του Μάριου Ευρυβιάδη

Οι αντιφατικές αν όχι οξύμωρες θέσεις των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας εκδηλώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα τη βδομάδα που πέρασε. Από τη μια ο νυν Υπουργός Άμυνας Ρόμπερτ Γκέιτζς, εξέφρασε την άποψη ότι η «ανατολίζουσα» πλέον Τουρκία αλλάζει στρατόπεδο, διότι, λέει ο Αμερικανός Υπουργός, της έχει κλείσει την πόρτα προς τη Δύση η ΕΕ. Κατά τον Γκέιτζς και για την αμερικανική σχολή που κυριαρχεί από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα αναφορικά με την Τουρκία, η τελευταία απλώς αντιδρά γιατί κατά βάθος η «Δύση» δεν την θέλει. Θέλει δηλαδή η Άγκυρα αλλά δεν θέλουν το Παρίσι, το Βερολίνο κλπ. Συνεπώς, άλλοι φταίνε και όχι η Τουρκία. Εξού και το περιβόητο πλέον ρητορικό ερώτημα που εμφανίζεται κάθε φορά που η Τουρκία αντιδρώντας, οδεύει προς Aνατολάς: Who lost Turkey? Ποιος ευθύνεται που η Τουρκία θα «χαθεί» από το δυτικό στρατόπεδο;

Από την άλλη και σχεδόν ταυτόχρονα με τη δήλωση του Γκέιτζς, στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έλαβε μέρος μια κρίσιμη ψηφοφορία ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η ψηφοφορία αφορούσε στην επιβολή κυρώσεων κατά της Τεχεράνης λόγω του πυρηνικού προγράμματός της το οποίο οι ΗΠΑ θεωρούν ότι εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλειά τους και για τη διεθνή ειρήνη. Η θέση των ΗΠΑ έγινε αποδεκτή, το ψήφισμα πέρασε με τη θετική ψήφο των πέντε Μόνιμων Μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας που σημαίνει οι κυρώσεις κατά του Ιράν θα επιβληθούν. Αλλά το ψήφισμα δεν πέρασε ομόφωνα. Η εδώ και 60 τόσα χρόνια φίλη και σύμμαχος των ΗΠΑ, Τουρκία, ψήφισε μαζί με την Βραζιλία κατά.

Ποιος τώρα ευθύνεται για τη θέση αυτή της Τουρκίας; Σίγουρα όχι η ΕΕ. Η Τουρκία δεν μπορεί να ευθύνεται στη βάση της μεταπολεμικής λογικής του Γκέιτζς. Άρα αυτός που ευθύνεται πρέπει να είναι η Ουάσιγκτον.

Εδώ αναδεικνύεται όλη η παθογένεια των σχέσεων Ουάσιγκτον – Άγκυρας. Ποτέ δεν ευθύνεται η Τουρκία για τίποτα. Άλλοι ευθύνονται εάν η Τουρκία δυστροπεί, εάν φωνάζει, εάν επιτίθεται, εάν βρίζει, εάν αλλάζει κατεύθυνση και πάει προς την Ανατολή.

Όλοι γίναμε μάρτυρες της τελευταίας φάσης της αμερικανικής τουρκολαγνίας επί Προέδρου Ομπάμα που κορυφώθηκε με την επίσημη επίσκεψη του Αμερικανού Προέδρου στην Τουρκία την περασμένη Άνοιξη. Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι από της εκλογής του Προέδρου, τον Νοεμβρίο του 2008, μέχρι την εγκατάστασή του τον Ιανουάριο του 2009, ένας εσμός αναλυτών μέσα και έξω από την κυβέρνηση κατέθεταν προτάσεις και εισηγήσεις πολιτικής με βάση το σκεπτικό ότι θα «χαθεί» η Τουρκία λόγω της «ανευθυνότητας» της κυβέρνησης Μπούς. Η πολιτική του τελευταίου είχε ως αποτέλεσμα η Τουρκία να «εξαναγκασθεί» το 2003 να μην επιτρέψει τη χρήση των εδαφών της από Αμερικανούς για τον πόλεμο κατά του Σαντάμ Χουσεΐν.

Κατά την λογική των αναλυτών της Ουάσιγκτον την αρνητική απόφαση του 2003 οι Τούρκοι Ισλαμιστές και πασάδες δεν την έλαβαν, διότι δεν την ήθελαν. Ήθελαν, άλλα οι Αμερικάνοι δεν ανταποκρίθηκαν στο τόσο «δίκαιο» αίτημά τους. Ποιο ήταν αυτό; Να μπούν παράλληλα και τουρκικά στρατεύματα στο Ιράκ και κυριολεκτικά να αποκεφαλίσουν την κουρδική αυτόνομη διοίκηση που υφίστατο εκεί από το 1991 μετά τον πρώτο πόλεμο στον Περσικό Κόλπο. Οι Αμερικανοί είπαν όχι. Έτσι λοιπόν την ευθύνη για το όχι των Τούρκων δεν την φέρουν οι Τούρκοι αλλά οι Αμερικανοί που δεν κατανόησαν το δίκαιο αίτημα των Τούρκων να κατασφάξουν τους Κούρδους του Βορείου Ιράκ. Αυτή είναι η θέση των τουρκολάγνων αναλυτών που απεδέχθη και η Ουάσιγκτον του Ομπάμα.

Ποιος ευθύνεται λοιπόν το 2010 που θα «χαθεί» η Τουρκία; Όλοι ευθύνονται. Κυρίως οι Αμερικανοί, κατόπιν οι Ευρωπαίοι. Σίγουρα δεν φταίνε οι Τούρκοι. Αυτοί μόνο το δίκαιό τους επιδιώκουν και τίποτα άλλο.

Αυτό που η Ουάσιγκτον δεν φαίνεται να κατανοεί είναι πόσο έχουν εξαμερικανισθεί οι φίλοι και σύμμαχοί τους οι Τούρκοι. Πόσο δηλαδή κατέληξαν να τους μοιάζουν. Και δικαιολογημένα. Εξήντα χρόνια δασκάλους του είχανε. Κάθε δάσκαλος δεν θέλει τον μαθητή του καλύτερο από τον ίδιο; Και κάθε μεγάλη δύναμη δεν έχει πάντα δίκαιο;