Του Φάνη Μαλκίδη

1. Η Zirat Bankasi

Είχαμε κάνει αναφορά για τη Ziraat Bankasi (Αγροτική Τράπεζα) και τη λειτουργία του υποκαταστήματός της στην Κομοτηνή, όταν η διοίκηση (;) της τράπεζας επέλεξε να στείλει τις προσκλήσεις στην τουρκική και αγγλική γλώσσα.

Το κείμενο όμως θα δείξει ότι η τράπεζα συνδέεται εδώ και χρόνια με τους Έλληνες και μάλιστα με σχέσεις εκμετάλλευσης και οικειοποίησης των περιουσιών τους. Η Τράπεζα ιδρύθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1863, από τον κυβερνήτη του Νις, Μιχάτ Πασά, αρχικά με το όνομα «Ταμεία της Πατρίδας». Το 1888 μετονομάστηκε σε Ziraat Bankası, έδρα την Κωνσταντινούπολη, και κεφάλαιο ύψους 10 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών. Από το 1919 το υποκατάστημα της Τράπεζας χρηματοδότησε τον κεμαλικό αγώνα ενάντια στους Έλληνες και από το 1922 κράτησε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομική πολιτική που ακολούθησε το νέο καθεστώς. Στη δεκαετία του 1970 άνοιξε υποκαταστήματα στη Γερμανία, στην κατεχόμενη Κύπρο, στην Ολλανδία, στα Βαλκάνια, στην Κεντρική Ασία και στον Καύκασο, στις αρχές του 1980 στη Νέα Υόρκη, ενώ το 1988 χρηματοδότησε το γνωστό πρόγραμμα Νοτιοανατολικής Ανατολίας (GAP).

Το 2005 κατέγραψε τα υψηλότερα κέρδη στην ιστορία του τουρκικού τραπεζικού συστήματος και το 2009 έκανε την εμφάνισή της και στη Θράκη (Σύμφωνα με δημοσίευμα σε εφημερίδα της Κομοτηνής «οι καταθέσεις στα ελληνικά υποκαταστήματα της Ζιράτ άγγιξαν τα 20 εκατομμύρια ευρώ μέσα στους πρώτους μήνες λειτουργίας»). Εδώ οφείλουμε να κάνουμε μία παρένθεση, και παραλληλίζουμε την δραστηριότητα της Ζιράτ με την παρουσία της Εθνικής Τράπεζας στην Τουρκία, μέσω της Finansbank. Ο Οσμάν Ορ, επιθυμούσε να αγοράσει ένα ακίνητο σε κεντρικό σημείο της ευρωπαϊκής ακτής του Βοσπόρου, και συμφώνησε με τη Finansbank, για την σύναψη δανείου ύψους 17,5 εκατ. δολαρίων, με σκοπό να επεκτείνει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Είναι όμως παγκοσμίως γνωστό ότι όταν λαμβάνεις δάνειο υποχρεώνεσαι σε εγγύηση.

Η άρνηση σύναψης του δανείου, δικαιολογήθηκε από τους κρατικούς μηχανισμούς με το αιτιολογικό ότι η σχετική αίτηση δανειοδότησης του επιχειρηματία είχε γίνει σε τραπεζικό όμιλο ξένων συμφερόντων. Το κράτος έκρινε σκόπιμο να αποτραπεί η έγκριση του δανείου, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε και υποθήκευση του ακινήτου για όσο χρονικό διάστημα θα διαρκούσε το δάνειο, γεγονός που περιείχε το διακύβευμα, σε περίπτωση μη αποπληρωμής του δανείου, να περιέλθει το εν λόγω ακίνητο στην Εθνική. Ο Ορ «προσανατολίστηκε» προς άλλους ομίλους, «καταλήγοντας», ναι σωστά καταλάβατε, στη Ζιράτ, η οποία παραχώρησε το δάνειο, με βαρύτερους όμως όρους από τη Finansbank, με αποτέλεσμα «καπέλο» 300.000 ευρώ (Εφημερίδα Aksam 13/8/2009). Το ερώτημα είναι το εξής: αντίστοιχη ρήτρα για δάνεια, υποθήκες, μη αποπληρωμή και τελικά μεταβίβαση ακινήτου στη Θράκη στην τράπεζα τουρκικών συμφερόντων ισχύει ή όχι;

2. Ziraat Bankasi και Varlık Vergisi

Ας πάμε στο άλλο ζήτημα. Ο Varlık Vergisi ( "φόρος περιουσίας") ήταν ένας τουρκικός φόρος που επιβλήθηκε στην Τουρκία το 1942, με δεδηλωμένο στόχο την αύξηση των κονδυλίων για την άμυνα της χώρας στην περίπτωση μιας ενδεχόμενης συμμετοχής της χώρας στον Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο. (Όπως είναι γνωστό η Τουρκία μπήκε στον πόλεμο τρεις μήνες πριν την λήξη του…..) Το νομοσχέδιο για το φόρο προτάθηκε από την κυβέρνηση του Sukru Saracoglu, και εγκρίθηκε από το τουρκικό κοινοβούλιο στις 11 Νοεμβρίου 1942. Επιβλήθηκε επί των παγίων στοιχείων, όπως κτήματα, κτίρια, οικίες, επιχειρήσεις. Ενώ όμως θεωρητικά ο φόρος είχε σαν ομάδα -στόχο όλους τους Τούρκους πολίτες, εκείνοι που επλήγησαν περισσότερο ήταν οι μη μουσουλμάνοι, όπως οι Εβραίοι, οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, οι λεβαντίνοι, οι οποίοι έλεγχαν ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας. Άλλωστε αυτό τόνισε και ο πρωθυπουργός: « η τουρκική αγορά να περάσει στα χέρια των Τούρκων». (Faik Ahmet Barutçu, Siyasi Anılar 1939-1954, Milliyet Y. s. 263; Ayhan Aktar, Varlık Vergisi ve Türkleştirme Politika).

