του ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ*

«Τις νατοϊκές απολαβές πολλοί αγάπησαν, το ΝΑΤΟ ουδείς». Θεωρώ ότι η παράφραση αυτής της ρήσης, συμπληρούμενη και από το θυμόσοφο ευφυολόγημα ότι «το ΝΑΤΟ είναι μία αγελάδα την οποία οφείλεις να αρμέγεις», απεικονίζει αρκετά χαρακτηριστικά το γενικότερο κλίμα μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η νεοελληνική θεώρηση για τον περιβόητο αυτόν πολιτικό-αμυντικό οργανισμό· έναν οργανισμό, ο οποίος επί 60 χρόνια δεν μπόρεσε να καταξιωθεί στη συνείδηση του μέσου Έλληνα.

Ίσως και όχι τελείως άδικα, εάν αναγνωρίσουμε ότι ως εγωκεντρικός λαός ποτέ δεν μας απασχόλησε σοβαρά η όποια μορφή της σοβιετικής απειλής, κυρίως όμως γιατί ως κακομαθημένος λαός αισθανόμαστε ότι το ΝΑΤΟ ποτέ δεν μας ικανοποίησε όσο θα επιθυμούσαμε. Συγκεκριμένα, δεν αποσπάσαμε ποτέ από αυτόν τον οργανισμό την αδιαφιλονίκητη δικαίωση των αιτημάτων, θέσεων και απόψεών μας απέναντι στην Τουρκία. «Λογικά» συνεπώς δεν κατανοούμε το λόγο υπάρξεως ενός διεθνούς οργανισμού ο οποίος δεν υποκλίνεται μπροστά στις ελληνικές θέσεις και ο οποίος δεν απορρίπτει αβλεπτί τις αντίστοιχες τουρκικές.

Αναμφίβολα, μετά και την τελευταία διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολική Ευρώπη, και άλλες, μικρές κατά βάση, ευρωπαϊκές χώρες έδειξαν να επιδιώκουν και τη μεγαλύτερη δυνατή άντληση νατοϊκών κονδυλίων καθώς επίσης και τη νατοϊκή στήριξη των πολιτικών τους ερεισμάτων. Η περίπτωσή τους όμως έχει μια θεμελιακή και πολύ ουσιαστική διαφορά σε σχέση με την ελληνική ιδιαιτερότητα. Οι χώρες αυτές έχουν κοινό προσανατολισμό, κοινό στόχο και κοινό «αντίπαλο» με το ΝΑΤΟ. Ταυτιζόμενες απόλυτα ιδεολογικο-πολιτικά με αυτό, πέτυχαν το εθνικό ζητούμενο και «αρμέγουν την αγελάδα». Πέτυχαν δηλαδή να διαθέτουν για τις αμυντικές τους δαπάνες το ελάχιστο δυνατό ποσοστό από τον κρατικό τους προϋπολογισμό και ανταποδοτικά να απολαμβάνουν εκ μέρους του ΝΑΤΟ μια σχεδόν ολοκληρωμένη αμυντική θωράκιση και, σε πολλές περιπτώσεις, εκτεταμένη πολιτική κάλυψη. Πρόκειται για μια καθ' όλα θεμιτή πολιτική επιλογή, η οποία τους επιτρέπει να βελτιώνουν το βιοτικό τους επίπεδο, διαθέτοντας τα κεφάλαιά τους για κοινωνικές ανάγκες και όχι για εξοπλισμούς.

Η Ελλάδα βρίσκεται στο διαμετρικά αντίθετο άκρο. Διαχρονικά ανασφαλής και πατροπαράδοτα εγκλωβισμένη στην τουρκική απειλή, αναπόφευκτα δεν μπορεί να ταυτιστεί με τους νατοϊκούς προσανατολισμούς και μοιραία είναι αναγκασμένη να διαθέτει, εις βάρος των κοινωνικών της αναγκών, ένα δυσβάσταχτα μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ της για αμυντικούς εξοπλισμούς και δαπάνες, ενώ όχι μόνο δεν απολαμβάνει εγγυήσεις αμυντικής ασφάλειας από το ΝΑΤΟ, αλλά αντίθετα διατείνεται και ότι απειλείται σοβαρά από ένα κράτος-μέλος της ίδιας συμμαχίας στην οποία συμμετέχει.

