Του Επισμηναγού (Ι) ε.α. Γεωρ. Β. Κασσαβέτη Δ/ντος Συμβούλου Ε.Α.Α.Α. 

Είμαστε νέοι και γεράσαμε με τα σούρτα-φέρτα στην Τουρκία για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Και το περίεργο είναι, ότι παρά την ενδοτικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων τα μέτρα συμφωνούνται αλλά ποτέ δεν εφαρμοζονταί. Αντίθετα μάλιστα, όσο η «καλή θέληση» εκ μέρους μας αυξάνεται, τόσο η πιθανότητα της εφαρμογής των μέτρων εμπιστοσύνης απομακρύνεται και τόσο ο κατάλογος των τουρκικών διεκδικήσεων αυξάνει.

Μέχρι το 1972 η μοναδική διαφορά μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ήταν το Κυπριακό πρόβλημα. Δυστυχώς οι εγγενείς αδυναμίες, οι οποίες υπήρχαν στις θνησιγενείς συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, σε συνδυασμό με την αυταρχικότητα και την υπέρμετρη φιλοδοξία του Μακαρίου οδήγησαν τη λειτουργία του Κυπριακού κράτους σε αδιέξοδο. Με τη δημοσίευση του χάρτου των περιοχών του Αιγαίου, τις οποίες η Τουρκία είχε εντάξει στην τουρκική υφαλοκρηπίδα, στην τουρκική εφημερίδα της Κυβερνήσεως το 1973 δημιουργείται αυτομάτως η δεύτερη μεγάλη ελληνο-τουρκική διαφορά, ήτοι η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Και ο κατάλογος των ελληνο-τουρκικών προβλημάτων της πρώτης φάσεως ολοκληρώνεται με τη συνέντευξη του τότε τούρκου πρωθυπουργού Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ στη Γαλλική «Μοντ» την 19.5.1975.

Από εκείνη τη συνέντευξη πληροφορούμεθα για πρώτη φορά, ότι πλην του Κυπριακού και της Υφαλοκρηπίδος, υπάρχει το πρόβλημα του Εναερίου χώρου του Αιγαίου και το πρόβλημα «των νησιών του Αιγαίου, τα οποία – κατά τον Ντεμιρέλ – δεν ανήκαν ποτέ στην Ελλάδα προ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και δόθηκαν στην Ελλάδα με τις συνθήκες του 1923 και 1947, αλλά υπό τον όρον να μην στρατικοποιηθούν». Τέλος στο νέο μακρύ κατάλογο των ελληνο-τουρκικών διαφορών μπαίνει από τον Ντεμιρέλ το πρόβλημα «των 150.000 «Τούρκων» της Δυτικής Θράκης, οι οποίοι τυγχάνουν κακής μεταχειρίσεως» και το θέμα «των χωρικών υδάτων, των οποίων δεν θα επιτρέψουμε την επέκταση στα 12 μίλια».

Το θέμα όμως δεν σταμάτησε εκεί. Με την πάροδο των ετών και τις αδυναμίες της εξωτερικής μας πολιτικής στον ήδη μακρύ κατάλογο των ελληνο-τουρκικών διαφορών προστίθενται και τα προβλήματα των Γκρίζων Ζωνών, του Πατριαρχείου και της Ιερατικής Σχολής της Χάλκης, της Ερεύνης και Διασώσεως και της Λαθρομετανάστευσης. Τι Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης όμως μπορούν να επιτευχθούν, όταν ακόμη και στην τελευταία επίσκεψη του αναπληρωτού Υπουργού Εξωτερικών κ. Δρούτσα στην Άγκυρα ο μεν Έλληνας υπουργός διαβεβαιώνει τον Τούρκο ομόλογό του κ. Νταβούτογλου, ότι για τη χώρα μας η μόνη διαφορά με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα, ο δε τούρκος υπουργός απαντά «μακάρι να μας χώριζε μόνο η υφαλοκρηπίδα»;

Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία, ότι ο χαρισματικός Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών κ. Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος κατά το αμερικανικό περιοδικό «Foreign Affairs» έχει ανακηρυχθεί ως ένας εκ των τεσσάρων Κίσσινγκερ του κόσμου», έχει εγκαινιάσει τη «στρατηγική του μεγάλου βάθους», η οποία στηρίζεται σε έξι αρχές, οι οποίες σε γενικές γραμμές δεν είναι τίποτε περισσότερο από τις αρχές του «Νεο-Οθωμανισμού», ήτοι επίτευξη ισορροπίας μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας, μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες, συμπληρωματικότητα με τους Διεθνείς Οργανισμούς και αυξημένη εμπλοκή στις προσπάθειες επίλυσης περιφερειακών και παγκοσμίων προβλημάτων.

