Κυβέρνηση και αντιπολίτευση διασταυρώνουν τα ξίφη τους με σημείο διαφωνίας τον χρόνο παραμονής και την εξαίρεση ομάδων

Ρεκόρ συμμετοχής καταγράφεται στη δημόσια συζήτηση -διαβούλευση σχετικά με τους νέους όρους χορήγησης της ελληνικής ιθαγένειας στους μετανάστες. Χιλιάδες πολίτες διασταυρώνουν θέσεις και αντιθέσεις στον δικτυακό τόπο του opengov.gr, αλλά και στα περισσότερα ελληνικά sites και blogs με σημεία διαφωνίας από τον απαιτούμενο χρόνο (5ετής νόμιμη παραμονή) έως και την εξαίρεση ομάδων που δεν «συνάδουν με την ελληνική ταυτότητα».

Η κυβέρνηση δηλώνει αποφασισμένη να επιμείνει στο σχέδιο νόμου, το οποίο συγκεντρώνει μεν τα θετικά σχόλια των μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, ωστόσο και οι πιο απαισιόδοξοι κυβερνητικοί παράγοντες δεν ανέμεναν τόσα αρνητικά σχόλια πολιτών στο opengov.gr.

Πάντως αυτή η μεγάλη συζήτηση δεν είναι ούτε καινούργια ούτε αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Γαλλίας και της έντονης δημόσιας αντιπαράθεσης εκεί, μετά την έμπνευση Σαρκοζί να θέσει με αυστηρούς όρους ζήτημα περί γαλλικής εθνικής ταυτότητας. Εχοντας προεκλογικά υποσχεθεί την αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής στη Γαλλία, ο Σαρκοζί ίδρυσε αμέσως μετά τη νίκη του το υπουργείο Ταυτότητας και μεταναστευτικής πολιτικής. Ετσι ουσιαστικά επιχείρησε να συσπειρώσει τα ξενοφοβικά στοιχεία της γαλλικής κοινωνίας, αλλά και τους Γάλλους πολίτες που είχαν θορυβηθεί από τις εξεγέρσεις στα προάστια των μεγάλων πόλεων. Πάντως, περίπου τρία χρόνια μετά, η όλη συζήτηση δείχνει να ευνοεί περισσότερο το Εθνικό Μέτωπο του Λεπέν.

Στην Ελλάδα το ίδιο ζήτημα τίθεται ευθέως κυρίως από τα ακροδεξιά (αν και τελευταίως καταγράφεται και μια έντονα «εθνο-αριστερή» τάση) αλλά τόσο η κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση κρατούν σαφείς αποστάσεις.

Αυτό προκύπτει μεταξύ άλλων και από τα άρθρα που δημοσιεύει σήμερα η «Κ», του νυν αρμόδιου υπουργού κ. Γιάννη Ραγκούση και του πρώην υπουργού κ. Προκόπη Παυλόπουλου. Ο κ. Ραγκούσης προβάλλει την αναποτελεσματικότητα της μέχρι σήμερα μεταναστευτικής πολιτικής, αντίθετα ο κ. Παυλόπουλος υποστηρίζει πως με τις νέες διατάξεις υπάρχει σαφής κίνδυνος αύξησης των μεταναστευτικών ροών.

Ως πότε η Ελλάδα θα μπορεί να βαδίζει απερίσκεπτα;

Του Γιαννη Pαγκουση – Yπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης


Πριν από είκοσι περίπου χρόνια, η χώρα μας κατακλύσθηκε αιφνιδιαστικά από το πρώτο κύμα μεταναστών της μεταπολεμικής της ιστορίας. Χιλιάδες γείτονές μας από την Αλβανία, εκμεταλλευόμενοι την πολιτική συνόρων που είχε επιλέξει η τότε κυβέρνηση μπήκαν χωρίς την παραμικρή διατύπωση στην Ελλάδα.
Η απουσία μεταναστευτικής πολιτικής σε συνδυασμό με την ενδημική παραοικονομία κατέστησαν για χρόνια τη χώρα μας πόλο έλξης παρανόμως εργαζομένων.

