Είτε θα πετύχουμε και θα πάρουμε την πατρίδα μας πίσω, είτε θα χαθούμε για αιώνες στις πατρίδες των άλλων και των υπερκρατικών διεθνών οργανισμών, τις νέες αυτοκρατορίες. Εδώ που φθάσαμε, δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα περισσότερο από τις αλυσίδες μας. Οσο περνούν οι εβδομάδες η κατάστασή μας θα γίνεται όλο και πιο αντιληπτή. Μέχρι την Εξέγερση.

Γράφει ο Μενέλαος Τασιόπουλος

Η Ελλάδα από της ιδρύσεώς της στα δημόσια οικονομικά της είχε ένα μόνιμο πρόβλημα. Τον υπερβολικό δανεισμό της και τους αστάθμητους παράγοντες στο εσωτερικό της. Ο δανεισμός οδηγούσε σε συνθήκες ξένης επιρροής στα όρια της αποικιοκρατίας και της περιορισμένης εθνικής δικαιοδοσίας. Οι αστάθμητοι παράγοντες συσχετίζονταν με τους εθνικούς και πολιτικούς ή κοινωνικούς διχασμούς, αλλά και τους πολέμους. Εθνικοαπελευθερωτικούς, αμυντικούς ή εμφύλιους. Στο συγκεκριμένο αυτό πλαίσιο η Ελλάδα είχε σταθερό πρόβλημα διακυβέρνησης. Ιδιαίτερα γιατί, ενώ η επανάστασή της οργανώθηκε από τις παροικίες και από εκεί προήλθε και ο πλούτος των μεγάλων Ευεργετών που την εμπέδωσαν ως κράτος, κυβερνήθηκε από κοτζαμπάσηδες, προεστούς και δωσίλογους. Ολους αυτούς, δηλαδή, που προσκύνησαν και φρόντισαν να είναι αρεστοί στην εκάστοτε κατοχή, στις αυτοκρατορικές δομές των ξένων, ούτως ώστε να αποκτήσουν προνόμια και περιουσία, κυβερνώντας τους πολλούς και διατηρώντας τους σε κλίμα υποτονικής αποδοχής της καταπιεστικής εξουσίας. Εχοντας αυτόν τον εσωτερικό εξουσιαστικό διχασμό το Εθνος και η Κοινωνία δεν κατόρθωσαν ποτέ να φθάσουν στη συλλογική συμφωνία για τη στρατηγική της Πατρίδας. Της συγκρότησης δηλαδή του κοινού και δημοσίου συμφέροντος. Την υπέρτατη ιδεολογία του όλου, πάνω από το επιμέρους συμφέρον.

Στην πραγματικότητα αυτή θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την ατυχία της προσφυγιάς. Χιλιάδες Ελληνες διωγμένοι από διάφορες χώρες όπου ζούσαν, ως παροικίες ιδιαίτερα από τη Μικρά Ασία και τον Εύξεινο Πόντο, έφθαναν κατεστραμμένοι, χωρίς περιουσία, βασανισμένοι, συμπλεγματικοί, απολύτως ανασφαλείς και απροσδιόριστα αναξιοπρεπείς στη μητέρα πατρίδα, τη Μάνα Γη, επιδιώκοντας την επιβίωση και την ασφάλεια, χωρίς την ελπίδα να γίνουν -τουλάχιστον στην πρώτη γενιά του διωγμού- κάτι σχετικό με αυτό που ήταν πριν από αυτόν. Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα ως έθνος-κράτος δεν στηρίχθηκε και δεν δανείσθηκε από τις παροικίες της, αλλά αντίθετα εκλήθη να συνδράμει την προσφυγιά που προήλθε από αυτές, από κεφάλαια μάλιστα που δεν διέθετε. Παράλληλα μετατράπηκε στην “Ψωροκώσταινα” ή τη “Φτωχομάνα”, όπως τη χαρακτήρισαν οι πρόσφυγες και όχι οι γηγενείς, που είχαν μια συνέχεια από την εποχή της ένταξης στις μεγάλες Αυτοκρατορίες και τώρα, μετά την απελευθέρωση, είχαν γίνει πιο αισιόδοξοι, πιο δυναμικοί, πιο αποφασιστικοί, πιο πλούσιοι.

Η Ελλάδα με τον τρόπο αυτό δεν πρόλαβε ποτέ να ονειρευτεί. Δεν πρόλαβε να αποκτήσει την εμπεδωμένη εκείνη αστική τάξη, που θα σχεδίαζε ένα έθνος-κράτος πρότυπο στη Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και τη Νότιο Ευρώπη. Η Ελλάδα δεν κατόρθωσε να συνδεθεί με το παρελθόν της δημιουργικά και να χτίσει ένα μέλλον μη ανατρέψιμο. Η Ελλάδα μετεξελίχθηκε σε μια οντότητα κατεξοχήν μικροαστική, κατεξοχήν δουλοπάροικη, κατεξοχήν κομπλεξική. Δεν μπόρεσε να ξεφύγει ποτέ από τη βαριά αυτή μοίρα της. Αν μάλιστα δεν είχε υπάρξει ένας Τσίλλερ και μια αστική τάξη του Μεσοπολέμου, εάν δεν υπήρχε κάποιος Συγγρός ή Ζάππας και οι άλλοι μεγάλοι Ηπειρώτες, θα ήταν απλά ένας απέραντος τουρκομαχαλάς ή βουλγαρομαχαλάς στους μοντέρνους καιρούς, χτισμένος με τούβλα και τσιμέντο και όχι με ξύλα και λάσπη. Εάν τα κτίρια και η δομή των πόλεων αντικατοπτρίζουν το επίπεδο πολιτισμού ενός Λαού, ενός Εθνους, μιας Κοινωνίας, τότε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο παλαιότερος πολιτισμός της Ευρώπης, αυτός που στηρίχθηκε στο φως, την αρμονία και τη φιλοσοφία (άρα τον ανθρωποκεντρισμό) έπεσε στα χειρότερα χέρια, τα δικά μας. Τη διοίκηση της νεότερης Ελλάδας.

Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι η μεγαλύτερη καταστροφή στη χώρα δεν έγινε τα χρόνια των πολέμων, αλλά τα τελευταία σαράντα. Τα χρόνια της ανοικοδόμησης. Τα χρόνια της ευμάρειας, στο τέλος των πολέμων. Στα χρόνια της ΕΟΚ και του πακτωλού των πλαισίων στήριξης. Ο μικροαστισμός μετεξελίχθηκε σε κιτς και κλεπτοκρατία. Οι επιδοτήσεις σε τεμπελιά, ανεμελιά, κατανάλωση, προμήθειες, ισοπέδωση των ηθών, βόλεμα, ρουσφέτι. Η Ελλάδα της Αντιπαροχής, της Δημοσιοϋπαλληλίας και της Περιορισμένης Ευθύνης. Η Ελλάδα του Αυθαίρετου, της Off shore και της Αρπαχτής. Είναι τελικά απλό. Ρόλο παίζει η αφετηρία μιας πορείας. Εάν στην αρχή δεσπόζουν η μικροπολιτική και το μικροσυμφέρον σε συνθήκες ευμάρειας, αυτά γιγαντώνονται και κυριαρχούν έναντι όλων.

Εάν στην αφετηρία εμπεδώνεται το κλίμα της γενναιότητας των ιδεών, της δημιουργίας και της συλλογικότητας, η επόμενη μέρα είναι απολύτως διαφορετική από την προηγούμενη.
Η Ελλάδα έχασε δύο σημαντικά ορόσημα για να γίνει κάτι εντελώς διαφορετικό σε συγκρότηση κράτους και επιπέδου ζωής από εκείνο που η μετά την Εθνική Επανάσταση Ιστορία της, υπαγόρευσε. Το 1980, όταν εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, και το 2004, την ημέρα που έκλειναν τα φώτα στα στάδια των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων μετά την 11η Σεπτεμβρίου, με όλο τον κόσμο να μιλά για το “ελληνικό θαύμα”. Η Ελλάδα με ευθύνη της Διοίκησής της έχασε το στοίχημα της ανάπτυξης στην πρώτη φάση και της ανασυγκρότησης στη δεύτερη. Φθάνουμε στο σήμερα και το πολύ εγγύς αύριο. Η Ελλάδα της χρεοκοπίας, της απόγνωσης, της υποτίμησης, της εξόδου. Ψάχνει τον Μωυσή της. Δεν θα έρθει. Σε συνθήκες πανικού δεν φτιάχνεις κράτος και κοινωνική συγκρότηση. Χρειάζεσαι ένα θετικό ή πολύ αρνητικό ορόσημο. Τα πρώτα τα χάσαμε. Το στοίχημά μας είναι στο δεύτερο. Υπάρχει μια αρχή, μάλλον κομμουνιστική, αλλά ενδιαφέρουσα. Εδώ που φθάσαμε, δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα περισσότερο από τις αλυσίδες μας. Οσο περνούν οι εβδομάδες η κατάστασή μας θα γίνεται όλο και πιο αντιληπτή. Μέχρι την Εξέγερση.

Απέναντι στον πολιτικό κύκλο της Μεταπολίτευσης, το ΔΝΤ, την Ευρώπη των δημοσιονομιστών και της γραφειοκρατίας. Πολλοί θα χαρακτηρίσουν, ως συνήθως, την εξέγερση ορόσημο. Το στοίχημα όμως είναι αλλού. Σε αυτό που θα συμβεί, σε αυτούς που θα αναλάβουν, στη συλλογική αυτοδέσμευση για την εθνική αναγέννηση, στην κοινωνική ενσυνείδηση της επόμενη μέρας από την Εξέγερση. Είτε θα πετύχουμε και θα πάρουμε την πατρίδα μας πίσω, είτε θα χαθούμε για αιώνες στις πατρίδες των άλλων και των υπερκρατικών διεθνών οργανισμών, τις νέες αυτοκρατορίες.
Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά την Εθνική Επανάσταση, που σηματοδότησε την εξέγερση των Λαών, των Φυλών και των Εθνών, απέναντι στις αυτοκρατορίες της Φεουδαρχίας και της Αποικιοκρατίας, θα δείξουμε ιστορικά αν είμαστε θύματα ή θύτες των Κοτζαμπάσηδων, των Δωσίλογων και της Κλεπτοκρατίας των κρατικών προμηθευτών. Οφείλουμε να το γνωρίζουμε καλύτερα απ’ όλους τους άλλους, γιατί είναι γραμμένο στην Ιστορία μας. Τα Εθνη για να έχουν Κράτη θα πρέπει να τα αξίζουν και να αγωνίζονται γι’ αυτά.