Του Sachs Jeffrey D., Καθηγητή Οικονομικών και διευθυντή του Earth Institute στο Πανεπιστήμιο Columbia

Είναι δύσκολο για τους διεθνείς παρατηρητές να αντιληφθούν την πολιτική παράλυση που μαστίζει τις ΗΠΑ και η οποία θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τη δυνατότητα της χώρας να επιλύσει τα εσωτερικά της προβλήματα και να συμβάλει στην επίλυση των διεθνών προβλημάτων. Η κρίση διακυβέρνησης με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η Αμερική είναι η χειρότερη στη σύγχρονη ιστορία της. Αναμένεται δε να επιδεινωθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια.

Οι δυσκολίες, που αντιμετωπίζει ο πρόεδρος Ομπάμα στο να περάσει το βασικό του πρόγραμμα, είτε πρόκειται για τις αλλαγές στο δημόσιο σύστημα υγείας, είτε για την αντιμετώπιση των κλιματικών είτε για τις μεταρρυθμίσεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα, δεν γίνονται εύκολα κατανοητές με την πρώτη ματιά.

Ο ίδιος είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, ενώ το Κόμμα των Δημοκρατικών, στο οποίο ανήκει, έχει τον έλεγχο της πλειοψηφίας και στα δύο σώματα του Κογκρέσου. Παρ’ όλο αυτά η ατζέντα του έχει «παγώσει» και ο ιδεολογικός διχασμός της χώρας βαθαίνει. Όπως προκύπτει από δημοσκοπήσεις, που διεξήχθησαν το Νοέμβριο, την πολιτική Ομπάμα εγκρίνει το 84% των Δημοκρατικών και μόλις το 18% των Ρεπουμπλικάνων.

Το 58% των Δημοκρατικών πιστεύει ότι η χώρα οδεύει προς τη σωστή κατεύθυνση έναντι ποσοστού 9% των Ρεπουμπλικάνων. Παράλληλα μόλις το 18% των Δημοκρατικών στηρίζει την αποστολή επιπλέον στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, ενώ 57% των Ρεπουμπλικάνων τάσσονται υπέρ της συγκεκριμένης απόφασης. Η πλειονότητα των Δημοκρατικών (60%) ζητεί μάλιστα να μειωθούν οι δυνάμεις στο Αφγανιστάν, ενώ μόλις το 26% των Ρεπουμπλικάνων επιθυμεί κάτι τέτοιο. Σε όλα αυτά τα ζητήματα οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως ανεξάρτητοι (ούτε Δημοκρατικοί, ούτε Ρεπουμπλικάνοι) εμφανίζονται εξίσου διχασμένοι. Οι τεράστιες αυτές διαφορές στις απόψεις των πολιτών οφείλονται εν μέρει στο γεγονός ότι η Αμερική εξελίσσεται ολοένα και περισσότερο σε μία κοινωνία της πόλωσης. Ο πολιτικός διχασμός ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς και ανάμεσα στις διαφορετικές εθνοτικές ομάδες (μη Ισπανόφωνοι λευκοί εναντίον Αφροαμερικανών και Ισπανοφώνων), ανάμεσα στις θρησκευτικές ομάδες, ανάμεσα στους γηγενείς και τους μετανάστες βαθαίνει. Η αμερικανική πολιτική σκηνή έχει γίνει «δηλητηριώδης» καθώς ενισχύεται η αντίληψη, ιδιαίτερα στο κομμάτι της άκρας δεξιάς, ότι η κυβερνητική πολιτική είναι ένας αγώνας «μηδενικού αθροίσματος» ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές και πολιτικές ομάδες. Επιπλέον η πολιτική διαδικασία αυτή καθεαυτή έχει πληγεί.

Η Γερουσία σήμερα λειτουργεί στη βάση του άτυπου κανόνα, ότι οι αντίπαλοι θα προσπαθήσουν να «σκοτώσουν» το νομοσχέδιο μέσω της λεγόμενης διαδικασίας της «κωλυσιεργίας», η οποία ουσιαστικά εμποδίζει το να φτάσει το νομοσχέδιο προς ψήφιση. Για να υπερκεράσουν το συγκεκριμένο εμπόδιο οι υποστηρικτές μίας πρωτοβουλίας θα πρέπει ουσιαστικά να εξασφαλίσουν το 60% των ψήφων και όχι απλή πλειοψηφία. Αυτό έχει αποδειχθεί αδύνατο σε μία σειρά από πολιτικές, όπως η υιοθέτηση δεσμευτικών κανόνων για τη μείωση των εκπομπών ρύπων. Μία εξίσου βαθειά κρίση πηγάζει από το ρόλο του «μεγάλου χρήματος» στην πολιτική.

Οι παρασκηνιακές πιέσεις από ισχυρές επιχειρήσεις κυριαρχούν στις διαπραγματεύσεις για την προώθηση των διαφόρων πολιτικών, από τις οποίες αποκλείονται οι πολίτες. Οι μεγαλύτεροι παίχτες, όπως η Wall Street, οι εταιρείες του κλάδου υγείας, η αμυντική βιομηχανία και ο τομέας του real estate, έχουν προκαλέσει σοβαρή ζημιά σης ΗΠΑ και την παγκόσμια οικονομία την τελευταία δεκαετία. Αρκετοί παρατηρητές βλέπουν τη δράση των λόμπι ως ένα είδος «νόμιμης διαφθοράς», το οποίο επιτρέπει να αλλάζουν χέρια τεράστια ποσά, συχνά στη μορφή χρηματοδότησης μίας πολιτικής εκστρατείας, με αντάλλαγμα συγκεκριμένες πολιτικές και ψήφους. Τέλος, η πολιτική παράλυση γύρω από το ζήτημα του κεντρικού προϋπολογισμού των ΗΠΑ ίσως να είναι ο παράγοντας, που διαδραματίζει το μεγαλύτερο ρόλο στην κρίση διακυβέρνησης.

