Εισέβαλε ως αυτοκράτορας και απήλθε ως οιονεί κατακτητής της Ελλάδας. Οι Τούρκοι αξιοποιούν στον ύψιστο βαθμό την πολιτική σημειολογία, επειδή επενδύουν τα μέγιστα στις εικόνες που η διπλωματία και η πολιτική τους εκπέμπουν προς τους τρίτους.

Ο Τούρκος Πρωθυπουργός, Ταγίπ Ερντογάν, μετέβη στην Αθήνα σε μια «ιστορική», όπως χαρακτηρίσθηκε, επίσκεψη, συνοδευόμενος από 10 υπουργούς και 320 μέλη της αποστολής του. Πραγματοποίησε, δηλαδή, μια εντυπωσιακή, σε μέγεθος και αριθμό, επίσκεψη στην ελληνική πρωτεύουσα. Πόσο εντυπωσιακά ήταν τα αποτελέσματα της επίσκεψης;
Αν σκεφτεί κανείς ότι προπομπός στην άφιξη Ερντογάν στην Αθήνα, ήταν τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη, που παραβίασαν σε δύο περιπτώσεις τον ελληνικό εναέριο χώρο στο Αιγαίο, αντιλαμβάνεται ευθέως ποια είναι η τουρκική πολιτική έναντι της Ελλάδας. Μέρες πριν από την επίσκεψη Ερντογάν, ο τουρκικός Τύπος και ιδιαίτερα ο Τούρκος Πρωθυπουργός και ο επικεφαλής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων ΕΕ-Τουρκίας, Μπαγίς, αναλώθηκαν σε μια πρωτοφανή επιχείρηση προϊδεασμού και εξαπάτησης της ελληνικής -και ελληνικής κυπριακής- κοινής γνώμης όσον αφορά τις προθέσεις της Τουρκίας.

Τύπος και πολιτικοί υποστήριξαν ότι η Τουρκία επιθυμεί καλές σχέσεις με την Ελλάδα. Ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να φοβάται την Τουρκία, που η μόνη έγνοια της είναι να τα έχει καλά με τους γείτονές της, και με καταφυγή σε τουρκικές παροιμίες, ότι όταν καίγεται το σπίτι του γείτονα δεν αδιαφορείς, επειδή η πυρκαγιά μπορεί να κάψει και το δικό σου. Μόνο που όλα αυτά αποδείχθηκαν μια ωραία αλλ’ αχώνευτη απάτη.

Ο Τούρκος Πρωθυπουργός, πέρα από τις γνωστές ανέξοδες διπλωματικές αβρότητες, δεν έδωσε καμία ένδειξη για αλλαγή της τουρκικής πολιτικής έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Για τις τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο, επέμενε ότι θα συνεχιστούν αλλά με… ειρηνικά πολεμικά αεροσκάφη (!), που θα πετούνε χωρίς πυραύλους. Ούτε λόγος για την άρση του casus belli και, φυσικά, καμία αναφορά στη στρατιά του Αιγαίου.

Όσον αφορά το Κυπριακό, οι τουρκικές θέσεις παραμένουν αναλλοίωτες και αμετακίνητες. Μίλησε για δύο προέδρους στο νησί, επέμεινε στις τουρκικές εγγυήσεις σε μια μελλοντική λύση και επανέφερε ακόμα πιο έντονα τη σύγκληση πολυμερούς διεθνούς διάσκεψης για το Κυπριακό, με την καύχηση ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να βρίσκεται ένα ή περισσότερα βήματα μπροστά, ώστε μέχρι το τέλος του χρόνου, είπε, να λυθεί το Κυπριακό.

Δεν γνωρίζουμε αν η επίσκεψη Ερντογάν θα καταδειχθεί στο τέλος ότι ήταν ιστορική. Εκείνο που κατανοεί κάθε εχέφρων και νοήμων Έλληνας είναι ότι, πέραν των υπογραφεισών συμφωνιών σε θέματα χαμηλής πολιτικής, στα κρίσιμα και στα καίρια, που αφορούν τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, υπάρχει πλήρης διάσταση θέσεων. Ορθά, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Γ. Παπανδρέου υπέδειξε ξεκάθαρα στον Τούρκο ομόλογό του ότι η δίκαιη λύση του Κυπριακού θα συμβάλει σε καλύτερη προσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών.

Από την άλλη, ο Γ. Παπανδρέου επισήμανε ότι η συνεννόηση και η εξομάλυνση στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών πρέπει να στηρίζεται στο σεβασμό των αρχών του διεθνούς δικαίου και της καλής γειτονίας. Οι κανόνες καλής γειτονίας, υπογράμμισε, επιβάλλουν πως, «όταν κάποιος θέλει να μπει στο σπίτι του γείτονα, προηγουμένως χτυπάει την πόρτα». Η Τουρκία έπραξε και πράττει ακριβώς το αντίθετο! Πρώτα εισβάλλει, παραβιάζει, αμφισβητεί, κατακτά και ύστερα χτυπά την πόρτα, αν δεν την σπάσει και τη διαλύσει.

Η Αθήνα και η Λευκωσία δεν πρέπει να τρέφουν ψευδαισθήσεις, αλλά να διατηρούν πολύ χαμηλές προσδοκίες. Η Τουρκία βρίσκεται σήμερα σε πολύ ισχυρή διπλωματική, πολιτική, οικονομική και ενεργειακή υπεροχή έναντι μιας καθημαγμένης Ελλάδας και μιας αδύναμης Κύπρου. Κανείς δεν την πιέζει, αντίθετα όλοι την έχουν ανάγκη. Συνεπώς, δεν πρόκειται να κάνει οποιαδήποτε παραχώρηση στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό αν δεν την εξαργυρώσει χοντρά και με τόκο, σε βάρος της Αθήνας και της Λευκωσίας.

Η επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα όντως μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ιστορική»: Σηματοδοτεί την εκτύλιξη, μέσα στην Αθήνα, των αυτοκρατορικών, νεο-οθωμανικών προθέσεων του Ερντογάν και την έναρξη της οικονομικής-επιχειρηματικής κατάκτησης της χώρας. Και πότε; Στη χειρότερη οικονομική, πολιτική και θεσμική στιγμή της Ελλάδας.

Sigmalive