Από τον Πολίτη Βάιο Φασούλα

(Λόγου της επικαιρότητας  όσο αφορά τους μετανάστες, λαθραίους ή μη παραθέτω ένα απόσπασμα που  γράφτηκε στη Γερμανία στη δεκαετία του 1970 απ' αφορμές τις ανοιχτές επιθέσεις των Ναζί ενάντια στους ξένους. Ισχύει για την κάθε Χώρα που εκκολάπτει ή συντηρεί το ρατσισμό και για κάθε θύμα- μετανάστη. Είναι ένα ποιητικό απόσπασμα-ελεύθερου στίχου- το οποίο η στοίχισή του είναι απλή για λόγους οικονομίας χώρου, ΒΦ).

 «Αποθρασύνονταν ωμά δείχνοντας φανερά το μίσος, την αποστροφή γι' αυτούς που έδωσαν για τη δουλειά τ' ανθρώπινα κορμιά μέχρι και την ψυχή. Αλλιώς, κακά τα ψέματα, χωρίς αυτούς θα έτρωγαν τα σίδερα ωμά και κάρβουνα ακατέργαστα θα μένανε στη γη βαθιά.

Συμβαίνουν παρατράγουδα συχνά καμιά φορά, παράξενα, περίεργα και είναι δυνατά.

Του μετανάστη η παρουσία, λες κι ήταν αμαρτία, τους έδινε φτερά.

Και να, πολλοί αρχίζουνε να τρέχουνε με βία και  απ' τον τροχό γραπώνονται πίσω να τον γυρίσουν, καπνούς να δουν στα σύννεφα τον κόσμο ν' αφανίσουν. Συμβούλια ατελείωτα γίνονται μυστικά. Ακόμη και σε πάρκα μαζεύονται κι εκεί γκρούπες με μαύρα μπουφάν, με ρόπαλα και με γουλιά κεφάλια.

Προπάντων σε αίθουσες μεγάλες και πανάκριβες μεταξοστολισμένες, γεμάτοι οι τοίχοι με παλιές «ηρώων» τους φωτογραφίες, σημαίες με δάφνες κρεμασμένες, εμβλήματα και μαύρα μανιφέστα και παν απ' όλα δέσποζαν οι μαύρες τους αφίσες, άλλες με μαύρα γράμματα χοντρά σαν τα φουγάρα κι άλλες βαμμένες κόκκινες που θύμιζαν τους δράκους που βγάζουνε φωτιές. Και τέλος οι ομιλητές, «λόγο Θεού» πιπίλιζαν κι ήταν σοβαροί στα πρόσωπά τους τα χλωμά άκμαζε ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η εκδίκηση και μια τρελή οργή.

«Ζήτωωωωω!» όλοι μαζί φωνάζανε κι έτρεμε η φωνή απ' το μεγάλο δέος κι απ' την υποταγή εκείνης της στιγμής. Κι απ' το ακροατήριο γινόταν χαλασμός, πολύ παλαμοχτύπημα, τα «ζήτω»πιο πολλά και κάτω απ' τα ψηλά παράθυρα, πολύς κόσμος μαζεύτηκε, ντόπιοι και αλλοδαποί, άλλοι να κοροϊδέψουν, άλλοι για αβγοπόλεμο κι άλλοι να κάνουν προσευχή. Δυο τρεις «πορτοφύλακες», πιστοί του μαύρου παρακράτους στεκόντουσαν εκεί, σαν φύλακες της κόλασης στο πεζοδρόμι βόλταραν με αυστηρή και γυάλινη ματιά,  την τάξη επιτηρούσανε και τους περαστικούς, μην κάνουνε καμιά ζημιά αυτά εδώ τα πρόβατα και διακόψουν την «ιερή» ησυχία στις από πάνω αίθουσες που ήταν τα παιδιά.

Άγριες ήταν οι ματιές και έτοιμοι να χιμήσουν πάνω σε μπόγους ανθρώπινους αν τύχαινε να σμίξουν. Το μόνο που τους λείπανε τα όπλα, τα μαχαίρια, μα μέσα απ' τα σακάκια τους είχαν τα ρόπαλά τους και τα μαύρα ευαγγέλια. Πιστοί, γεμάτοι από περίσσια υπεροψία, πάθος και εγωισμό, καταχτητές χρημάτισαν για αρκετό καιρό και φέρνουν τώρα, ετούτη τη στιγμή, φόβο κι ανατριχίλα στα ανθρωπάκια που κάτω απ' τα παράθυρα είχανε μαζευτεί.