Είναι αναμφίβολα μια οξύμωρη κατάσταση, η οποία, εάν αντιμετωπιστεί κοντόφθαλμα και επιδερμικά, δεν θα διακρίνει τις όντως δυσδιάκριτες, από το ευρύ κοινό, μακροχρόνιες γεωπολιτικές εγγυήσεις τις οποίες προσφέρει αυτός ο οργανισμός, και αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε παράλογες αντιδράσεις. Κορυφαία τέτοια αντίδραση, φορτισμένη και δραματοποιημένη μετά και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, υπήρξε η απόφαση η οποία λήφθηκε, το 1974, για αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Μια θερμοκέφαλη απόφαση, αντάξια της επιδερμικότητας η οποία διακρίνει την εξωτερική μας πολιτική, και λόγω της οποίας βρισκόμαστε διαρκώς έκπληκτοι και θυμωμένοι πίσω από τις διεθνείς εξελίξεις, είτε μας αφορούν είτε όχι.

Οι συνεπακόλουθες και αναπόφευκτα μειωτικές προβλέψεις της Συμφωνίας Επανεντάξεως (απώλεια διοικητικών αρμοδιοτήτων στον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου) μας οδήγησαν έκτοτε να συμπεριφερόμαστε, μέσα στους κόλπους του ΝΑΤΟ, με έναν αλλοπρόσαλλο και συμπλεγματικό επαρχιωτισμό, χάνοντας συνεχώς ερείσματα, κύρος και υπόληψη.

Θα μου ήταν αδύνατο μέσα σε λίγες σελίδες να δώσω όλες τις διαστάσεις της εθνικής αμυντικής πολιτικής σε σχέση με το ΝΑΤΟ. Καταρχάς γιατί, παρ' όλη τη δεκάχρονη ενασχόλησή μου, δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι τις γνωρίζω όλες και σε όλη τους την έκταση, αλλά και διότι είναι τόσο στενά συνυφασμένες με τη νεοελληνική ψυχωτική μεγαλομανία και όλα τα σύνδρομα τα οποία απορρέουν από την έλλειψη παιδείας και ιστορικής αυτογνωσίας, που θα χρειαζόμουν μια τεκμηριωμένη αυτοκριτική ανάλυση της ελληνικής ιστορίας με τη συνδρομή ιστορικών και ψυχολόγων. Ελλείψει αυτών θα προσπαθήσω να δώσω, όσο πιο αντικειμενικά μπορώ, τις προσωπικές μου εντυπώσεις και εμπειρίες από την ενασχόλησή μου με τα νατοϊκά δρώμενα, και τις οποίες είχα την ευκαιρία να αποκομίσω κατά τη διάρκεια της θητείας μου ως επιτελούς και μετέπειτα επικεφαλής της Διευθύνσεως Αμυντικής Πολιτικής του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, όσο και από τη θέση του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού.