Οι απόπειρες των προηγουμένων ετών να αντιμετωπίσουν την κατάσταση θέτοντας νέους κανόνες δεν απέδωσαν ουσιαστικά αποτελέσματα. Επεδίωκαν να αποκτήσουν έλεγχο της κατάστασης με μαζικές νομιμοποιήσεις-«σκούπα» όσων ζούσαν και εργάζονταν ήδη παράνομα στη χώρα. Την τακτική δε αυτή συνέχισε η προηγούμενη κυβέρνηση με δύο (2005 και 2007) μαζικές νομιμοποιήσεις που έγιναν αυτόματα και προσέθεσαν 150.000 νόμιμους μετανάστες στον ήδη υπάρχοντα πληθυσμό.

Μετά τις αυτόματες και μαζικές νομιμοποιήσεις, που υποχρέωσαν τα όργανα της Ε.Ε. στη συμπερίληψη της ρητής και αυστηρής αποδοκιμασίας τέτοιων επιλογών στο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Ασυλο, στη χώρα μας σήμερα ζουν και εργάζονται νόμιμα περισσότεροι από μισό εκατομμύριο μετανάστες. Πολλές χιλιάδες από αυτούς ζουν ανάμεσά μας και εργάζονται κανονικά για δέκα και περισσότερα χρόνια, έχουν κάνει οικογένεια εδώ, έχουν αποκτήσει στέγη και περιουσία, ανταποκρίνονται ως επί το πλείστον με τυπικότητα στις φορολογικές και ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις και στέλνουν τα παιδιά τους στο ελληνικό σχολείο μαρτυρώντας έτσι το ολοένα και βαθύτερο ρίζωμά τους στην Ελλάδα.

Για αυτούς τους ανθρώπους, με το σημερινό καθεστώς, όσα χρόνια κι αν περάσουν δουλεύοντας, κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να χάσουν την άδειά τους για τον ένα ή τον άλλο τυπικό λόγο, μεταπίπτοντας στην κατάσταση απόλυτου κοινωνικού αποκλεισμού που αντιμετωπίζει ένας αλλοδαπός που μόλις χθες εισήλθε παράνομα στη χώρα. Ακόμη χειρότερα, τα παιδιά τους μεγαλώνουν με την αγωνία ότι η ενηλικίωσή τους, θα σημάνει ενδεχομένως το πέρασμά τους στην παρανομία.

Ως πότε η Ελλάδα θα μπορεί να βαδίζει απερίσκεπτα; Ας αναλογιστούμε έστω μια στιγμή ποιες παραλυτικές συνέπειες έχει η παράταση της σημερινής κατάστασης στις ζωές όλων αυτών των ανθρώπων που συμβιώνουν νόμιμα, έντιμα και μακροχρόνια μαζί μας συμβάλλοντας στη γενική ευημερία του τόπου. Η απουσία ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο, μοιραία τους περιχαρακώνει σε άκαμπτες και εν δυνάμει επικίνδυνες αντιδράσεις. Ακόμη χειρότερα, όπως διαρκώς παρακολουθούμε και διεθνώς, η έλλειψη ελπίδας αφήνει στα παιδιά τους ένα κενό, που είναι θέμα χρόνου πότε θα το γεμίσει η πικρία και η οργή για αυτούς που τους στέρησαν την ελπίδα. Για πόσο άραγε θα στερούμε από τους ανθρώπους αυτούς τη δυνατότητα να έχουν λόγο στις αποφάσεις που παίρνουμε και τους αφορούν. Για πόσο ακόμη καιρό θα κρατάμε σε απόσταση τα παιδιά τους, που γεννήθηκαν και μεγαλώνουν μέσα στο ελληνικό σχολείο, με μόνες προοπτικές το κοινωνικό περιθώριο ή την επιστροφή σε έναν τόπο που θα τους είναι πια ξένος; Κυρίως όμως πώς μπορούμε εμείς να ελπίζουμε σε ένα μέλλον ανάπτυξης και ευημερίας για την Ελλάδα σε συνθήκες ομαλής και ασφαλούς συμβίωσης αν δεν συμπεριλάβουμε στο εθνικό μας σχέδιο όσους συμβάλλουν μαζί μας δυναμικά σε αυτό με τον μόχθο τους και την προσωπική τους συνεισφορά.