Η αμερικανική κοινή γνώμη αντιτίθεται στην καταβολή υψηλότερων φόρων, παρόλο που τα σημερινά επίπεδα φορολόγησης (περίπου 18% του εθνικού εισοδήματος) δεν επαρκούν για τη χρηματοδότηση των βασικών λειτουργιών της κυβέρνησης. Το αποτέλεσμα είναι η αμερικανική κυβέρνηση να μην μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στην παροχή βασικών δημόσιων υπηρεσιών όπως είναι οι σύγχρονες υποδομές (σιδηροδρομικά δίκτυα υψηλής ταχύτητας βελτιωμένες πρακτικές διαχείρισης απορριμμάτων, ευρυζωνικά δίκτυα), στην προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ως μέσου αντιμετώπισης των κλιματικών αλλαγών, στην εξασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών σε όλα τα σχολεία της χώρας, στην ιατροφαρμακευτική κάλυψη των οικονομικά ασθενών.

Η ισχυρή αντίσταση στην υψηλότερη φορολογία, σε συνδυασμό με τον αυξανόμενο αριθμό επειγουσών αναγκών, έχει οδηγήσει σε διόγκωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και του δημόσιου χρέους σε επικίνδυνα υψηλά επίπεδα, φέτος το έλλειμμα του προϋπολογισμού κυμαίνεται κοντά στο 10% του ΑΕΠ- πολύ υψηλότερα από ό,τι σε άλλες χώρες με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα. O Ομπάμα μέχρι στιγμής φαίνεται να αδυνατεί να βρει λύση σε αυτό το δημοσιονομικό αδιέξοδο. Για να κερδίσει τις εκλογές του 2008 υποσχέθηκε να μην αυξήσει τη φορολογία σε νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα χαμηλότερο των 250.000 δολαρίων. Αυτή η δέσμευση, και η σχάση της κοινής γνώμης, η οποία οδήγησε τον Ομπάμα στο να την αναλάβει, εμποδίζουν την εφαρμογή λογικών πολιτικών. Υπάρχουν ελάχιστες «σπατάλες» μέσω της περιστολής των οποίων μπορούμε να μειώσουμε τις δημόσιες δαπάνες, ενώ αντιθέτως έχουμε πολλούς τομείς, στο οποίους είναι αναγκαία η αύξηση των δημόσιων δαπανών. Η επιβολή υψηλότερων φόρων στους πλουσίους, αν και απολύτως δικαιολογημένη, δεν επαρκεί σε καμία περίπτωση για την αντιμετώπιση της κρίσης του ελλείμματος. Στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ έχουν άμεση ανάγκη από έναν φόρο προστιθεμένης αξίας, ο οποίος χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Ευρώπη. Ωστόσο, ο ίδιος ο Ομπάμα απέκλεισε κατηγορηματικά την επιβολή ενός τέτοιου φόρου κατά την προεκλογική του εκστρατεία.

Οι παράγοντες αυτοί, που προκαλούν παράλυση στη χώρα, ενδέχεται να ενταθούν τα επόμενα χρόνια. Τα ελλείμματα του προϋπολογισμού ενδέχεται να συνεχίσουν να εμποδίζουν την ουσιαστική δράση σε μία σειρά από κρίσιμους τομείς. Ο διχασμός της κοινής γνώμης ως προς τους πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν ενδέχεται να συνεχίσει να εμποδίζει μία αποφασιστική αλλαγή της πολιτικής, όπως η απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τις δύο αυτές χώρες. Η επιθυμία των Ρεπουμπλικάνων να νικήσουν τους Δημοκρατικούς ενδέχεται να τους οδηγήσει στο να χρησιμοποιήσουν κάθε πιθανό ελιγμό για να μπλοκάρουν την ψήφιση νομοθετικών ρυθμίσεων. Για να βγούμε από αυτό το τέλμα απαιτείται μία μεγάλη αλλαγή πλεύσης.

Οι ΗΠΑ πρέπει να φύγουν από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, εξοικονομώντας έτσι περίπου 150 δισ. δολάρια ετησίως για άλλους σκοπούς αλλά και περιορίζοντας τις εντάσεις, που προκαλούνται από τη στρατιωτική κατοχή. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να αυξήσουν τη φορολογία, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν νέες πρωτοβουλίες, ιδιαίτερα στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, των κλιματικών αλλαγών, της εκπαίδευσης και της στήριξης των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων. Για να αποφύγει την πόλωση και την παράλυση στην αμερικανική πολιτική σκηνή, ο Ομπάμα θα πρέπει να κάνει περισσότερα για να διασφαλίσει ότι οι Αμερικανοί θα κατανοήσουν καλύτερα τον επείγοντα χαρακτήρα των αλλαγών, που έχει υποσχεθεί. Μόνο τέτοιες αλλαγές – συμπεριλαμβανομένης της μεταρρύθμισης των κανόνων, που ισχύουν για τη δράση των λόμπι – μπορούν να αποκαταστήσουν την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ναυτεμπορική στις 7/12/2009