Η ελληνική εμπλοκή με το ΝΑΤΟ άρχισε το 1952, όταν η Ελλάδα, μαζί με την Τουρκία, για ευνόητους λόγους, έγιναν ταυτόχρονα αποδεκτές ως τα νέα πλήρη μέλη της συμμαχίας. Με την εν λόγω ένταξη συμπληρώθηκε το νοτιοανατολικό τμήμα του ευρωπαϊκού αμυντικού πετάλου και διασφαλίστηκε ο θαλάσσιος έλεγχος σε ολόκληρη σχεδόν τη λεκάνη της Μεσογείου. Όταν αναφερόμαστε στην εποχή εκείνη, πάντα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι βρισκόμαστε στο απόγειο της ψυχροπολεμικής περιόδου. Μιας περιόδου, κατά την οποία η στρατιωτική απειλή εκ μέρους της Σοβιετικής Ένωσης και των χωρών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στοίχειωναν τον ύπνο πολλών πολιτικών και σίγουρα όλων ανεξαιρέτως των στρατιωτικών. Μέσα σε αυτό το βαρύ ψυχροπολεμικό και πολεμοκάπηλο κλίμα, η θέση της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ λογικά είχε κάποια σχετικά αυξημένη στρατιωτική βαρύτητα και σημασία – εάν όχι έναντι της Τουρκίας, σίγουρα έναντι αρκετών άλλων δυτικών χωρών. Διαθέταμε χερσαία σύνορα με εχθρικές και αντίπαλες του ΝΑΤΟ χώρες και, επιπλέον, με το νησιωτικό σύμπλεγμα του Αιγαίου η Ελλάδα μπορούσε να έχει και κάποιον έλεγχο, παρέχοντας έγκαιρη προειδοποίηση, των κινήσεων και προθέσεων του σοβιετικού στόλου της Μεσογείου. Βέβαια, ο απόλυτος έλεγχος των Στενών των Δαρδανελλίων πάντα έδινε στην Τουρκία ένα γεωστρατηγικό προβάδισμα, όσο και εάν προσπαθούσαμε με διάφορα ανερμάτιστα επιχειρήματα να το υποβαθμίσουμε. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, ανεπιφύλακτα μπορούμε να πούμε ότι, από τις αρχές περίπου της δεκαετίας του '50 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '60, η Ελλάδα διήγαγε τη «χρυσή περίοδο» της μεταπολεμικής στρατιωτικής της οντότητας. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είχαν το υψηλό ηθικό και τον «αέρα» του νικητή· του νικητή ενός πολέμου, ο οποίος όχι μόνο δεν τις είχε καταβάλει ηθικά, αλλά τις είχε καταξιώσει και αναδείξει, σε παγκόσμιο επίπεδο, ως υπόδειγμα μαχητικότητας. Στις ηγετικές θέσεις των Όπλων δεν προΐσταντο δημόσιοι υπάλληλοι αλλά αξιωματικοί λειτουργοί, οι οποίοι είχαν πολεμήσει και γνώριζαν, από πρώτο χέρι, πώς δημιουργείται και διατηρείται το ηθικό και το ετοιμοπόλεμο των μονάδων. Το δε Πολεμικό Ναυτικό αδιαφιλονίκητα κατείχε τα πρωτεία της επιχειρησιακής ναυτοσύνης, τουλάχιστον στη Μεσόγειο, και μόνο με το Βρετανικό Ναυτικό μπορούσε να συγκριθεί, τηρούμενων βέβαια των αναλογιών. Με τέτοια διεθνή εκτίμηση και αναγνώριση δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το ΝΑΤΟ, παραβλέποντας τα πλεονεκτήματα και παρακάμπτοντας τις αντιρρήσεις της Τουρκίας, παραχώρησε στην Ελλάδα και στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό την αποκλειστική διοικητική και επιχειρησιακή αρμοδιότητα για ολόκληρο τον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου. Πρόκειται για την περίφημη περιοχή COMEDEAST (Command Mediterranean East: Διοίκηση Ανατολικής Μεσογείου), για την υποστήριξη της οποίας, μετά φυσικά την απώλειά της, δαπανήθηκαν ατελέσφορα άπειροι τόνοι μελάνης, χαρτιού και φαιάς ουσίας.

Το πρώτο πλήγμα στην οντότητα, στην αξιοπιστία και στο κύρος των ελληνικών ένοπλων δυνάμεων ήλθε το 1967, με την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών. Όσο και αν αποδεχθούμε ότι ήταν μια ξενοκίνητη δικτατορία η οποία βόλευε τις στρατηγικές επιδιώξεις του ίδιου του ΝΑΤΟ, των Αμερικανών και της Δύσης, όσο κριτικά και αν σταθούμε απέναντί τους για την ανοχή και υποστήριξη που της έδωσαν, γεγονός παραμένει ότι στη συνείδηση του μέσου Ευρωπαίου, ή και Αμερικανού ακόμη, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις από το '67 και μετά άρχισαν σταδιακά να χάνουν το «λούστρο» τους. Ξεθώριαζε σιγά σιγά η εικόνα των «λεόντων» του πολέμου και άρχισαν να φαντάζουν στα μάτια των δυτικών συμμάχων περισσότερο σαν τον γραφικό στρατό των νοτιοαμερικανικών καθεστώτων της μπανάνας. Μπορεί περιστασιακά να βόλευε και να εξυπηρετούσε το ΝΑΤΟ η δουλοπρέπεια και η ανοησία του στρατιωτικού καθεστώτος, σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούσε να αποσπάσει έστω και την ελάχιστη εκτίμησή του. Το νομοτελειακό επιστέγασμα και η έμπρακτη επιβεβαίωση της απαξίωσης και αποδιοργάνωσης των ελληνικών ένοπλων δυνάμεων υπήρξε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου δεν έχουν σημασία οι υπαίτιοι και το πολιτικο-στρατιωτικό παρασκήνιο της όλης επιχείρησης. Ενδιαφέρει περισσότερο η μεταστροφή της εικόνας και το ότι η Ελλάδα, αργά αλλά σταθερά, γίνεται ο ουραγός του νατοϊκού συνασπισμού, καθώς και το ότι, σε αντιδιαστολή, η Τουρκία κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος.

Αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να ακούγεται υπερβολικά ωμό, πλην όμως, για τις αποικιοκρατικής νοοτροπίας χώρες της Δυτικής Ευρώπης και φυσικά της Αμερικής, το «δίκαιο του ισχυροτέρου» ανέκαθεν υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος της αμυντικής τους πολιτικής. Η διά της βίας κατάληψη εδάφους γεωστρατηγικής σημασίας, η οποία φυσικά δεν θίγει τα γεωστρατηγικά συμφέροντα του δυτικού πολιτισμού, θεωρείται μάλλον θεμιτή και όχι καταδικαστέα ενέργεια. Ενδόμυχα θα πρέπει να επιδοκίμασαν την τουρκική ενέργεια, ανεξάρτητα του ότι για λόγους δεοντολογίας οι κυβερνήσεις τους αναγκάστηκαν να εκδώσουν χλιαρές καταδικαστικές ανακοινώσεις και ανούσια ψηφίσματα. Εξάλλου, είναι ιστορικά καταγεγραμμένο ότι οι περισσότερες από αυτές τις χώρες, εάν όχι όλες, με αυτόν ακριβώς τον τρόπο πλούτισαν, πλουτίζουν και ευημερούν μέχρι σήμερα.

Σημασία έχει τι έκανε η Ελλάδα, η οποία ως αντίποινα (!!!) έκανε ό,τι χειρότερο και αντιδεοντολογικό μπορούσε. Τιμώρησε τον εαυτό της και αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, ουσιαστικά δωρίζοντας στην Τουρκία το νατοϊκό επιχειρησιακό μονοπώλιο στο Αιγαίο. Μοναδική εξήγηση την οποία θα μπορούσα ίσως να κατανοήσω, πέρα από το πάγιο ακαταλόγιστο των πολιτικών, ήταν ότι η πρόσφατη μεταπολίτευση δεν είχε δώσει το χρόνο στη νέα πολιτική ηγεσία, αφενός να εξοικειωθεί με τα γεωπολιτικά δεδομένα της περιοχής και αφετέρου να αντιληφθεί ότι τόσο η Ελλάδα όσο και οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είχαν προ πολλού χάσει την εκτίμηση και το ειδικό βάρος που ενδεχόμενα θυμούνταν οι πολιτικοί αυτοί. Όπως και να έχει, η πολιτική ζημιά ήταν ανεπίστροφη. Η επιπολαιότητα όμως δεν σταμάτησε εκεί. Κυριολεκτικά καταβαραθρώσαμε την ήδη χαμηλή μας αξιοπιστία, όταν, έναν μόλις μήνα μετά την αποχώρησή μας (όσος χρόνος δηλαδή χρειάστηκε για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της πολιτικής επιπολαιότητας όσο και την τραγική κατάσταση των ένοπλων δυνάμεων) και χωρίς να έχουν εκλείψει, ούτε κατ' ελάχιστο, οι λόγοι για τους οποίους αποχωρήσαμε, είχαμε ήδη κάνει αίτηση για την επανένταξή μας. Θα πρέπει τότε να χαμογέλασε και ο πιο βαθιά πικραμένος νατοϊκός, και όχι μόνο, αξιωματούχος. Και η Γαλλία αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, έκανε όμως 20 χρόνια να επανέλθει, και αυτό υπό όρους. Σαφώς και δεν έχουμε το ειδικό πολιτικό βάρος της Γαλλίας και θα ήμαστε αστείοι, εάν πιστεύαμε κάτι τέτοιο. Εάν όμως έχουμε μεγαλομανείς εμμονές και πιστεύουμε ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω μας, τότε, έστω και μόνο για τα προσχήματα, ας συμπεριφερόμαστε ανάλογα, γιατί διαφορετικά γελοιοποιούμαστε ανεπανόρθωτα.