Ως το ευρωπαϊκό κράτος δικαίου που φιλοδοξεί να είναι, η Ελλάδα έχει την υποχρέωση απέναντι στους πολίτες της να εγγυάται τόσο την ασφάλεια των συνόρων όσο και την κοινωνική συνοχή. Γι’ αυτό και το κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο για τη μετανάστευση (πρόγραμμα Χάγης, πρόγραμμα Στοκχόλμης), πέραν της ασφάλειας των ευρωπαϊκών συνόρων, υποδεικνύει δεσμευτικά για τα κράτη μέλη ως θεμελιώδη προτεραιότητα και χρηματοδοτεί την εντατική προώθηση της κοινωνικής ένταξης των νομίμων μεταναστών. Τους προσανατολισμούς αυτούς του κοινού ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού επιδιώκει να υλοποιήσει με το μάτι στραμμένο στα εθνικά μας συμφέροντα και η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, που αποκλειστικά αφορά στους νόμιμους και μακροχρόνια διαμένοντες μετανάστες. Πρωτοβουλία που στην πραγματικότητα ενεργοποιεί προς όφελος της ελληνικής κοινωνίας τον δυναμισμό των μακροχρόνιων και νομίμων μεταναστών δίνοντάς τους με πειστικό αλλά συνετό τρόπο την ελπίδα για ισότιμη συμμετοχή στα κοινά με την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, από τους ίδιους μεν ύστερα από εξατομικευμένη, διεξοδική και όχι αυτόματη κρίση σχετικά με τον πραγματικό βαθμό ένταξής τους, από τα παιδιά τους δε από τη γέννησή τους, ώστε το ελληνικό σχολείο να τα διαπαιδαγωγήσει ανεμπόδιστα όπως κάθε ελληνόπουλο.

Μόνη άλλωστε η διασφάλιση της ελπίδας αυτής για όσους μετανάστες είναι νόμιμοι είναι σε θέση να καλύψει τα νώτα της χώρας μας στο εσωτερικό της ενώ αναλαμβάνει δυναμικά τον αγώνα κατά της λαθρομετανάστευσης. Γιατί δεν μπορείς να σφραγίσεις τα σύνορα στα δίκτυα των διακινητών αν δεν έχεις ξεκαθαρίσει με απόλυτο τρόπο ότι την ελπίδα και την προοπτική μπορείς να την προσφέρεις μόνον σε όσους ζουν εδώ με νόμιμη άδεια. Η καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης και η εγγύηση της ασφάλειας και της κοινωνικής συνοχής είναι εθνικοί στόχοι που οι νόμιμοι μετανάστες συμμερίζονται απολύτως μαζί μας.
Η μεμψιμοιρία, η καταστροφολογία και η αυτοπεριχαράκωση, ήταν πάντα για τον ελληνισμό συνταγή εθνικής ήττας. Αντίθετα οι στιγμές της πραγματικής εθνικής ανάπτυξης στάθηκαν οι στιγμές που ο ελληνισμός ανοίχτηκε στην οικουμένη, αγκαλιάζοντας, μπολιάζοντας και οδηγώντας σε μια νέα ενότητα για το μέλλον κοινής μοίρας ανθρώπους.

