του Γ. Μαρίνου
Επί χρόνια προειδοποιούσαμε με επιμονή και αναμφισβήτητα στοιχεία για το δημοσιονομικό αδιέξοδο στο οποίο μας οδηγούσαν οι κυβερνήσεις της τελευταίας 30ετίας· υπό την πίεση και των κομματοκρατούμενων συνδικάτων του δημόσιου τομέα και του διαβρωτικού και παραπλανητικού λαϊκισμού των κομμάτων της Αριστεράς, που στην καλύτερη περίπτωση ψηφοθηρούν για να μην κλείσει το μαγαζί τους, ενώ προσβλέπουν πάντα και στη βίαιη κατάληψη της εξουσίας, σε ανταγωνισμό με τους αναρχικούς.
Τα δανεικά θα μας δοθούν για να εξοφλήσουμε τα ληξιπρόθεσμα προηγούμενα δάνεια, ώστε να μην κηρύξουμε παύση πληρωμών και χάσουν τα λεφτά τους όσοι μας δάνεισαν και να διασωθούν και οι τράπεζες, ώστε να μη χάσομε κι εμείς τις καταθέσεις μας.
Ομως για να περιοριστεί το δημόσιο χρέος και συνεπώς η ανάγκη για νέα υπέρογκα δάνεια, προϋπόθεση είναι η εξάλειψη των δημοσίων ελλειμμάτων. Και αυτό μόνο με δραματικές περικοπές κρατικών δαπανών και περιορισμό του στρατού των κρατικοδίαιτων υπαλλήλων και της διεφθαρμένης γραφειοκρατίας μπορεί να επιτευχθεί. Αυτό όμως συνεπάγεται περαιτέρω αύξηση της ανεργίας, συρρίκνωση της κατανάλωσης και συνεπώς στέγνωμα της αγοράς και αλυσιδωτό κλείσιμο επιχειρήσεων, κυρίως μικρομεσαίων, που είναι ήδη επίσης καταχρεωμένες και συχνά δεν πληρώνουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Νέες θέσεις εργασίας και τόνωση της αγοράς μπορούν να προέλθουν μόνο από ιδιωτικές επενδύσεις, ελληνικές και ξένες (και τις κοινοτικές επιδοτήσεις), σε τομείς όπου ακόμα η χώρα μας διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα διεθνώς. Δύο είναι κυρίως οι τομείς στους οποίους διαθέτομε σήμερα τέτοιες δυνατότητες: ο τουρισμός και η εμπορική ναυτιλία. Αντί όμως να ρίξομε το βάρος μας, κυβερνώντες, πολιτικά κόμματα, συνδικαλιστές και ΜΜΕ, για να στηρίξομε ακόμα και με προνομιακή μεταχείριση εκείνους τους Ελληνες και ξένους που προσφέρονται ακόμα να συντηρούν και να αναπτύσσουν αυτές τις δύο πηγές πλούτου και απασχόλησης, λες και με μυστική συμφωνία βαλθήκαμε να τους διαλύσουμε.