Βέβαια, όσο καινοτόμος κι αν είναι η εξωτερική πολιτική του Τούρκου «Κίσσινγκερ» ο κ. Νταβούτογλου έχει κρατήσει το κύριο και διαχρονικό γνώρισμα της πάγιας εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, το χαρακτηριστικό της διγλωσσίας. Ήτοι, άλλο τι λέμε και άλλο τι κάνουμε. Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της στρατηγικής της η Τουρκία από το ένα μέρος δείχνει την ακλόνητη θέλησή της να λύσει ειρηνικά τα προβλήματά της με τους γείτονες κι απ’ την άλλη αφ’ ενός μεν μακραίνει συνεχώς τον κατάλογο των διεκδικήσεών της, αφ’ ετέρου δε γράφει στα παλιά της υποδήματα τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο.

Στα πλαίσια λοιπόν της αμφισβητήσεως των πάντων και της περιφρονήσεως της διεθνούς εννόμου τάξεως, η Τουρκία κλιμακώνει συνεχώς τις προκλήσεις της, προκειμένου να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα και να προωθήσει τις διεκδικήσεις της. Έτσι τα τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη παραβαίνουν συνεχώς τους κανόνες εναερίου κυκλοφορίας αρνούμενα να υποβάλλουν σχέδιο πτήσεως, όταν πετούν στο ελληνικό FIR, κι ακόμη παραβιάζουν τον εθνικό εναέριο χώρο πετώντας, όχι μόνο επάνω από το Αγαθονήσι, το Φαρμακονήσι και τους Φούρνους, τα οποία αυθαιρέτως έχουν εντάξει στις «γκρίζες ζώνες», αλλά και τα άλλα μεγαλύτερα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.

Ένα άλλο φρούτο, το οποίο ενέταξαν τελευταία στα μέτρα «αποδόμησης εμπιστοσύνης» είναι η παρεμπόδιση του έργου της «FRONTEX», ήτοι του ευρωπαϊκού φορέα, ο οποίος με αεροπλάνα και ελικόπτερα έχει αναλάβει τον έλεγχο του θαλασσίου χώρου του Αιγαίου για τη λαθρομετανάστευση. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα τουρκικά μαχητικά παρενοχλούν το έργο των πιλότων των αεροσκαφών ή των ελικοπτέρων της «FRONTEX», ή τα Τουρκικά ραντάρ προτρέπουν τα ιπτάμενα αυτά μέσα να εγκαταλείψουν το «τουρκικό έδαφος», καίτοι αυτά πετούν νομίμως εντός του ελληνικού FIR.

Τέλος τον τελευταίο καιρό το Τουρκικό Επιτελείο εγκαινίασε ένα ακόμη νέο μέτρο προκλήσεως της χώρας μας, ήτοι τις ανεξέλεγκτες «κρουαζιέρες» των τουρκικών πολεμικών πλοίων ανάμεσα στα ελληνικά νησιά, υπό το αθώο πρόσχημα της «αβλαβούς διελεύσεως». Προφανώς «η αβλαβής διέλευση» γίνεται άπαξ για συγκεκριμένο λόγο και υπό τους όρους που προβλέπονται στο Ναυτικό Δίκαιο. Ήτοι σταθερά πορεία, μεγάλη ταχύτητα πλεύσεως, μη εκτέλεση γυμνασίων κ.λπ. Ποιοι λόγοι επέβαλαν όμως τις «αβλαβείς διελεύσεις» τεσσάρων πολεμικών πλοίων εντός διαστήματος ενός μόνο μηνός, ήτοι των φρεγατών «GAZIANTER», «YAVUZ», «BOZCAADA» και «BAFRA», οι οποίες όργωσαν κυριολεκτικά το Αιγαίο και έφτασαν μέχρι τον Καφηρέα και το Σούνιο;