Κρύα τους η ματιά και πάγος η ψυχή. Βλέπουν τους ξένους χαμηλά, όνειρο που 'ναι  άσβηστο, μεγάλη επιθυμία, μια αμαρτία τους παλιά που είχε «αφανιστεί» πάλι ξανά να βγάλουνε ετούτη τη στιγμή, παιδιά πατρίδας δυνατά, πιάστε και να 'στε έτοιμοι τα ρόπαλα σφιχτά.

Μεράκι τους και όνειρο τους ξένους για να δουν, να σέρνονται στα πόδια τους, να τους δολοφονούν,  τρίβοντας με τις μπότες τους «τα βρόμικα σκουλήκια» να τα τσαλαπατούν.

Κι όπως φέρνουν αγέρωχα τις βόλτες τους πάνω στο πεζοδρόμι, πέφτει τραχύμαλλη η σκιά τους σ' ανθρώπων τα κορμιά και να, προγκούν τώρα κάμποσοι περαστικοί που βρέθηκαν εκεί σαν πρόβατα σωστά. Τους βρίζουνε αισχρά, νιώθουν υπεροχή, σαν πύργοι ατσάλινοι ψηλοί, τους είναι η ψυχή. Μιλούν για περηφάνια και για καταγωγή, άρια και πεντακάθαροι είναι μόνο αυτοί.

Βρισίδια, γιουχαρίσματα κι αποδοκιμασίες από τη μάζα των ανθρώπων που 'χε συγκεντρωθεί, αβγά να σκάζουνε στους τοίχους, στα κεφάλια και κάποια ρόπαλα να βγάζουν μερικοί, εξάσκηση να κάνουν και λίγη δοκιμή, να δουν αν είναι έτοιμοι για αύριο Κυριακή, πορεία θα χτυπήσουνε, το 'χουν υποσχεθεί.

Έγινε χλαλοή και φάνηκε ο χαλασμός ,μα σβήστηκε γοργά, όταν τριγύρα έφτασαν τα περιπολικά και κάνα δυο αστυνομικοί φάγαν κι αυτοί αβγά. Μουγκή, ευτύχημα, που έλαχε να είναι η πατρίδα τους και να σιωπά κάθε φορά, μα να βογκά και να πονά και να γυρνάει στα στενά και στους πλατιούς τους δρόμους, τα καντηλέρια της ψυχής ν' ανάβει μυστικά και να παρακαλεί, τους δήμιους ν' αφανίσουν, που φτιάχνουν των Νεοναζί τη μαύρη τους μαγιά.

Καλεί προσκλητήριο σιωπηρό, γιατί κι αυτή φοβάται τον τόπο τον πικρό.

Ήταν η γεύση δυνατή και αισθητή ακόμα, αδικημένων τα κορμιά μαράνανε το χώμα.

Γη της πατρίδας ιδανικό, σταμάτα τους εδώ, όσο είναι καιρός ακόμα. Υπάρχουν άνθρωποι υγιείς που 'ναι και δυνατοί και δημιουργικοί. Μόνο που τους βαλσάμωσαν θηρία πονηρά,  τους πήραν και τους έθαψαν στη νάρκη τη βαθιά. Άνοιξε τα συρτάρια σου και τράβα τους με μιας απ' τα μαλλιά που άσπρισαν απ' το καθισιό, απ' το μισθό κι απ' την καλή ζωή, βγάλ' τους και βάλ' τους στη γραμμή ετούτη τη στιγμή. Δώσε στα χέρια τους σπαθιά και να 'ναι κοφτερά. Δώσε κι εσύ πια και κράξε δυνατά εκείνη τη διάτα. Τούτα τα φίδια που τσιμπούν τον κόσμο σακατεύουν  κόψτε με μιας τις κεφαλές και θάψτε της βαθιά!

Μοντέρνος καπιταλισμός, τάφος βαθύς εργατικός, εξέλιξη φασιστική, μαλλιά κομμένα χαμηλά να φαίνεται η σβερκαριά κι εκεί στα τρύπια τους αφτιά κρεμούνε αργυρά. Μαζί οδεύουνε, ο καπιταλισμός κι ο φασισμός, σα να' ναι ξαδελφάκια, καταπιεστικά και ισχυρά, πλάνα και αρπαχτικά, αισχρά και κατασταλτικά, βογκάει αυτή η χώρα. Χάνεται η ανθρωπιά, έρχεται η ξετσιπωσιά  κι αν δε βρεθεί μια δύναμη τη λέπρα να ξαφρίσει, σαν μανιτάρια άνοιξης θα πνίξουνε τη φύση. 

