Του Θανου Π. Ντοκου*

Ασφαλώς δεν υπάρχουν σοβαρές δικαιολογίες για την επιλογή της ισραηλινής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει με τη χρήση βίας, και μάλιστα σε διεθνή ύδατα, τον στολίσκο ακτιβιστών που μετέφεραν ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα. Η αδιαφορία για τη διεθνή νομιμότητα και η κρατική αναλγησία προκαλούν την παγκόσμια κατακραυγή και συμβάλλουν στην περαιτέρω απονομιμοποίηση του Ισραήλ στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης. Η διολίσθηση, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, του Ισραήλ στον ρόλο του δεσμοφύλακα των Παλαιστινίων δημιουργεί ένα τεράστιο ηθικό ζήτημα, κατ’ αρχήν για τον ίδιο τον ισραηλινό λαό.

Παράλληλα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι γεωπολιτικοί κλυδωνισμοί τόσο στις σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας, όσο και σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, το Ισραήλ και η Τουρκία επισημοποίησαν τη συνεργασία τους, υπογράφοντας μια σειρά συμφωνιών (αμυντικής και οικονομικής συνεργασίας). Ουσιαστικά, επρόκειτο για μια διαδικασία επαναχάραξης του γεωστρατηγικού χάρτη της περιοχής και το ζητούμενο ήταν η διαμόρφωση του περιφερειακού συστήματος ασφαλείας στη Μέση Ανατολή, με τη συμμετοχή και των ΗΠΑ, της Αιγύπτου και της Ιορδανίας.

Σήμερα η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική, καθώς τα συμφέροντα Τουρκίας και Ισραήλ αποκλίνουν όσον αφορά την αυτόνομη κουρδική οντότητα στο Β. Ιράκ, έχει υπάρξει ευρεία προσέγγιση Τουρκίας και Συρίας, και Τουρκίας-Ιράν, ο ισλαμικός χαρακτήρας του ΑΚΡ προβληματίζει τους Ισραηλινούς, ενώ η κυβέρνηση Ερντογάν έχει επενδύσει σημαντικά στις σχέσεις της με τον μουσουλμανικό κόσμο, ασκώντας επανειλημμένως δημόσια κριτική στις ενέργειες του Ισραήλ στο Παλαιστινιακό. Αυτό έχει προκαλέσει σημαντική βλάβη στις διμερείς σχέσεις Αγκυρας-Ιερουσαλήμ, ενώ επηρεάζει και τη στάση του εβραϊκού λόμπι στις ΗΠΑ.

Ακόμη και αν η τουρκική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή εξυπηρετεί σε έναν βαθμό τα ισραηλινά συμφέροντα, περιορίζοντας την επιρροή του Ιράν στην κοινή γνώμη του αραβικού και μουσουλμανικού κόσμου γενικότερα -αφού τα αραβικά καθεστώτα (π.χ. Αιγύπτου, Σαουδικής Αραβίας, κλπ.) στερούνται της απαραίτητης νομιμοποίησης και επιρροής, θεωρούμενα υποτελή των ΗΠΑ-, η ρήξη στις σχέσεις Αγκυρας-Ιερουσαλήμ είναι σημαντική. Αν και οι δύο χώρες (και ιδιαίτερα οι στρατιωτικοί στην Τουρκία) καταβάλλουν προσπάθειες διαχείρισης της κρίσης, η πρότερη στρατηγική σχέση μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ δεν υφίσταται πλέον, παρότι εξακολουθούν να υπάρχουν κοινά συμφέροντα, τα οποία οι δύο χώρες προσπαθούν να εξυπηρετήσουν. Η πρόσφατη διπλωματική πρωτοβουλία Τουρκίας και Βραζιλίας ασφαλώς δεν χαροποίησε την Ιερουσαλήμ, ενώ σοβαρά ερωτήματα όσον αφορά το ενδεχόμενο δυναμικής αντιμετώπισης του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος προκαλεί και η ετοιμότητα της ισραηλινής κυβέρνησης να αγνοήσει τις αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας.

Τι σημαίνει η τουρκο-ισραηλινή ρήξη για τις γεωστρατηγικές ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο; Είναι πολύ νωρίς για να εξαχθούν κάποια ασφαλή συμπεράσματα, αλλά η Τουρκία φαίνεται να κινείται εγγύτερα σε πιο «ακραίες» δυνάμεις όπως το Ιράν, η Συρία και η Χαμάς, τουλάχιστον όσον αφορά το παλαιστινιακό ζήτημα, και να τοποθετείται απέναντι σε χώρες όπως η Αίγυπτος, αλλά και οι ΗΠΑ, που παρά την έντονη ενόχλησή τους από την κυβέρνηση Νετανιάχου, δεν μπορούν να αποκλίνουν δραματικά από το γενικότερο πλαίσιο των αμερικανο-ισραηλινών σχέσεων. Κατά συνέπεια, ενδέχεται να τεθεί εν αμφιβόλω ο διαμεσολαβητικός ρόλος της Τουρκίας, που βασιζόταν στις καλές σχέσεις με όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές στις περιφερειακές συγκρούσεις της Μέσης Ανατολής.

Ανοίγεται, έτσι, ένα πεδίο διπλωματικής δραστηριοποίησης για χώρες που συγκεντρώνουν ένα μίνιμουμ αποδοχής από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η Ελλάδα θα αποτελούσε έναν αυτονόητο υποψήφιο, αφού έχει λίαν ικανοποιητικές σχέσεις με το Ισραήλ, την Παλαιστινιακή Αρχή, το Ιράν, τη Συρία, την Αίγυπτο, την Ιορδανία, και φυσικά τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Ασφαλώς χρειάζεται σαφής αίσθηση των μεγεθών και των δυνατοτήτων μας. Η αποδυνάμωση των ελληνικών ερεισμάτων στην περιοχή λόγω μακροχρόνιας αδιαφορίας και το περιορισμένο ειδικό βάρος της χώρας ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης -αλλά όχι μόνο- μας περιορίζουν σε έναν συμπληρωματικό/υποστηρικτικό ρόλο διαμεσολάβησης, προσφέροντας, όπως είχαμε πράξει σε μικρό αριθμό περιπτώσεων και στο παρελθόν, τις καλές μας υπηρεσίες και άλλες διευκολύνσεις (π.χ. τόπο συνάντησης) για την πραγματοποίηση εμπιστευτικών επαφών και διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές.

Οι κρίσεις αποτελούν περιόδους ευκαιρίας για τους τολμηρούς -αφού οποιαδήποτε ουσιαστική εμπλοκή εγκυμονεί και ορισμένους κινδύνους- και καλά προετοιμασμένους. Πιθανότατα δεν μας χαρακτηρίζει τίποτε από τα δύο, για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν, αλλά αναρωτιέται κανείς πόσες ανάλογες ευκαιρίες σημαντικής βελτίωσης της διεθνούς εικόνας της χώρας θα μας δοθούν στο μέλλον. Βεβαίως, υπάρχει περίπτωση η προσφορά των υπηρεσιών μας να απορριφθεί μετά πολλών επαίνων, αλλά τουλάχιστον θα έχουμε προσπαθήσει.

* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ

Καθημερινή