Η επανένταξή μας στο στρατιωτικό σκέλος, και σύμφωνα με τον καταστατικό χάρτη του ΝΑΤΟ, προϋπέθετε την ομόφωνη συναίνεση όλων των χωρών-μελών, φυσικά και της Τουρκίας. Και το χειρότερο ήταν ότι η δεκαετία του '80 δεν ήταν πλέον ίδια με αυτήν του '50. Η Σοβιετική Ένωση και οι σύμμαχοί της είχαν ήδη αρχίσει να παραπαίουν, το δε ΝΑΤΟ είχε και αυτό αρχίσει να μεταλλάσσεται σε εμπορικό-εξοπλιστικό οργανισμό, με συνεχώς φθίνοντα επιχειρησιακό προσανατολισμό. Ως εκ τούτου, τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα που διαθέταμε τη δεκαετία του '50 είχαν πλέον υποβαθμιστεί και, για τα περισσότερα κράτη-μέλη, η επανένταξή μας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ είχε από μικρό έως μηδενικό πολιτικό ενδιαφέρον. Όχι όμως και για την Τουρκία, για την οποία ήταν μια μοναδική ευκαιρία, διαπραγματευόμενη με το ΝΑΤΟ, να επανορθώσει τα διοικητικά πλεονεκτήματα στο χώρο του Αιγαίου, τα οποία είχαν παραχωρηθεί στην Ελλάδα τη δεκαετία του '50. Η Αμερική από την πλευρά της πολύ λίγο ενδιαφερόταν πλέον για τις διοικητικές ρυθμίσεις στο Αιγαίο, οι οποίες είχαν άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό, ξεπεραστεί τόσο από την τεχνολογία όσο και από τα νέα δόγματα και στρατιωτικά δεδομένα. Επιπρόσθετα, η Αμερική δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να θέλει να δυσαρεστήσει την Τουρκία, μια σύμμαχο χώρα με ισχυρά γεωστρατηγικά ερείσματα.

Πάντα θεωρούσα ότι η εχθρογνωσία σε συνδυασμό με την αυτογνωσία είναι θεμελιακοί παράγοντες για τη χάραξη ρεαλιστικών στρατηγικών προσανατολισμών. Και οι δύο αυτοί παράγοντες διαπίστωσα ότι σπανίζουν στην επιτελική διεργασία των ελληνικών ένοπλων δυνάμεων, και ίσως αυτό να εξηγεί το γιατί ποτέ δεν ενστερνιστήκαμε οφθαλμοφανείς γεωστρατηγικές μας αδυναμίες απέναντι σε μία χώρα η οποία στα ανατολικά της σύνορα ελέγχει τόσο πετρελαϊκά όσο και υδάτινα αποθέματα, ελέγχει απόλυτα τα Στενά των Δαρδανελλίων και μπορεί σχετικά εύκολα να αποκτήσει τοπικό θαλάσσιο έλεγχο στην πολιτικά ασταθή βορειοανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Τέλος, έχει έναν πληθυσμό άνω των 60 εκατομμυρίων και αυξανόμενο, και την ψυχροπολεμική περίοδο συνόρευε και με την τότε ΕΣΣΔ.

