τον συνέκριναν ανά πάσα στιγμή με τον πατέρα του. Σε όλη αυτή την πορεία η σύγκριση για τον Γιώργο Παπανδρέου ήταν συντριπτική, μια και συγκρινόταν με ένα ιδιαίτερα επικοινωνιακό πατέρα, που ένα από τα ιδιαίτερα χαρίσματά του ήταν αυτό, δηλαδή η επικοινωνία. Έτσι αυτή η συντριπτική σύγκριση είχε «χρεώσει» τον Γιώργο Παπανδρέου μ ένα χαρακτηριστικό προσωνύμιο, το προσωνύμια «Γιωργάκης», που από μόνο του έλεγε πολλά για το πόσο συντριπτική ήταν αυτή η σύγκριση. Ο πατέρας ήταν ο «Ανδρέας», ενώ ο γιος παρέμενε ο «Γιωργάκης». Η πιο κρίσιμη στιγμή στην ψυχολογική εξέλιξη του Γιώργου Παπανδρέου, ήρθε πρόπερσι, το φθινόπωρο του 2007 όταν έχασε για δεύτερη φορά τις εκλογές από τον Κώστα Καραμανλή. Το αποτέλεσμα ήταν να αμφισβητηθεί έντονα, από το ίδιο του το κόμμα, καθώς το ίδιο το βράδυ της ήττας, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, έθεσε θέμα αρχηγίας στο Πασόκ. Αν ο Γιώργος Παπανδρέου είχε χάσει αυτή τη μάχη, τότε δεν θα κατάφερνε ποτέ να απαλλαγεί από το ψυχολογικό φάντασμα του πατέρα του. Θα έμενε για πάντα «Γιωργάκης». Παρ' όλο που ξεκίνησε αυτή τη μάχη από ιδιαίτερα μειονεκτικό σημείο, εν τούτοις τα λάθη του αντιπάλου, αλλά κυρίως του Τύπου που τον στήριζε, με πιο χαρακτηριστική εκείνη την άμεση προτροπή από το Βήμα να παραιτηθεί, ήταν αρκετή για να αλλάξουν το κλίμα και να του επιτρέψουν τελικά να επικρατήσει του αντιπάλου του. Αυτή ήταν και η πρώτη πραγματική νίκη της ζωής του. Τα λάθη του Καραμανλή και ιδίως η τοποθέτησή του στην Θεσσαλονίκη, τον Σεπτέμβριο του 2008, που οδήγησαν στην συντριβή της Νέας Δημοκρατίας στις πρόσφατες εκλογές, οδήγησαν τελικά τον Γιώργο Παπανδρέου στην Πρωθυπουργία.

Είναι προφανές πως σε κάποια στιγμή της ψυχολογικής εξέλιξής του ο Γιώργος Παπανδρέου έθεσε ένα αυθαίρετο όριο στη σύγκριση με τον πατέρα του. Και αυτό το όριο, καθώς όλα τα άλλα θα ήταν ρευστά, θα ήταν ένα όριο που δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί από κανένα και κυρίως από τον ίδιο, ένα όριο και ένα σημείο σύγκρισης, που θα ήταν «αποδείξιμο». Και αυτό το όριο δεν ήταν άλλο από την κατάκτηση της Πρωθυπουργίας. Καθώς η μέρα των φετινών εκλογών, η μέρα που θα μπορούσε να υπερβεί αυτό το όριο πλησίαζε και καθώς όλες οι ενδείξεις συνέτειναν στον ότι το Πασόκ θα κατακτούσε τη νίκη, ο Γιώργος Παπανδρέου, άρχισε για πρώτη φορά να ξεφεύγει από την αδυσώπητη σύγκρουση με τον «πετυχημένο πατέρα». Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που όσο πλησίαζε η ώρα αυτής της τελικής νίκης, τόσο μειώνονταν και τα σαρδάμ. Η νίκη του Πασόκ στις πρόσφατες εκλογές και μάλιστα με διαστάσεις θριάμβου, δεν ήταν μόνο μια μεγάλη επιτυχία για τον Γιώργο Παπανδρέου, αλλά και η στιγμή που μπορούσε επιτέλους να αδειάσει την «ντουλάπα» του από τους «σκελετούς» της. Η νίκη του Γιώργου Παπανδρέου, ήταν το τελικό αποτέλεσμα μιας μάχης που εξελίχτηκε στη μεγαλύτερη διάρκεια της ζωής του και είναι εκείνη που του επιτρέπει να γίνει για πρώτη φορά ο εαυτός του, πέρα από το Πασόκ και πέρα από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Είτε το αντιλαμβάνεται είτε όχι ο Γιώργος Παπανδρέου, η νίκη της 4ης Οκτωβρίου, αποτελεί για τον ίδιο το ξεκίνημα μιας κυριολεκτικά καινούργιας ζωής.

Το ποια θα είναι αυτή και τα πολλά προβλήματα που θα αντιμετωπίσει σε αυτή την θαυμαστή καινούργια φάση της ζωής του θα τα δούμε όμως στο δεύτερο μέρος αυτού του αφιερώματος, στο επόμενο τεύχος του Κλικ.