Προφανώς οι ως άνω «κρουαζιέρες» γίνονται βάσει σχεδίου και υπηρετούν συγκεκριμένες στρατιωτικές επιδιώξεις. Το θέμα όμως δεν είναι τι επιδιώκουν οι Τούρκοι δια της νέας αυτής προκλήσεως, αλλά πως εμείς τους αντιμετωπίζουμε. Και ερωτούμε. Οι κατά καιρούς δηλώσεις του αρμοδίου υπουργού μας «περί στρατηγικής ψυχραιμίας», ότι «δεν έχουμε εξαρτημένα αντανακλαστικά», ή ότι «δεν τρέχουμε πίσω από τις εξελίξεις», οι οποίες ενδεχομένως ικανοποιούν έναν αριθμό αδαών ειρηνόφιλων Ελλήνων πολιτών, αντέχουν από στρατιωτικής σκοπιάς σε σοβαρή κριτική;

Διότι τι έννοια έχει π.χ. η δήλωση του κ. Υπουργού Εθνικής Αμύνης, ότι η τελευταία «αβλαβής διέλευση» ήταν οριακή, που σημαίνει ότι πληρούσε – δεν πληρούσε τους όρους της «αβλαβούς διελεύσεως». Και το ερώτημα που τίθεται στον κ. Βενιζέλο είναι το εξής. Πως θα αντιδρούσε το Αρχηγείο του Στόλου αν η «διέλευση» της τουρκικής κορβέτας δεν ήταν «αβλαβής», αλλά εχθρική; Θα καλούσε το Τουρκικό καταδρομικό να εγκαταλείψει τα χωρικά μας ύδατα και σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς του θα έδινε εντολή για τη βύθισή του; Επ’ αυτού πολύ αμφιβάλλουμε. Διότι αμέσως θα πρόβαλε η περίπτωση της τουρκικής προβοκάτσιας, την οποία κυριολεκτικώς τρέμουμε και υπό το πρόσχημα της οποίας κάνουμε κυριολεκτικώς το «παγώνι», ακόμη και στις μη «οριακές» τουρκικές προκλήσεις.

Αλλά ας μη κοροϊδεύουμε εαυτούς και αλλήλους. Ο πρύτανης της ελληνικής διπλωματίας Πρέσβυς Βασίλειος Παπαδάκης έλεγε, ότι για να κάνεις επιτυχή εξωτερική πολιτική , ή για να προασπίσεις την εθνική αξιοπρέπεια θα προσθέταμε εμείς, χρειάζεσαι δύο παράγοντες. Ισχυρό Στρατό και ισχυρή οικονομία. Δυστυχώς η δική μας μεταπολιτευτική πολιτική ηγεσία δεν κατάφερε ούτε το ένα, ούτε το άλλο, γνωστού όντος, ότι τα δύο αυτά είναι αλληλένδετα.

Απόρροια τούτου είναι η Τουρκία να κλιμακώνει συνεχώς τις προκλήσεις της και ’μεις να κουλουριάζουμε όλο και περισσότερο την ουρά υπό τα σκέλη και να απαντούμε με πυθιακές μαντείες, οι οποίες αποθρασύνουν ακόμη περισσότερο τους Τούρκους. Μη δυνάμενοι να αντιδράσουμε δυναμικά στις προκλήσεις τους, προσποιούμαστε άλλοτε ότι αυτές ανάγονται στην προσπάθεια εκτόνωσης των εσωτερικών κρίσεων ανάμεσα στον Στρατό και το Κεμαλικό κατεστημένο, άλλοτε στην καταγραφή των διεκδικήσεων της Τουρκίας κι άλλοτε, ότι προσπαθεί να μας εμπλέξει σε θερμό επεισόδιο. Κι όλα αυτά βεβαίως εμείς τα προσπερνούμε με «στρατηγική ψυχραιμία» και άλλα σοφά τεχνάσματα τα οποία, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, επινοούμε.

Εδώ όμως εγείρεται ένα άλλο ερώτημα. Μέχρι που θα πάει αυτή η ιστορία; Υπάρχει κόκκινη γραμμή, πέραν της οποίας δεν υπάρχει άλλη ανοχή και ποια είναι αυτή; Μέχρι πότε θα επιτρέπουμε στους Τούρκους να αμφισβητούν την εθνική μας κυριαρχία; Οι Φούρνοι, το Αγαθονήσι και το Φαρμακονήσι είναι ελληνικά νησιά και κατοικούνται από Έλληνες; Κι αν ναι ως πότε θα επιτρέπουμε στα τουρκικά F-16 να σκορπούν τον πανικό πάνω από τις σκεπές των σπιτιών των άμοιρων κατοίκων τους; Επιτέλους ασκούμε ή δεν ασκούμε κυριαρχία σε όλη την ελληνική επικράτεια; Κι αν ναι γιατί δεν επαναφέρομε στην τάξη τους παρανομούντες;