Στους κόλπους του ΝΑΤΟ όμως είχαν απόλυτη επίγνωση αυτών των παραγόντων και, έτσι, η Τουρκία προσυπέγραψε μεν τη Συμφωνία Επανεντάξεως της Ελλάδας, ζήτησε όμως -και πέτυχε- την κατάργηση της περιοχής ευθύνης του Έλληνα ναυτικού διοικητή (COMEDEAST), μαζί με την αποκλειστική επιχειρησιακή αρμοδιότητα που του είχε παραχωρηθεί για ολόκληρο τον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου. Αντίστοιχα, έχασε και ο Έλληνας αεροπορικός διοικητής του ΑΤΑ (7 ATAF για το ΝΑΤΟ) μια ανάλογη περιοχή στον εναέριο χώρο του Αιγαίου, στην οποία όμως ασκούσε μόνο καθήκοντα έγκαιρης προειδοποιήσεως και όχι επιχειρησιακά. Ο Στρατός Ξηράς ούτε είχε ούτε και απέκτησε ποτέ σοβαρά επιχειρησιακά ερείσματα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Η απώλεια των δύο αυτών περιοχών και οι στερούμενοι σοβαρής επιχειρηματολογίας ατελέσφοροι ισχυρισμοί μας για δήθεν αυτόματη επανενεργοποίησή τους μετά την επανένταξή μας ήταν τα θέματα τα οποία στοίχειωναν την ελληνική αμυντική πολιτική τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ήταν μια όντως αλλοπρόσαλλη κατάσταση, όπου έπρεπε να υποστηρίξεις κάτι για το οποίο σε διέψευδαν κατηγορηματικά τα γραπτά κείμενα. Απλές γνώσεις αγγλικής γλώσσας αρκούσαν για να διαβάσει κάποιος στο κείμενο της Συμφωνίας Επανεντάξεως (4 παράγραφοι στο σύνολό της) ότι οι Έλληνες νατοϊκοί διοικητές δεν έχουν περιοχές ευθύνης. Παραταύτα, υποστηρίζαμε ότι 15 χώρες διάβαζαν το κείμενο λάθος, και η Ελλάδα, μόνη αυτή, το διάβαζε σωστά. Από την ανούσια αυτή και φθοροποιό για τη σοβαρότητά μας προσπάθεια μας λύτρωσε η κατάρρευση του σοβιετικού συνασπισμού και η συνακόλουθη διοικητική αναδιάταξη του ΝΑΤΟ, η οποία σταδιακά κατέληξε στην κατάργηση όλων των περιοχών διοικητικής ευθύνης, περιοριζόμενη σε τοπικές, περιστασιακές διοικητικές ρυθμίσεις.

Όσο διάστημα όμως εμείς ομφαλοσκοπούσαμε κυνηγώντας χίμαιρες, το διεθνές σκηνικό άλλαζε και, αντί η Ελλάδα να οραματισθεί ή να προσπαθήσει έστω να εναρμονισθεί με τις ραγδαία εξελισσόμενες γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές ανακατατάξεις, παρέμενε προσκολλημένη στην τόσο γνώριμη και άγονη εσωστρέφειά της. Έχοντας διαπιστώσει ότι οι νατοϊκές δυνάμεις δεν είναι στο ίδιο μήκος κύματος και δεν ευνοούν τις κοκορομαχίες με την Τουρκία, αντιμετωπίζαμε με συμπλεγματικό και καχύποπτο τρόπο την καινούρια νατοϊκή πραγματικότητα και αντιδρούσαμε με τα συμπτώματα του κατατρεγμένου, θεωρώντας ότι όλοι -ΝΑΤΟ, Τουρκία, Αμερική και κυρίως οι βόρειοι γείτονές μας- επιβουλεύονται, όλοι μαζί ή και μεμονωμένα, την εθνική μας ακεραιότητα.

Δεν μπορώ να καταλήξω εάν είναι παραλογισμός ή αυτοκαταστροφικό σύνδρομο, ένα πάντως είναι σίγουρο: όταν από έναν διεθνή οργανισμό επιζητείς να σου επιβραβεύσει τις όποιες εθνικές σου βλέψεις και αιτιάσεις, δεν μπορείς ταυτόχρονα να δημιουργείς μέσα σε αυτόν τον οργανισμό ένα έντονα αρνητικό κλίμα εις βάρος σου, κατηγορώντας τον απροκάλυπτα ως υπεύθυνο για όλα τα δεινά που θεωρείς ότι έχεις κατά καιρούς υποστεί. Δεν έχει ούτε ορθολογιστική ούτε δεοντολογική βάση η απαίτηση να σου αναθέσει το ΝΑΤΟ σοβαρές διοικητικές αρμοδιότητες, όταν θεωρείς και διακηρύττεις δημοσίως ότι το ΝΑΤΟ υποθάλπει και το Κυπριακό και τον τουρκικό επεκτατισμό. Ακόμη περισσότερο δεν μπορείς να στηρίζεσαι στις υποδομές του, στη χρηματοδότησή του και στις επιχειρησιακές του διαδικασίες, όταν θεωρείς ότι όλα αυτά στρέφονται ενάντια στα εθνικά σου συμφέροντα. Τέλος, δεν μπορείς να επικαλείσαι την υπόστασή του όταν επιδιώκεις να αποκομίσεις πολιτικο-στρατιωτικά οφέλη, και να την απαξιώνεις όταν δεν σε εξυπηρετεί. Εάν, παρ' όλα αυτά, έτσι έχεις μάθει και έτσι έχεις συνηθίσει να συμπεριφέρεσαι, τότε τουλάχιστον ας μην εκπλήσσεσαι, όταν σε αντιμετωπίζουν ως τριτοκοσμική χώρα, χαμηλής αξιοπιστίας.

Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα πελαγοδρομούσε η Ελλάδα, μόνη με τις εμμονές και τις φοβίες της, την περίοδο της πιο καθοριστικής μετεξέλιξης του ΝΑΤΟ. Η κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας μόνο στιγμιαία είχε κλονίσει την υπαρξιακή υπόσταση της συμμαχίας. Το αίσθημα αυτοσυντήρησης έθεσε σχεδόν ακαριαία σε λειτουργία τους ιδεολογικούς και πολιτικούς μηχανισμούς επιβίωσης και, προτού καν μπορέσει η ανθρωπότητα να συνειδητοποιήσει και αφομοιώσει τις επιπτώσεις από τις αλλαγές που συντελούνταν στο ευρωπαϊκό γεωπολιτικό στερέωμα, το ΝΑΤΟ είχε ήδη δημιουργήσει το αντίπαλο δέος. Στο πρόσωπο της διεθνούς τρομοκρατίας βρέθηκε η υπαρξιακή τεκμηρίωση για τη διατήρηση όλων σχεδόν των υπαρχόντων μηχανισμών, δογμάτων και σχεδίων. Αναπροσαρμόσθηκαν επίσης και τα περισσότερα θεσμικά κείμενα, έτσι ώστε να είναι δυνατή η μετάπτωση από έναν καθαρά αμυντικό οργανισμό σε έναν οργανισμό αστυνόμευσης και καταστολής. Φυσικά, ο εμπορικός-εξοπλιστικός προσανατολισμός παρέμεινε αλώβητος, ως ο ισχυρότερος συνεκτικός κρίκος της συμμαχίας. Εξίσου καθοριστικής σημασίας εξέλιξη για το νέο προφίλ του ΝΑΤΟ υπήρξε η απόφαση για τη διεύρυνσή του, με τη σταδιακή ένταξη σχεδόν όλων των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Βέβαια, ένας τόσο εκτεταμένος πολυεθνικός οργανισμός δύσκολα μπορεί να ανταποκριθεί στη στρατιωτική αμεσότητα και ευελιξία την οποία απαιτούσε ο καθαρά αμυντικός χαρακτήρας του ΝΑΤΟ στην ψυχροπολεμική περίοδο. Τώρα όμως, αυτό δεν έχει πλέον τόση σημασία. Χωρίς, επί του παρόντος, να υπάρχει σοβαρό αντίπαλο δέος, η χαλαρότητα στον επιχειρησιακό τομέα αντισταθμίζεται από την οικονομική αποδοτικότητα της διευρυμένης οπλικής αγοράς του εμπορικού τομέα.

Και αυτές τις νατοϊκές μεταμορφώσεις η Ελλάδα μάλλον με αδιαφορία τις παρακολούθησε. Όπως ακριβώς και τις δεκαετίες του '70 και του '80 δεν την απασχολούσε η σοβιετική απειλή, έτσι και τώρα αδιαφορεί εξίσου και για την αποκαλούμενη διεθνή τρομοκρατία. Τώρα μάλιστα που η Αμερική προσπαθεί να περάσει ένα νέο δόγμα, σύμφωνα με το οποίο το ΝΑΤΟ θα παρέχει όχι μόνο αμυντική αλλά και οικονομική βοήθεια, κάτι δηλαδή σαν τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), εκτιμώ ότι η Ελλάδα θα αποστασιοποιηθεί ακόμη περισσότερο, δεδομένου ότι, όσο πιο φιλειρηνικό, παγκοσμιοποιημένο και εμπορευματοποιημένο γίνεται το διεθνές σκηνικό, τόσο θα εξανεμίζονται τα λιγοστά απαρχαιωμένα ερείσματα έναντι της Τουρκίας, στα οποία είμαστε προσκολλημένοι για μισό περίπου αιώνα.

