του Παύλου Νεράντζη, 

Η μαγκιά μετράει στη χώρα μας. Πουλάει ιδίως τη νύχτα. Το βλέπεις παντού. Στους δρόμους, στις «πόρτες» των μαγαζιών, στα σοκάκια. Βέβαια ο Μάγκας της Πηνελόπης Δέλτα δεν έχει καμία σχέση με το μάγκα, τον άνδρα  τον πολλά βαρύ. Τον λαϊκό τύπο που χαρακτηρίζεται από υπερβολική αυτοπεποίθηση, από έπαρση, από το ντύσιμο, το λεξιλόγιο και τον τόνο της φωνής του που δεν σηκώνει αντίρρηση. Ο μάγκας έχει περισσότερο σχέση με τον άτακτο πολεμιστή και τον ανδραποδοκάπηλο, το σωματέμπορο, όπως αναφέρουν  τα λεξικά.

Ο μάγκας είναι παλληκαράς με τα ούλα του, δεν κολώνει με τίποτε ακόμη κι αν χρειαστεί να πάει φυλακή.  Αν ρωτήσεις ψυχολόγους θα σου πουν ότι συνήθως οι τύποι αυτοί έχουν παιδικά τραύματα, ότι τους έδερνε ο πατέρας τους, ότι τους εγκατέλειψε η μητέρα τους. Έστω κι αν η Ελλάδα είναι χώρα που η οικογένεια έχει παράδοση.

Ο σύγχρονος μάγκας γουστάρει, συνήθως κάνει body building, θέλει να είναι ωραίος κι ας είναι άσχημος, απαίδευτος. Ο μάγκας δεν χρησιμοποιεί πολλές λέξεις, αλλά αυτά που λέει δεν σηκώνουν αντίρρηση. Είναι σταράτα. Κι αν κανείς τολμήσει να του πει κάτι που «δεν του πάει», βγάζει κι ένα μαχαίρι αν λάχει. Ή το κουμπούρι για να καθαρίσει βρε αδελφέ.

Έτσι έγινε και εκείνο το βράδυ, καλοκαίρι του 2008, στη Μύκονο της γκλαμουριάς. Το παλικάρι, όμως, που είχε έρθει από την Αυστραλία για να περάσει μερικές μέρες και …νύχτες στην όμορφη Ελλάδα δεν είχε μάθει για το μάγκα. Πήγε να μπει σε κέντρο διασκέδασης, αλλά δεν άρεσε στο φουσκωτό μάγκα. Η πόρτα, ή καλύτερα η «ντουλάπα» μπροστά του, του ΄κλεισε το δρόμο. Και χωρίς πολλά λόγια έστειλε το νεαρό στον άλλο κόσμο. Για το «έτσι ρε γαμώτο». Περίσσεψε η υποκρισία όσων δήθεν εξεπλάγησαν από το έγκλημα. Αυτών που εκτρέφουν τη μαγκιά, τη γκλαμουριά. Αυτών που τη θαυμάζουν. Γιατί οι μάγκες έχουν θαυμαστές και πολλές θαυμάστριες.

Στη δίκη προχθές, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Μυτιλήνης, ο μάγκας κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Αλλά δεν έδειχνε να κολώνει. Αλλοίμονο. Και το δικαστήριο που θαύμασε (;) την αντροσύνη του, μετέτρεψε την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε θανατηφόρες σωματικές βλάβες. Προφανώς γιατί ο μάγκας δεν σκοτώνει από πρόθεση. Εσείς, αλήθεια, ξέρετε κάποιον που σκοτώνει από πρόθεση; Όλοι οι φονιάδες έχουν κάποια δικαιολογία. Κάποιο κίνητρο. Ακόμη και αυτοί που κάνουν εγκλήματα εκ προμελέτης. Και το κίνητρο του μάγκα ήταν σαφές: «Δεν περνάς, γιατί εγώ είμαι ο νόμος. Αλλιώς την έχεις βάψει».

Τι κι αν ο μάγκας, κατά κόσμον Μάριος Αντωνόπουλος, ήξερε, ΕΙΧΕ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ότι είχε μπροστά του ένα άβγαλτο Αυστραλάκι! Αυτό δεν μέτρησε στην απόφαση του αξιότιμου δικαστηρίου. Το οποίο επέβαλε 22,5 χρονάκια φυλακή, που με την έφεση, τον εγκλεισμό σε αγροτικές φυλακές και την καλή διαγωγή θα φέρουν σύντομα πάλι τον μάγκα ανάμεσά μας. Άλλωστε οι συν αυτώ μάγκες, που κάθισαν επίσης στο εδώλιο του κατηγορουμένου, παρότι καταδικάστηκαν σε οκτώ και εφτάμισι χρόνια, αφέθηκαν ΗΔΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ, διότι το δικαστήριο δέχθηκε η έφεσή τους να έχει ανασταλτικό χαρακτήρα. Πλήρωσαν δέκα χιλιάρικα και βγήκαν. Έτσι απλά.  

Τι κι αν φώναζαν οι άμοιροι γονείς του Ντουζόν Ζαμίτ ότι η απόφαση είναι άδικη. Ότι καταδικάστηκαν να ζουν ισόβια χωρίς το μονάκριβο παλικάρι τους. Τι κι αν το λαϊκό αίσθημα αγανακτεί. Τι κι αν οι συνήγοροι υπεράσπισης, που πληρώθηκαν αδρά, δεν έκρυβαν τη χαρά τους. Σημασία έχει να απονεμηθεί Δικαιοσύνη. Έστω κι αν αυτή η δικαιοσύνη είναι του …μάγκα.

Λέτε τώρα να γίνουν τα ίδια και στη δίκη της Άμφισσας για τον άδικο χαμό του Αλέξη. Ο Επαμεινώνδας Κορκονέας δεν έκανε μήπως τα ίδια; Αυτός ο μάγκας μπάτσος δεν ήξερε τη στιγμή που σημάδευε με το υπηρεσιακό του όπλο ότι είχε μπροστά του ένα παιδί; Εκτός κι αν διαφορετικά μετρά στην απόφαση των δικαστηρίων ο χαμός ενός Αυστραλού κι ενός Ελληνόπουλου από χέρι μάγκα.

 Απάντηση σε σχόλιο αναγνώστη

Το σχόλιό μου αναφέρεται πρωτίστως στη νοοτροπία του μάγκα, που χαρακτηρίζει πολλούς εξ ημών και ενδεχομένως κάποιους από τους ενόρκους του δικαστηρίου, το οποίο επέβαλε την ποινή. Η Δικαιοσύνη πρέπει να είναι τυφλή που σημαίνει ότι πρέπει να αξιολογεί πρωτίστως την τέλεση της αξιόποινης πράξης και δευτερευόντως το ποιόν του κατηγορουμένου. Η Δικαιοσύνη είναι τυφλή, αλλά δεν απονέμεται στα τυφλά. Προφανώς οι δικαστές δεν πρέπει να επηρεάζονται από το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά αναμφισβήτητα και το λαϊκό αίσθημα έχει το δικό του ειδικό βάρος. Άλλωστε θα συμφωνήσετε ότι το γράμμα του νόμου στη χώρα μας είναι αντιφατικό και συχνά αρκετά ελαστικό, καθώς ερμηνεύεται κατά το δοκούν. Τέλος, όπως μας θυμίζει ο Σωτήρης Ξενάκης, «και οι κρίνοντες κρίνονται» που ΄λεγε ο Γέρος της Δημοκρατίας.