Του Κώστα Μαυρίδη

Κάθε πολιτικός μπορεί να ισχυριστεί ότι οι απόψεις του στηρίζονται στον ρεαλισμό με στόχο το εφικτό. Πράγμα που δυνατόν να προβληθεί και για την πολιτική που ακολουθείται σήμερα στο κυπριακό.

Η συγκεκριμένη πολιτική («ευέλικτη», «του καλού παιδιού» ή οτιδήποτε άλλο κι αν ονομαστεί) σχεδιάστηκε και καταγράφηκε εξ αρχής στο Πρόγραμμα Διακυβέρνησης του Προέδρου της Δημοκρατίας (Φεβ 2008), υπό τον τίτλο «Τι πρέπει να γίνει» (σελ. 11) ως εξής:

«Επιβάλλεται να ακολουθηθεί μια ευφάνταστη και ευέλικτη πολιτική που, θα επιτρέψει είτε να ξεπεραστούν τα σημερινά αδιέξοδα, είτε αν η Τουρκία δεν αλλάξει στάση, να επανέλθουν στο προσκήνιο οι ευθύνες της για την αδιάλλακτη πολιτική που ακολουθεί» και «συνθήκες άσκησης πίεσης στην τουρκική πλευρά».   Η πολιτική αυτή  ακολουθήθηκε έκτοτε πιστά και σήμερα μπορεί πλέον να αξιολογηθεί ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ από τα αποτελέσματά της. Πιο αντικειμενικός τρόπος αξιολόγησης μιας πολιτικής, από την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της, δεν υπάρχει.

Ένα-ένα τα αποτελέσματα της σημερινής πολιτικής αποτελούν  τουρκικά αποκτήματα και δικές μας απώλειες: συνεταιρισμός δύο συνιστώντων states του Ανάν,  εκ περιτροπής προεδρία, στάθμιση Ε/κ ψήφου, έποικοι… ΟΛΑ χωρίς ανταπόκριση. Με πιο πρόσφατο επιστέγασμα, την υπόδειξη του ΟΗΕ για αναζήτηση λύσης στο πλαίσιο «των παραμέτρων  των ΗΕ», λεκτικό που απαιτούσε μετά το σχέδιο Ανάν η Τουρκία. Όσο για την ίδια την Τουρκία, για πρώτη φορά έγινε μέλος του Συμβούλιο Ασφαλείας και απέκτησε Πρόεδρο στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης. Από την άλλη, στο δικό μας οπλοστάσιο  ένα-ένα τα πλεονεκτήματα μας «καίγονται» και αδυνατίζουν σε σημείο αχρηστίας: το ευρωπαϊκό συγκριτικό πλεονέκτημα συνεχώς εξασθενεί, πολιτικά «όπλα» που αποκτήθηκαν μέσω δικαστικών αποφάσεων  ανατρέπονται και από πάνω, μας απειλούν με απευθείας εμπόριο κατεχομένων. Τα πιο πάνω συνιστούν νηφάλια και ρεαλιστική αξιολόγηση της πολιτικής κατάστασης σήμερα, αλλά όσοι εμμένουν στην ίδια πολιτική θα πρέπει να το διαψεύσουν τεκμηριωμένα, ή αν δεν θέλουν να παραδεχτούν τα αρνητικά -παρά τις παραχωρήσεις μας-, ας τεκμηριώσουν πως οι ευθύνες της Τουρκίας επανέρχονται στο προσκήνιο λόγω της αδιάλλακτης πολιτικής της και πως βρίσκεται υπό πίεση. Εφόσον όμως ο αρχικός σχεδιασμός ΑΠΕΤΥΧΕ, –τα αδιέξοδα ΔΕΝ ξεπεράστηκαν και η Τουρκία ΔΕΝ έχει «αλλάξει στάση»-,  τι πρέπει να γίνει;

Ο Πρόεδρος ακολούθησε καλόπιστα μια πολιτική με στόχο την κατάληξη σε αποδεκτή λύση. Και παρά τις «γενναιόδωρες προσφορές» του, τα πράγματα χειροτέρεψαν. Ωστόσο, όταν αναλάμβανε την διαχείριση του κυπριακού, ξεκίνησε με πρωτοφανή στήριξη πέραν του 70%. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει και σήμερα μ΄ ένα γενναίο mea culpa, όπως επιβάλλει ο ρεαλισμός. Άλλωστε, το Πρόγραμμα Διακυβέρνησης (σελ. 13)  αναφέρεται στην σπουδαιότητα της ενότητας στο εσωτερικό μέτωπο την οποία χαρακτηρίζει «εκ των ων ουκ άνευ για την επιτυχή ευόδωση του αντικατοχικού αγώνα». Μια γενναία παραδοχή, θα συνενώσει τον λαό και πάλι.

Ο Πρόεδρος δεν ευθύνεται για τα αδιέξοδα που τον κατηγορεί η εφ. «Αλήθεια» η οποία αποφάνθηκε (26.5.10 σελ. 4) ότι ο Δ. Χριστόφιας «κάνει το παν για να μην υπάρξει κατάληξη θετική»! Καθώς όμως δίνει τη μάχη της Κύπρου, ας μη προσμένει στήριξη από εκείνους που «διαμαρτύρονταν» όταν ο Ταλάτ συναντήθηκε με βουλευτή του κόμματος της πορνοστάρ Τσιτσιολίνας αλλά σήμερα βουβάθηκαν, ενώ τον πίεζαν σε γρηγορότερα και περισσότερα «ανοίγματα». Ο Πρόεδρος μπορεί να στηριχτεί σε όσους καλόπιστα τον επικρίνουμε διότι θέλουμε να πετύχει για το καλό της Κύπρου και να μην οδηγηθεί το κυπριακό στην συντριβή. Ο Πρόεδρος οφείλει να βρει τη δύναμη να περισώσει την ελπίδα στο κυπριακό με πρώτο βήμα την παραδοχή ότι οδηγούμαστε, είτε σε αποδοχή των τουρκικών όρων, είτε σε σταδιακό ακρωτηριασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας με αναβάθμιση των κατεχομένων. Το δίλημμα για τον ίδιο είναι αδυσώπητο. Είτε διασώζει την προσδοκία για αποδεκτή λύση και επαναφέρει όλους μας μαζί του –όπως και οι διαβεβαιώσεις μετά τον 1ο γύρο των προεδρικών εκλογών–, είτε επιμένει στην ίδια πολιτική που οδηγεί όλους μας στο μοιραίο τέλος.

Πηγή: «Φιλελεύθερος»