Και κίνησαν το πρωινό μ' ανείπωτη χαρά, άλλοι δυο-δυο, άλλοι πολλοί και άλλος μοναχός.  Μες στη μασχάλη κράταγαν σφιχτά την εντολή, που λήστεψαν από παλιά απ' την απανθρωπιά /και γράψανε την τερατώδη μαύρη μελανιά που έλεγε καθαρά:

«Ούτε ένας ξένος σ' αυτήν εδώ τη γη»!

Τους έδωσε και αποχτούν αυτή η εντολή, δύναμη ανυπολόγιστη κι ορμή σαν αστραπή και με διάχυτη χαρά, αυτή την Κυριακή, να δώσουν και να δείξουνε πράξεις και παραδείγματα που είχαν στο πετσί. Μαζώχτηκαν αλαζονικά ετούτο το πρωί, γεμάτοι περηφάνια για την αποστολή.  Από βραδύς τον έδωσαν τον όρκο τον βαρύ και έδωσαν υπόσχεση πως θα τους βγει η ψυχή, αν δε βαρέσουν για καλά ετούτη τη φορά. Προπάντων κάτι άραβες και ασιατικούς, κάποιους που ήρθαν μ' άσυλο, όχι πολιτικό, αυτούς τους είχαν στο λαιμό θα πλήρωναν καλά  κι ανάμεσα τους Τούρκους που πλήθαιναν πλατιά. Αυτά τους είχε πει ο αρχηγός και τόνισε καλά, πως για τους «ασυλάντες» γινόταν η  δουλειά. Μα μέσα στα καθήκοντα τα υπερεθνικιστικά και τα κομματικά, τους είπε μασουλώντας κι άλλα λόγια σοφά:

-Παραμύθια! Ο ξένος είναι ξένος, εχθρός για την πατρίδα μας, χωρίς καταγωγή, δίχως πολιτισμό, θρησκεία, ιστορία που έχουμε εμείς! 

Αυτοί μας πήραν τώρα τις δουλειές, μας πήραν το ψωμί και στις γυναίκες μας, συχνά σπέρνουν ξενοσπορά, γέμισε η πατρίδα μας με μπάσταρδα πολλά κι αν πάνε έτσι τα πράγματα θα μείνουμε γυμνοί, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς καταγωγή,  θα σβήσει η φυλή! 

Νομίζω, κύριοι, πως ήρθε ο καιρός κι αυτά τα παζαρέματα που κάνει η κυβέρνηση, να κόψει στη στιγμή.  Κι αν δεν μπορούν, ίσως γιατί χρόνια τώρα πολλά μπερδεύτηκαν κι αυτοί στου ξένου την ανάσα και μας μπαστάρδεψαν την άρια φυλή, τι να κάνουμε! Γι' αυτό υπάρχουμε εμείς να σώσουμε τον τόπο μας και τούτη τη φυλή!

Και δόθηκε το σύνθημα μέσα από σάπια δόντια και σήκωσαν αγέρωχα τη χείρα τους τη δεξιά ψηλά, μες στις καρδιές τους κράταγαν σφιχτά την εντολή και στις μασχάλες χάιδευαν τα ρόπαλά τους τα σκληρά, τα ρόπαλα που παίρνανε και δίναν τη ζωή.

Μαλλιά ξανθά κοντά και ξυρισμένα ως πάνω απ' τ' αφτιά, άγριες οι φωνές κι υστερικές

που σήκωναν κι απ' τα πιο μακρινά μνήματα του κόσμου τις ψυχές, με το βαρύ και γρήγορο βήμα τους που χάλαγε τη γη και μια ματιά άγρια και θολή που έβλεπε με μίσος αυτή την Κυριακή.

Και ο κόσμος που ήρεμα άρχισε να μαζεύεται απ' όλα τα σημεία τούτης της χώρας, εδώ στη Βαυαρία κι είχε συγκεντρωθεί, θέλανε όλοι τους μαζί να διατρανώσουνε θερμά και να φωνάξουν δυνατά που ν' ακουστεί η φωνή, πιο πέρα απ' τους ορίζοντες, μακριά, σ' όλη τη γη και να προειδοποιήσουν με σηκωμένη τη γροθιά τη μέρα αυτή, πως γρήγορα θα φτάσουν, σαν παλιά, σύννεφα μαύρα και θολά. Κι όλοι τους ήτανε γεμάτοι από ζωή, όψη αγέρωχη και αποφασισμένοι για μια καλύτερη ζωή. Κι ας έτυχε να 'ναι κοντοί, μελαχρινοί ή μελαψοί, αλλόθρησκοι και παρακατιανοί!