Επιγραμματικά θα έλεγα ότι ένα υπήρξε διαχρονικά το πρόβλημα της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ: η μη ταύτιση των στόχων. Νατοϊκή επιδίωξη υπήρξε ανέκαθεν η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ευρώπη και η εξεύρεση τρόπων για τη διατήρησή της. Αντίθετα, η Ελλάδα μία και μόνη επιδίωξη έχει τα τελευταία 60 χρόνια, και η οποία δεν είναι άλλη από την ελαχιστοποίηση της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στον διεθνή εναέριο και θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου. Είναι προφανές ότι οι δύο αυτοί στόχοι δεν έχουν κανένα σημείο επαφής. Είναι εξίσου προφανές ότι για την εκπλήρωση του νατοϊκού στόχου συνήργησε τόσο η Αμερική όσο και όλη η Δυτική και μετέπειτα η Ανατολική Ευρώπη, για τον απλούστατο λόγο ότι η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ευρώπη εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί ποικιλοτρόπως τα ευρωπαϊκά γεωπολιτικά-στρατιωτικά συμφέροντα. Για την εκπλήρωση του ελληνικού στόχου, στην καλύτερη περίπτωση, διαφώνησε τόσο η Αμερική όσο και ολόκληρη η Δυτική και μετέπειτα η Ανατολική Ευρώπη, για τους απλούστατους λόγους ότι η γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας έχει, για τους Δυτικούς, πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτήν της Ελλάδας και, επιπρόσθετα, οι ελληνικές επιδιώξεις στα διεθνή ύδατα και στον διεθνή εναέριο χώρο του Αιγαίου δεν καλύπτονται από την ισχύουσα σήμερα νομολογία. Είναι τόσο απλό, που θα μπορούσε να το είχε αντιληφθεί ακόμη και ο εγκέφαλος ενός σύγχρονου Έλληνα πολιτικού άνδρα. Και όμως, επί 60 χρόνια αναλώσαμε προσωπικό, διαθέσαμε χρήματα και θυσιάσαμε το κύρος και την αξιοπιστία της χώρας στο βωμό ενός τόσο πρόδηλα ανέφικτου στόχου.

Επειδή πιστεύω ακράδαντα ότι κάθε λαός, μέσω των πολιτικών φορέων τους οποίους επιλέγει να τον κυβερνήσουν, είναι ο απόλυτα μοναδικός υπεύθυνος για την τύχη του, θεωρώ ότι και η διαχρονική πορεία της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τις εκάστοτε πολιτικές της επιλογές. Ρεαλιστικές και νηφάλιες πολιτικές επιλογές συνεπάγονται αναβάθμιση του κύρους, της υπόστασης και τελικά της ευημερίας μιας χώρας. Αντίθετα, μικρόψυχες, συμπλεγματικές, ανόητες, ανερμάτιστες ή κυκλοθυμικές πολιτικές αποφάσεις οδηγούν στη σημερινή εικόνα της Ελλάδας. Πιστεύω επίσης ότι, εάν μπορεί να υπάρξει σανίδα σωτηρίας για τη νεοελληνική πραγματικότητα, αυτή είναι μία και μοναδική, και δεν είναι άλλη από την παιδεία! Μία χώρα η οποία δαπανά περισσότερα χρήματα για εξοπλισμούς από ό,τι για την παιδεία της, είναι νομοτελειακά καταδικασμένη σε πολιτιστικό εκπεσμό και διεθνή κοινωνική περιθωριοποίηση. Ελπίζω να διαψευσθώ, αλλά νομίζω ότι προς τα εκεί έχουμε πάρει σταθερή πορεία και ταχύτητα.

* Ο ναύαρχος ε.α. Αντώνιος Αντωνιάδης υπηρέτησε στην ελληνική στρατιωτική αντιπροσωπεία του ΝΑΤΟ (1986-1990) και διατέλεσε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (Α/ΓΕΝ, 2002-2005). Είναι συγγραφέας του βιβλίου Κρεμώντας τη στολή, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 2008.

Monthly Review