Νομοθετικές πρωτοβουλίες περιορισμένης ευθύνης

Του Προκοπη Παυλοπουλου – Bουλευτή – καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών


Χωρίς να έχει δώσει ούτε καν το στίγμα της πολιτικής της ως προς το μείζον, και πολλαπλώς ευαίσθητο, ζήτημα της κοινωνικής ένταξης των μεταναστών και πριν εκπληρώσει το στοιχειώδες δημοκρατικό χρέος ως προς την ψήφο των εκτός Επικρατείας Ελλήνων, που εκκρεμεί από την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 -θυμίζω ότι το ΠΑΣΟΚ, με δική του ευθύνη ή, ορθότερα, ανευθυνότητα, τους στέρησε αυτή τη δυνατότητα καταψηφίζοντας, με καταφανώς έωλα επιχειρήματα, το σχετικό σχέδιο νόμου της κυβέρνησης Καραμανλή- η κυβέρνηση Παπανδρέου ανέλαβε νομοθετική πρωτοβουλία για την «Πολιτική συμμετοχή ομογενών και αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα και μακροχρόνια στην Ελλάδα».
Και η απλή μόνον ανάγνωση των ρυθμίσεων που συγκροτούν αυτή την πρωτοβουλία αρκεί για να καταδείξει ότι, μέσα από μια εμφανή σύγχυση μεταξύ μεταναστευτικής πολιτικής και πολιτικής απόκτησης της ιθαγένειας, το ΠΑΣΟΚ -έχει, άλλωστε, και στο πρόσφατο παρελθόν δώσει τέτοια δείγματα πολιτικής ανευθυνότητας- θυσιάζει τόσο τα δικαιώματα αλλά και πραγματικά συμφέροντα των μεταναστών όσο και το κρίσιμο ζήτημα της ιθαγένειας στον βωμό των μικροκομματικών, ψηφοθηρικών του σκοπιμοτήτων.

Ι. Ολες οι χώρες που είναι εστίες υποδοχής μεγάλου αριθμού μεταναστών, ιδίως δε εκείνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, διακρίνουν σαφώς μεταξύ κανόνων απονομής της ιθαγένειας και πολιτικής, η οποία αποσκοπεί στην ομαλή κοινωνική ένταξη των μεταναστών. Αυτή τη διάκριση και προώθηση των αντιστοίχων επιλογών ακολούθησε και η χώρα μας μετά το 2004, αφού πριν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ είχαν πλήρως αδιαφορήσει για την κοινωνική ένταξη των μεταναστών και την αντιμετώπιση της μη νόμιμης μετανάστευσης. Συγκεκριμένα η κυβέρνηση Καραμανλή, πέραν του ότι πρωταγωνίστησε σε όλα τα ευρωπαϊκά fora ως προς τη διαμόρφωση και εφαρμογή της κοινής ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής και της πολιτικής αντιμετώπισης της παράνομης μετανάστευσης:

– Πρώτον, με τον σύγχρονο κώδικα περί ιθαγένειας (ν.3284/2004) καθιέρωσε -διευρύνοντας θεαματικά το προηγούμενο κανονιστικό πλαίσιο- δεκατρείς τρόπους απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας.
– Δεύτερον, κάλυψε ταχύτατα το κενό του ΠΑΣΟΚ ως προς την ομαλή και δίκαιη κοινωνική ένταξη των μεταναστών και ως προς την συνακόλουθη προσαρμογή μας στους κανόνες του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου. Κύριοι άξονες αυτής της πολιτικής υπήρξαν η πλήρης και χωρίς προϋποθέσεις πρόσβαση όλων στο ΕΣΥ και των ανηλίκων, επιπροσθέτως, στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, η ενίσχυση της οικογενειακής επανένωσης και, πρωτίστως, η οργάνωση του καθεστώτος των επί μακρόν διαμενόντων, για τους οποίους υπήρχε η δέσμευση αναγνώρισης και πολιτικών δικαιωμάτων, με τη συμμετοχή τους στις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς επιτρέπει το Σύνταγμά μας.

