Δεν είναι ευρέως γνωστό, αλλά η πρώτη και πλέον επιτυχής συνύπαρξη μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) πραγματώθηκε στην Τουρκία, συνύπαρξη που έμεινε γνωστή ως η «διπλή άγκυρα». Το 1999 η Τουρκία ανακηρύχθηκε υποψήφια χώρα μέλος της Ε.Ε. –το περίφημο Ελσίνκι– καθώς και συμφώνησε πρόγραμμα οικονομικής σταθεροποίησης με το ΔΝΤ.

Παρότι τώρα που μας επισκέπτεται ο Ταγίπ Ερντογάν η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας στην Ε.Ε. έχει ατονήσει και η χώρα δεν υλοποιεί πλέον κάποιο πρόγραμμα του ΔΝΤ, η επιτυχία του κυβερνώντος κόμματος του ΑΚΡ, και της Τουρκίας γενικότερα, μετά τη δημοσιονομική κρίση του 2001, βασίστηκε σε αυτή τη «διπλή άγκυρα». Στον βαθμό λοιπόν που το διευρυμένο σχέδιο διάσωσης της Ε.Ε., που καλύπτει και άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, ενσωματώνει και τη συμμετοχή του ΔΝΤ, αξίζει τον κόπο να αναλογιστούμε αυτή τη σχετική τουρκική εμπειρία.
Η πρώτη διαπίστωση αφορά τη σύμπλευση της δημοσιονομικής προσαρμογής με έναν ευρύτερο εθνικό στόχο. Η Τουρκία είχε και στο παρελθόν προστρέξει στο ΔΝΤ αλλά πρώτη φορά, από το 1999 και έπειτα, τα κελεύσματα του διεθνούς αυτού οργανισμού εκλαμβάνονταν ως αναγκαία για την επίτευξη ενός εθνικού στόχου που έχαιρε ευρύτατης πολιτικής νομιμοποίησης. Ηταν απαραίτητο δηλαδή η Τουρκία να σταθεροποιήσει την οικονομία της ούτως ώστε απρόσκοπτα να έκανε πρόοδο όσον αφορά την ενταξιακή της διαδικασία στην Ε.Ε. Κάτι τέτοιο ήταν και αντικειμενική πραγματικότητα, μια που μια νέα οικονομική κρίση θα έφερνε ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό και ασυνέχεια στην ενταξιακή της προσπάθεια, αλλά και αποτελούσε ουσιαστική και τυπική απαίτηση από τους φορείς της Ε.Ε. Δεν προσβλέπουμε βεβαίως, όπως η Τουρκία τότε, στο να ενταχθούμε κάπου, αγωνιούμε όμως να παραμείνομε εκεί που ήδη είμαστε – και μαζί μας το ίδιο και οι Πορτογάλοι και οι Ισπανοί. Με όλη τη δυσαρέσκεια και οργή που έχουν επιφέρει οι ανακοινωθείσες περικοπές των δημόσιων δαπανών, που έχουν ορισθεί από το ΔΝΤ, είναι κοινή συνείδηση ότι αποτελούν όρο για την παραμονή μας στην Ευρωζώνη.

Ποια άλλα χαρακτηριστικά αυτής της τουρκικής εμπειρίας επιδέχονται συγκρίσεως; Η εισροή αλλοδαπών κεφαλαίων και γενικότερη απελευθέρωση των αγορών ίσως είναι ένα από τα σημαντικότερα. Η κυβέρνηση του ΑΚΡ χρησιμοποίησε τη «διπλή άγκυρα» της Ε.Ε. και του ΔΝΤ, και το επιβαλλόμενο από αυτήν θεσμικό πλαίσιο, για να προσελκύσει αλλοδαπά κεφάλαια, μια εξέλιξη που ήταν εις βάρος υφιστάμενων τοπικών ομάδων πίεσης, όπως το συνδικαλιστικό κίνημα του δημόσιου τομέα και σημαντικότατη μερίδα της τουρκικής επιχειρηματικής ολιγαρχίας. Ναι μεν το ΑΚΡ δεν είχε προνομιακές σχέσεις με αυτές τις ομάδες, χρειαζόταν όμως, πολιτικά, και την οικονομική ανάπτυξη που έφεραν οι αλλοδαποί επενδυτές και τη σύσφιγξη των σχέσεων με τα κράτη προέλευσης αυτών των επενδυτών, που ήταν κυρίως χώρες-μέλη της Ε.Ε.

Και για τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση η τόνωση της οικονομίας σήμερα ξεπερνά σε σημασία τις όποιες σχέσεις της με οικονομικούς παράγοντες της χώρας, αλλά και με το συνδικαλιστικό κίνημα που προτιμά την εθνική ιδιοκτησία. Η διαρκής εξάρτηση της χώρας μας από τις πλεονάζουσες οικονομίες της Ε.Ε., και η διαπραγμάτευση σε βάθος χρόνου μαζί τους, όσον αφορά την εξέλιξη των δημοσιονομικών μας, πριμοδοτεί επίσης τον αλλοδαπό, και δη Ευρωπαίο επενδυτή. Ο απόλυτος πια στόχος είναι η επίτευξη της οικονομικής ανάκαμψης εντός της Ευρωζώνης. Η κρίση μάλιστα της οικονομίας μας έχει πλήξει τις εγχώριες συνδικαλιστικές και επιχειρηματικές ομάδες, που έχουν υποστεί μείωση και της αντικειμενικής δύναμής τους, αλλά και του κύρους τους.

Εκεί που πραγματικά διαφέρει η τουρκική περίπτωση από την ελληνική είναι ότι στην Τουρκία αυτές οι καθεστωτικές αλλαγές της «διπλής άγκυρας» υλοποιήθηκαν από μια μη καθεστωτική πολιτική δύναμη, αυτή του ΑΚΡ. Αντιθέτως, και τα δύο κόμματα εξουσίας της χώρας μας έχουν καθεστωτικό χαρακτήρα. Ετσι οι αλλαγές της ελληνικής «διπλής άγκυρας» υλοποιούνται με την προσδοκία ότι θα δημιουργήσουν, σε βάθος χρόνου, μια νέα επαρκή βάση πολιτικής στήριξης – όχι με τη βεβαιότητα μιας υφιστάμενης σήμερα τέτοιας βάσης.

* O κ. Α. Καμάρας είναι πολιτικός αναλυτής.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