Ας μην σπεύσουν μερικοί να μας χαρακτηρίσουν αιθεροβάμονες, γραφικούς ή και παλικαράδες εκ του ασφαλούς. Χωρίς να αγνοούμε τις δυσκολίες, υπάρχουν και όρια στην καταρράκωση της εθνικής αξιοπρέπειας. Μας είναι αδιανόητο, ότι απελευθερωθήκαμε από τους Τούρκους, όταν οι παππούδες μας φορούσαν αντί παπουτσιών «γουρουνοτσάρουχα» και ντρεπόμαστε όταν η γενιά μας έγινε μαλθακή και ενδοτική σε σημείο να αρνείται να θυσιάσει ένα μέρος της καλοπέρασης της για την προστασία της εθνικής μας τιμής.

Αισθανόμαστε άσχημα που ο μέσος Έλληνας σήμερα έχει εμποτιστεί με τα συνθήματα μιας ασήμαντης μερίδος αβροδίαιτων και τρυφηλών ανθελλήνων, οι οποίοι τρέμουν στην ιδέα μην εμπλακούμε σε πόλεμο με τους Τούρκους και χάσουν το ραχάτι και τις ανέσεις τους. Είναι η μερίδα εκείνη των συμπατριωτών μας, η οποία διακηρύττει θρασύτατα, ότι δεν είμαστε Έλληνες και ότι αποκτήσαμε εθνική συνείδηση μετά τον 19ο αιώνα, επειδή κάποιοι μας πλήρωσαν γι’ αυτό. Τέλος είναι οι ίδιοι εκείνοι που διαλαλούν, ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας είναι ένας επιζήμιος φορέας, ο οποίος κατασπαράζει ασκόπως τον κρατικό προϋπολογισμό.

Αποτέλεσμα όλης αυτής της περιρρέουσας ατμόσφαιρας είναι τα εξοπλιστικά προγράμματα να περικόπτονται συνεχώς και τα στελέχη του στρατεύματος να απαξιώνονται, να περιθωριοποιούνται και να υποβαθμίζονται οικονομικά, επαγγελματικά και κοινωνικά. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι κατά την τελευταία πενταετία περισσότερα από 10.000 στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων μικρομεσαίων βαθμών, τα οποία αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του Στρατού απεστρατεύθησαν τη αιτήσει τους αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβιώσεως και όρους εργασίας.

Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι όσο η οικονομική κρίση θα παρατείνεται στη χώρα μας – κι η παράταση ως φαίνεται θα ειναι μακρά – τόσο οι προκλήσεις της Τουρκίας θα εντείνονται. Πέραν όμως της οικονομικής κρίσεως, την κλιμάκωση των προκλήσεων της Τουρκίας ενισχύει και το γενικότερο κλίμα, όσον αφορά την ένταξη της στην Ε.Ε. Η κυνική δήλωση της κ. Μέρκελ, κατά την πρόσφατη επίσκεψή της στην Τουρκία, ότι η γείτων θα συνδεθεί με «ειδική προνομιακή σχέση» με την Ε.Ε. και δεν πρόκειται να καταστεί ισότιμο μέλος, ίσως επαυξήσει αυτές τις προκλήσεις.

Τώρα λοιπόν που τα SPREADS άρχισαν να υποχωρούν και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας άρχισαν να συνειδητοποιούν το ρόλο και τις υποχρεώσεις τους, είναι καιρός η Κυβέρνηση να μεριμνήσει για τη διατήρηση του αξιόμαχου των Ενόπλων Δυνάμεων. Διότι όταν το αλώνισμα των τουρκικών F-16 και οι «κρουαζιέρες» των τουρκικών φρεγατών στο Αιγαίο πολλαπλασιαστούν, τότε ενδεχομένως «η στρατηγική ψυχραιμία» να μην είναι αρκετή για την προάσπιση του εθνικού γοήτρου.

Για μας οι προσπάθειες για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης είναι μάταιες. Διότι όπως πρόσφατα εγράφη στην ΕΣΤΙΑ «Μ.Ο.Ε. υπάρχουν εμπιστοσύνη δεν υπάρχει», κι ούτε πρόκειται ποτέ να υπάρξει. Τι απομένει; Ύπαρξη αξιόμαχων Ενόπλων Δυνάμεων. Διότι δεν αρκεί να βγούμε απ’ την κρίση οικονομικά αλώβητοι όταν κινδυνεύουμε να βγούμε εδαφικά ακρωτηριασμένοι.