ΙΙ. Οπως ήδη επισημάνθηκε, η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης Παπανδρέου συγχέει, ανεύθυνα, την ένταξη των μεταναστών με την αλόγιστη διεύρυνση των προϋποθέσεων απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας.
Το κυριότερο σημείο σύγχυσης συνιστά η μείωση των δέκα χρόνων νόμιμης παραμονής που απαιτούνται σήμερα, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, για να γίνει κάποιος Ελληνας, σε πέντε. Αρα ταυτίζεται, ουσιαστικά, το χρονικό διάστημα για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας με το χρόνο παραμονής που απαιτείται για να υπαχθεί ο μετανάστης στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος! Ετσι, λοιπόν, και εφόσον ψηφισθεί μια τέτοια ρύθμιση, γιατί ένας μετανάστης να ζητήσει την υπαγωγή του στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, προκειμένου να ενταχθεί πλήρως στην κοινωνία μας και να μην προσπαθήσει -με λιγότερες, μάλιστα, προϋποθέσεις- ν’ αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, ασχέτως αν στο βάθος δεν τον έλκει, διόλου μάλιστα, η ουσιαστική ιδιότητα του Ελληνα πολίτη; Κατ’ αποτέλεσμα, δηλαδή, η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία οδηγεί στη δημιουργία Ελλήνων από αμηχανία και βιοποριστική σκοπιμότητα!

ΙΙΙ. Και μια τελευταία επισήμανση: Ορισμένοι υποστηρικτές της νομοθετικής αυτής πρωτοβουλίας επικαλούνται και προβάλλουν τα δεδομένα άλλων χωρών, πρωτίστως δε κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ως προς τους κανόνες περί ιθαγένειας. Πέραν όμως του ότι η επίκλησή τους είναι επιλεκτική -αφού, απ’ όσο μπορώ να γνωρίζω, καμία από τις χώρες, στις οποίες αναφέρονται, δεν έχει υιοθετήσει συνολικά το πλέγμα προϋποθέσεων που η κυβέρνηση Παπανδρέου προτείνει σήμερα- αγνοούν μια βασική παράμετρο, στην οποία ήδη έγινε αναφορά: Οταν μια χώρα, όπως η Ελλάδα, είναι τέτοιας έκτασης πύλη εισόδου μη νόμιμων μεταναστών, είναι αδιανόητο να την συγκρίνουν με την έννομη τάξη περί ιθαγένειας που υιοθετούν κράτη, τα οποία όχι μόνο δεν παρουσιάζουν αυτή την ιδιομορφία, αλλά έχουν την πολυτέλεια να κάνουν ακόμη και επιλογή των μεταναστών που περνούν τα σύνορά τους. Και η άγνοιά τους αυτή δεν θα ήταν άξια σχολιασμού και κριτικής, αν δεν περιέκλειε τον άμεσο και ορατό κίνδυνο η χώρα μας να καταστεί, ακόμη περισσότερο και σ’ αντίθεση με την προσπάθεια που καταβάλλεται εδώ και έξι χρόνια, πόλος έλξης μη νόμιμων μεταναστών και, ιδίως, προνομιακό πεδίο δράσης των σύγχρονων δουλεμπόρων.
Κλείνω το σημείωμα αυτό ενδίδοντας στον πειρασμό ν’ απαντήσω σε κάποιους -γνώριμους και από άλλες, παρεμφερείς, αντιπαραθέσεις- εκπροσώπους του νεόκοπου και μονοπωλιακού «προοδευτισμού», οι οποίοι δεν διστάζουν ν’ αναρτούν, σ’ εκείνους που «τολμούν» ν’ αμφισβητήσουν την «αυθεντία» τους, «ταμπέλες» ακροδεξιών ή και ρατσιστικών ακόμη τάσεων. Και η απάντηση σ’ αυτή τη νοοτροπία τους μόνο με κάποια δόση χιούμορ μπορεί να δοθεί. Δανείζομαι, λοιπόν, τη ρήση του μεγάλου τενόρου Τζουζέπε ντι Στέφανο, σύμφωνα με την οποία «δεν έχω ανάγκη από συμβουλές, για λάθη που μπορώ να κάνω μόνος μου».