Η Δικαιοσύνη αποτελεί εκ νέου εδώ και αρκετές εβδομάδες το πεδίο αντιπαραθέσεως μεταξύ της τουρκικής κυβερνήσεως και του στρατογραφειοκρατικού κατεστημένου.

Η ένταση που προκάλεσαν οι συλλήψεις ανωτέρων και ανωτάτων αξιωματικών στο πλαίσιο της ανακρίσεως για την υπόθεση «Βαριοπούλα» (Balyoz) συνοδεύθηκε από διαδοχικές οξείες αντιπαραθέσεις μεταξύ της κυβερνήσεως του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων. Πέραν των δικαστικών εξελίξεων, αφορμή έδωσε και η υποβολή από την κυβέρνηση σχεδίου αναθεωρήσεως του Συντάγματος το οποίο –μεταξύ άλλων– περιορίζει τη δυνατότητα δικαστικής απαγορεύσεως πολιτικών κομμάτων, αλλά και τη διοικητική αυτοτέλεια των ανωτάτων δικαστηρίων.

Η παρούσα κατανομή εδρών στην τουρκική Βουλή καθιστά, ωστόσο, μάλλον ανέφικτη την αναθεώρηση του Συντάγματος απευθείας από τη Βουλή. Για την αναθεώρηση απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων, δηλαδή 367 από τους 550 βουλευτές. Το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) ελέγχει 336 έδρες, ενώ τα δύο κόμματα της μείζονος αντιπολιτεύσεως, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) και το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσεως (MHP) δεν θα συνηγορούσαν σε αναθεώρηση του Συντάγματος επί το δημοκρατικότερον. Αν υπήρχε μία περίπτωση αναθεωρήσεως του Συντάγματος με τη συνεργασία των 21 βουλευτών του κουρδικού Κόμματος Δημοκρατικής Κοινωνίας (DTP) και μερικών ανεξαρτήτων, αυτή δυσχεράνθηκε πολύ με την απαγόρευση του κόμματος και την έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα δύο ηγετικών στελεχών του, η οποία και μείωσε την κοινοβουλευτική του δύναμη.

Ωστόσο το κυβερνών κόμμα διαθέτει την πλειοψηφία των τριών πέμπτων (330 έδρες) η οποία απαιτείται για να υποβάλει τις προτεινόμενες συνταγματικές αλλαγές σε δημοψήφισμα. Με την πρόκληση δημοψηφίσματος η κυβέρνηση Ερντογάν επιδιώκει να μεταφέρει την αντιπαράθεση στο πεδίο στο οποίο διαθέτει το συγκριτικό πλεονέκτημα, τη λαϊκή ετυμηγορία.

Εν τω μεταξύ, διατηρείται και η φημολογία περί πιθανής νέας δικαστικής διώξεως εναντίον του κυβερνώντος κόμματος.

Ας μην ξεχνά κανείς ότι βάσει και της προηγουμένης αποφάσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου του Ιουλίου 2008, το ΑΚΡ δεν είχε αθωωθεί. Το δικαστήριο είχε υιοθετήσει την άποψη του κατηγορητηρίου ότι το κόμμα είχε μετατραπεί σε «κέντρο υπονομεύσεως του κοσμικού χαρακτήρος του τουρκικού κράτους». Αντί να απαγορεύσει όμως το κόμμα, αρκέσθηκε στην έκδοση γραπτής προειδοποιήσεως, η οποία επικρέμαται έκτοτε ως δαμόκλειος σπάθη. Αν η δίωξη τελικώς ασκηθεί, είναι εξαιρετικώς πιθανή η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Και κατά τούτο, η κίνηση της διαδικασίας αναθεωρήσεως του τουρκικού Συντάγματος δεν είναι τυχαία. Κινούμενος πριν από την άσκηση διώξεως εναντίον του κόμματός του, ο πρωθυπουργός Ερντογάν μπορεί να ισχυρισθεί ότι η πρόταση αναθεωρήσεως δεν γίνεται απλώς για τη σωτηρία του ΑΚΡ.

Μετά τη συντριπτική νίκη του Ιουλίου 2007, το ΑΚΡ είχε την ευκαιρία να προβεί σε ριζική αναθεώρηση του Συντάγματος. Ενώ το σχέδιο ενός νέου δημοκρατικού Συντάγματος είχε εκπονηθεί, η κυβέρνηση Ερντογάν προτίμησε να παραπέμψει το ζήτημα στις ελληνικές καλένδες, επιδιώκοντας συμβιβασμό με τη στρατογραφειοκρατία. Αν είχε γίνει αυτή η αναθεώρηση –μέσω της Βουλής ή δημοψηφίσματος– θα ήταν σήμερα αδύνατη η άσκηση νέας διώξεως εναντίον του ΑΚΡ. Επιπλέον, η αναβολή αυτή έθεσε σε αμφισβήτηση το ηθικό πλεονέκτημα του κυβερνώντος κόμματος έναντι του κατεστημένου.

Για πολλούς Τούρκους δημοκράτες, ο εκδημοκρατισμός του τουρκικού πολιτικού συστήματος δεν φαίνεται πλέον να αποτελεί στρατηγική επιλογή του ΑΚΡ. Αντίθετα, φαντάζει μάλλον ως «σημαία ευκαιρίας», η οποία υψώνεται οποτεδήποτε το κυβερνών κόμμα δέχεται επίθεση από το στρατογραφειοκρατικό κατεστημένο. Η αναθεώρηση των διατάξεων του Συντάγματος, που επιτρέπουν τη δικαστική επικυριαρχία στην πολιτική ζωή, αποτελεί ευπρόσδεκτη και αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας.

* Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός Συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.

kathimerini.gr