Από την Κρήτη στις ΗΠΑ
Έτσι κι αλλιώς, ο Λούης Τίκας αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στους συμπατριώτες του: μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ’ οποιονδήποτε άλλον, και έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών του που δεν ήξεραν πώς να φερθούν στο ταχυδρομείο και στην τράπεζα.
Ήταν τζέντλεμαν: οι φωτογραφίες της συλλογής Ντολντ, που υπάρχουν στην πολιτειακή βιβλιοθήκη του Ντένβερ, δείχνουν έναν Αμερικανό πολίτη χωρίς μουστάκι – κάτι ασυνήθιστο για την κρητική κοινότητα – που δεν θα ξεχώριζε από έναν ντόπιο.
Ο θάνατος του Τίκα
Ο Τίκας με απαράμιλλο θάρρος, ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ (Karl Linderfeld) κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο. Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ευθύς αμέσως εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως εναντίον οτιδήποτε κουνιόταν. Έδιωξαν τους απεργούς, σκότωσαν 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών ως 11 ετών, και έκαψαν τις σκηνές τους. Όταν οι απεργοί ξαναμπήκαν μερικές ημέρες αργότερα στον καταυλισμό βρήκαν το πτώμα του Τίκα. Η κηδεία του έγινε στις 27 Απριλίου και τη νεκρώσιμη πομπή ακολούθησαν χιλιάδες εργάτες.
Ο απόηχος της θυσίας
Μετά τη σφαγή στο Λάντλοου, οι συγκρούσεις των εργατών με την εθνοφρουρά σε όλη την Πολιτεία του Κολοράντο έλαβαν τεράστιες διαστάσεις. Τα συνδικάτα κάλεσαν τους εργάτες να εξοπλιστούν με «όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά που μπορούσαν να αποκτήσουν νόμιμα» και άρχισε πραγματικός ανταρτοπόλεμος ανάμεσα στην εθνοφρουρά και στα συνδικάτα που διήρκεσε δέκα ημέρες. Στο περιοδικό «The Masses» ο αρθρογράφος Μαξ Ίστμαν δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο Ταξικός πόλεμος στο Κολοράντο. Το συνόδευε η εικονογράφηση του επίσης γνωστού ζωγράφου Τζον Φρεντς Σλόαν.
Οι συγκρούσεις τερματίστηκαν μόνον όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντρο Γουίλσον έστειλε μονάδες του ομοσπονδιακού στρατού στην περιοχή. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, σκοτώθηκαν συνολικά 69 άτομα. Στον θλιβερό απολογισμό θα πρέπει να προσθέσουμε και τα εξής: 400 απεργοί συνελήφθησαν, 332 από αυτούς παραπέμφθηκαν για φόνο και μόνο ένας, ο Τζον Λόουσον, καταδικάστηκε αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο αργότερα τον αθώωσε. Από την εθνοφρουρά παραπέμφθηκαν 22 άτομα – ανάμεσά τους και δέκα αξιωματικοί – και σε μια παρωδία δίκης, που ως τέτοια διδάσκεται σήμερα σε διάφορες πανεπιστημιακές σχολές, αθωώθηκαν όλοι, πλην του λοχαγού Λίντερφελντ, ο οποίος δολοφόνησε τον Τίκα. Όμως, η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν απλή πειθαρχική επίπληξη.
Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα γεγονότα του Λάντλοου, διάφοροι μεταρρυθμιστές και σοσιαλιστές οργάνωσαν πικετοφορίες σ’ όλη τη χώρα. Ο συγγραφέας Άπτον Σίνκλαιρ (που αργότερα έγραψε το μυθιστόρημα «King Coal») στήθηκε επί μέρες έξω από τα γραφεία του Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη σε σιωπηλή διαδήλωση.
Στο Σικάγο πραγματοποιήθηκε μεγάλη διαδήλωση με πρωτοβουλία της εφημερίδας “Masses”. Ο Σίνκλαιρ και ο προοδευτικός δικαστής του Ντένβερ, Μπ. Μπ. Λίντσεϊ, ταξίδεψαν μαζί με γυναίκες απεργών σ’ όλη την Αμερική μιλώντας σε συγκεντρώσεις για την σφαγή του Λάντλοου.
Η μνήμη του Τίκα
Το χρονικό της απεργίας δεν γράφτηκε ποτέ. Είχε σχεδόν ξεχαστεί, ώσπου το 1944 ο τραγουδιστής Γούντι Γκάθρι έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre». Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60.
Ο ποιητής Ντέιβιντ Μέισον έγραψε ένα ποιητικό μυθιστόρημα 4.800 στίχων με τίτλο: “Ποιος ήταν ο Λούης Τίκας”, όπου περιγράφεται η ζωή του Έλληνα πρωταγωνιστή του αμερικανικού εργατικού κινήματος.
Τη ζωή του Τίκα επανέφερε στο προσκήνιο ο ελληνοαμερικανός συγγραφέας Ζήσης Παπανικόλας το 1991 γράφοντας τη βιογραφία του σε ένα βιβλίο.
Επίσης, το 2001 ο Αμερικανός τραγουδοποιός Φρανκ Μάνινγκ (Frank Manning) στηριγμένος στις αναμνήσεις του παππού του που συμμετείχε στην απεργία του Λάντλοου, έγραψε το τραγούδι «Λούης Τίκας», που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό «Γούντι Γκάθρι». Το τραγούδησε στις ετήσιες εκδηλώσεις που διοργανώνονται στο Λάντλοου από την Ένωση Ανθρακωρύχων και το 2007 το τραγούδησε και στην Ελλάδα.
Σήμερα το Λάντλοου είναι μια πόλη-φάντασμα.
Αντιθέτως, η εικόνα που συγκράτησαν οι Αμερικανοί από τον Τζόν Ροκφέλερ, ήταν η ζηλευτή φιγούρα ενός πάμπλουτου ψηλού καλοστεκούμενου γέροντα που φορούσε πάντα παντελόνι τού γκόλφ. Όπως έδειχναν τα προπαγανδιστικά πλάνα τού πρώιμου κινηματογράφου και τών επικαίρων, είχε πάντα τις τσέπες του γεμάτες ψιλά. Κάθε φορά που τον πλησίαζε ένα παιδάκι, τού έδινε πέντε σεντς για να πάρει καραμέλες κι όταν έβρισκε μπροστά του κάποιον φτωχό, του άδειαζε τα λεφτά στη χούφτα για να αγοράσει φαγητό. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος…
Στον χώρο της σφαγής, στην περιοχή Τρίνινταντ, έχει στηθεί μεγαλόπρεπες μνημείο από γρανίτη στη μνήμη των θυμάτων. Εκεί υπάρχει και ο τάφος του γενναίου Λούη Τίκα.
Στο Ρέθυμνο, τόπος καταγωγής του, προς τιμήν του, υπάρχει οδός Ηλία Σπαντιδάκη.