Οδεύει η φάλαγγα αργά κι έχει κάνει μια ουρά εκατοντάδες μέτρα, δείχνει σαν κύμα απαλό, γαλήνιο, κρυστάλλινο κι αγνό. Μα ξαφνικά, ενώ όλα πήγαιναν ήρεμα και καλά, ήρθε μια καταιγίδα. Το  νιώθει η φάλαγγα, θα πέσουν κεραυνοί που θα χτυπούνε δυνατά όλο και πιο πολύ. Σφίγγουν με ρίγος τα πλακάτ και είναι σιωπηλοί κι οδεύουν μες στα κύματα, μέσα στους κεραυνούς και μες στην ταραχή.

Σύννεφο τα ραπίσματα, απαίσιες οι βρισιές, αβγά, φτυσίματα και βγάζουν με χαρά τα μαύρα ρόπαλα. Μέσα στη μάζα την ξανθή υπήρχανε κι αμούστακα παιδιά, μικρά! Άλλα αναποφάσιστα, άλλα μετανιωμένα. Μέσα τους ένιωθαν κενά, έτρεμε η ψυχή γι' αυτή την εκλογή. Γι' αυτή την Κυριακή. Πώς δηλαδή αλλάξανε τα παιδικά τους τα μυαλά; Σπρωχτήκανε, πιεστήκανε, πώς φτάσανε ως εκεί; Το δείχνουν καθαρά! Τα πόδια τρέμουν ελαφρά, πάλλετε η καρδιά τους σε άγνωστους ρυθμούς και η ανάσα τους, λες κι ήτανε μπλεγμένη μες σε λαβύρινθο, ακούγεται να βγαίνει, κοφτή, λαχανιασμένη.

Σ' ένα παράξενο εκκρεμές χτυπά κρυφά κι ακούγεται το παιδικό σαγόνι κι όταν τολμούν και σκέφτονται μη δει ο αρχηγός πως πάλλονται από φόβο, τρέμουν σα νέα φύλλα που προσπαθούν να κρατηθούν στο πείσμα του βοριά.

Αλίμονο! Ο αρχηγός θα βάλει τις φωνές τις υπερεθνικές, παρόμοιες σαν και χτες την ώρα του μαθήματος που είχε ασχοληθεί πλένοντας προσεχτικά τα παιδικά τους τα μυαλά:

-Ξεφτίλες! Γουρουνάνθρωποι! Βρομοκωλοτρυπίδες για κάτσετε καλά! Σκεφτείτε λίγο λογικά και πατριωτικά! Μία είναι η φυλή για ολάκερο τον κόσμο, χωνέψτε το καλά! Καιρός κι εμείς ν' αρχίσουμε τη δράση μας σωστά, δυναμικά προτού να είναι αργά. Δε βλέπετε αληθινά το βρόμικο το κύμα για τη δεκαετία, αυτή εδώ, που λέγεται εβδομήντα, αλλά κι αυτές που ακολουθούν θα γράψει η ιστορία; Ή θ' αρχίσουμε δουλειά σωστή και καθαρή ή θ' αρχίσω από εσάς, μπάσταρδοι ελεεινοί, κι ας είστε μια φυλή!  είχε ουρλιάξει ο αρχηγός, στεγνός και φοβερός και γέμιζε με σάλια τα νεαρά παιδιά.

Άλλοτε ξεσπάθωνε άγρια με ονόματα καλλιτεχνικά κι άλλοτε μαλάκωνε αργά παίζοντας στο βιολί του νότες «τρυφερές», διοχετεύοντας τες με τρόπο μαγικό στις παιδικές καρδιές.

Μέσα στους δρόμους έτρεχε σαν αετός ο εθνικισμός  όταν απ' τα σκοτεινά τους, απ' έξω παραθύρια, τα εμβατήρια χύνονταν σαν φίδια, μιλώντας για παντοδυναμία, πατρίδα μεγάλη και άρια φυλή.

-Δεν έχετε άλλη εκλογή! Η ώρα μας πια σήμανε και ήρθε η στιγμή!

Στάθηκε κάμποσες στιγμές κοιτώντας τα παιδιά /μέσα στα μάτια τους βαθιά. Ήταν στητός σαν άγαλμα, ωχρός και σκοτεινός, ξερός σαν γουμαράγκαθο με φουσκωμένα στήθια, το πρόσωπό του πορφυρό, η όψη σοβαρή, άγρια και αυστηρή, το ντύσιμό του δε με τη στολή τον έφτιαχνε σωστό βασανιστή και στον περιβραχίονα είχε την νεκροκεφαλή.

(Απόσπασμα από το «Οι Σειρήνες της ξενιτιάς»