Παρά το επιχείρημα ότι ο φόρος επιβλήθηκε για να καλύψει την ταμειακή κατάσταση σε περίπτωση που οι Γερμανοί ή οι Ρώσοι εισέβαλλαν στη χώρα, ωστόσο, ο βασικός λόγος ήταν να εθνικοποιήσει την τουρκική οικονομία, μειώνοντας την επιρροή και τον έλεγχο των μειονοτικών πληθυσμών στο εμπόριο, τις χρηματοδοτήσεις, τις επιχειρήσεις και τις βιομηχανίες της χώρας. «Oι ξένες εταιρείες και οι μουσουλμάνοι γλύτωσαν εύκολα από αυτό το φόρο ή πλήρωσαν συμβολικά ποσά. H ντόπια εμπορική αστική τάξη πήρε αυτό που ήθελε από τα χέρια του ξένου βιομήχανου (δηλ. της μειονότητας), για ένα κομμάτι ψωμί. Έψαχνε τρόπους να δημιουργηθεί βιομηχανική αστική τάξη» (Yalcin Kucuk, Turkiye, 1999). Ο έφορος της Κωνσταντινούπολης Φαικ Οκτέ ανέλαβε το συντονισμό και τη συλλογή του φόρου, έφορος ο οποίος έγραψε και ένα σχετικό έργο, το οποίο αποτελεί σημαντικότατη μαρτυρία για το στόχο που είχε ο ρατσιστικός φόρος. (Faik Ökte, Varlık Vergisi Faciası, Nebioğlu Y. 1951 )

Ο φόρος που αντιστοιχούσε σε κάθε πολίτη επιβλήθηκε με αυθαίρετα κριτήρια, με στόχο την οικονομική ακόμη και την βιολογική εξόντωση των πολιτών. Αφού περίπου 2.000 μη-μουσουλμάνοι, στην συντριπτική τους πλειοψηφία Έλληνες, οι οποίοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν το τεράστιο ποσό που απαιτούνταν για το φόρο, εντός της προθεσμίας των 30 ημερών, συνελήφθησαν και στάλθηκαν στο στρατόπεδο αναγκαστικής εργασίας στο Aşkale στην ανατολική Τουρκία. 21 από αυτούς πέθαναν εκεί. Μέσα σε δύο μήνες ( Δεκέμβριος 1942 – Ιανουάριος 1943), είχαν αλλάξει χέρια χιλιάδες ακίνητα, ειδικά στην κεντρική Λεωφόρο Istiklal (Aktar, Ayhan 2002 Varlık Vergisi ve "Türkleştirme" Politikaları İletişim Yayınları 2002) Ο ρατσιστικός φόρος είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο πληθωρισμού που πίεσε ακόμη περισσότερο την τουρκική οικονομία. Ο νόμος καταργήθηκε την 15η Μαρτίου 1944 και αφού είχε προετοιμάσει το έδαφος για την εκδίωξη των Ελλήνων, η οποία κορυφώθηκε το 1955. Ο κεφαλικός φόρος είχε σαν αποτέλεσμα να εισρεύσουν τεράστια έσοδα στα τουρκικά ταμεία. O φόρος για τα αγροτικά προϊόντα την περίοδο 1944-1948 για όλη την τουρκική επικράτεια ήταν 229 εκατομμύρια λίρες, ενώ τα έσοδα του Varlik Vergisi ήταν 221 εκατομμύρια λίρες σε δύο μόνο μήνες. «Και όμως το ποσό που κατάφερε να συγκεντρώσει η κυβέρνηση από το φόρο αυτό, ήταν πολύ μικρότερο από ότι υπολόγισε» (Emre Kongar Turkiye' nin toplumsal yapisi, 2003).

3. Η πραγματικότητα της ιστορίας

Το μεγαλύτερο μέρος της λείας, του πλιάτσικου των ελληνικών περιουσιών κατέληξε στην Ζιράτ. Η Ζιράτ ήταν η τράπεζα στην οποία η εφορία της Κωνσταντινούπολης, το τουρκικό κράτος δηλαδή, κατέθετε τα χρήματα τα οποία έπαιρνε από το ρατσιστικό φόρο. Η Αγροτική Τράπεζα ήταν αυτή που δέχτηκε τα χρήματα από τον κεφαλικό φόρο και μετά από δεκάδες χρόνια, ένας αγωνιστής, ο Αρμένιος δικηγόρος Βαρνές Γεγκαγιάν, ο οποίος πέτυχε την αποζημίωση των απογόνων των θυμάτων της γενοκτονίας Ελλήνων και Αρμενίων, ετοιμάζεται να μηνύσει την Τράπεζα. Η είδηση αυτή και η σημασία που μπορεί να έχει η συγκεκριμένη περίπτωση και μία ενδεχόμενη καταδίκη της Τράπεζας από αμερικανικό δικαστήριο μπορεί να ανοίξει ακόμη ένα περιθωριοποιημένο ζήτημα, όπως ήταν και οι αποζημιώσεις των απογόνων των θυμάτων της γενοκτονίας. Η υπόθεση έχει μεγάλο ενδιαφέρον, συνέχεια και μάλιστα με Θρακικές πτυχές.