Αρθρο Του Βαγγέλη Κεχριώτη*
Ηδη από πέρυσι τον Γενάρη, μετά την έκρηξη του Τούρκου πρωθυπουργού στο Νταβός, το περιστατικό που πέρασε στην ιστορία ως «one minute», ο Ερντογάν προβλήθηκε, και στην Τουρκία από έγκυρους δημοσιογράφους όπως ο Τσενγκίζ Τσαντάρ, ως ο μεγαλύτερος ηγέτης της Μέσης Ανατολής μετά τον Αραβα Αμπντούλ Γκαμάλ Νάσερ, πρόεδρο της Αιγυπτιακής Δημοκρατίας, στο διάστημα 1954-1970.

Μετά την τελευταία σφαγή στο «Mavi Marmara», όπου εννέα Τούρκοι ακτιβιστές έχασαν τη ζωή τους και πολλοί ακόμη τραυματίστηκαν από τις ισραηλινές σφαίρες, η προβολή αυτή έχει πάρει τα χαρακτηριστικά προσωπολατρίας. Ταυτοχρόνως, όχι μόνο ο ηγέτης αλλά και ολόκληρος ο τουρκικός λαός φαίνεται να αναδεικνύεται ως προωτοπόρος. Αναρωτιέται κανείς πώς γίνεται η παραδοσιακή φιλία μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας και η παραδοσιακή εχθρότητα με τους Αραβες να έχουν, τώρα, πλήρως αντιστραφεί. Ωστόσο, οι εξελίξεις αυτές δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσουν.

Πρώτα από όλα, υποστηρίζεται πως η Τουρκία και πριν από αυτήν η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξαν ανέκαθεν φιλόξενες για το εβραϊκό στοιχείο, σε εποχές μάλιστα που το τελευταίο υπέφερε διωγμούς στη δυτική και κεντρική Ευρώπη. Είναι γεγονός ότι το 15ο αι., εβραϊκοί πληθυσμοί τράπηκαν σε φυγή μπροστά στο μένος των χριστιανών που επανακτούσαν τον πλήρη έλεγχο της Ιβηρικής χερσονήσου, κατόπιν αιώνων αραβικής κυριαρχίας. Οι πληθυσμοί αυτοί έγιναν δεκτοί από τον Μπεγιαζίτ Β’ που τους επέτρεψε να εγκατασταθούν σε αστικά κέντρα της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, τα κίνητρα των σουλτάνου αυτού, όπως και του πατέρα του Μωάμεθ του Πορθητή, ο οποίος είχε ήδη απονείμει προνόμια στους χριστιανούς και τους εβραίους της βασιλεύουσας, ήταν καθαρά πολιτικά. Δημογραφική ενίσχυση, αναζωογόνηση της οικονομικής δραστηριότητας, ενίσχυση τομέων από τους οποίους οι μουσουλμάνοι προτιμούσαν να απέχουν (εμπόριο, πιστώσεις, είσπραξη δημοσίων εσόδων, διπλωματία). Οι εβραϊκοί πληθυσμοί εξυπηρετούσαν τις ανάγκες αυτές και επιπλέον, τουλάχιστον ώς το 19ο αι., δεν υπήρχε κανένα ευρωπαϊκό ενδιαφέρον ή προστασία, αντιθέτως με ό,τι συνέβαινε με τους χριστιανούς, Ελληνορθόδοξους ή Αρμένιους.

Ωστόσο, όπως δείχνουν νεότερες μελέτες, η πρόσληψη των Εβραίων μεταξύ των μουσουλμάνων δεν ήταν καθόλου κολακευτική. Δεν έχει νόημα στην περίοδο αυτή να κάνει κανείς λόγο για αντισημιτισμό. Οπως, όμως, έχει υποστηριχθεί από τον ιστορικό Ριφάτ Μπαλί, τα στερεότυπα αυτά που επεβίωσαν της αυτοκρατορίας αποτέλεσαν στην περίοδο της δημοκρατίας τη βάση για την έκφραση αντισημιτικών αισθημάτων, που οδήγησαν σε εντάσεις, με αποκορύφωμα το πογκρόμ της Αδριανούπολης (Edirne) στα 1934. Πιο πρόσφατα, η ταύτιση της τουρκικής Αριστεράς στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στη δεκαετία του 1970 με τον αγώνα τον Παλαιστινίων, στα στρατόπεδα των οποίων εκπαιδεύθηκαν πολλές ηγετικές φυσιογνωμίες όπως ο Ντενίζ Γκεζμίς και οι σύντροφοί του, και η ταύτιση του Ισραήλ με τις ΗΠΑ, οδήγησαν σε ένα νέο γύρο εχθρότητας, που εστίαζε κυρίως στις πολιτικές του Ισραήλ. Ηταν η απαγωγή και εκτέλεση του Ισραηλινού προξένου στην Κωνσταντινούπολη από μια αριστερή επαναστατική ομάδα που οδήγησε στην στρατιωτικό νόμο του 1971, που έμεινε γνωστός ως «Επιχείρηση βαριοπούλα». Στο μεταξύ, οι περισσότεροι εβραϊκοί πληθυσμοί στην Τουρκία, όπως έχει περιγράψει η ιστορικός Μίνα Ροζέν, είχαν ήδη πάρει το δρόμο για την Παλαιστίνη. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα μπορούσε να συσχετιστεί η αντι-ισραηλική δραστηριότητα των εν πολλοίς θρησκευτικά αδιάφορων αριστερών της δεκαετίας του 1970 με την οθωμανική ή τη νεότερη κληρονομιά. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η εχθρότητα εναντίον του Ισραήλ έχει διαφορετικό χαρακτήρα και συνδέεται άμεσα με την ανάδειξη του πολιτικού Ισλάμ σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην Τουρκία, ιδιαίτερα μετά την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία. Αυτό φάνηκε και με τις βομβιστικές επιθέσεις σε συναγωγές το 2003 και στη διάρκεια του πολέμου στον Λίβανο το 2006, και μετά τη σφαγή στη Γάζα πέρυσι. Αυτό που ζήσαμε τις τελευταίες μέρες είναι ένα ακόμη επεισόδιο, πολύ πιο τραυματικό φυσικά για την τουρκική κοινωνία. Ποια θα είναι η συνέχεια του σίριαλ; Θα πάει όντως ο Ερντογάν, όπως διακηρύσσει, καβάλα σε ένα τουρκικό πολεμικό, ως άλλος πορθητής, να παραβιάσει το εμπάργκο στη Γάζα; Και τι περιμένουν από αυτόν οι Παλαιστίνιοι και εν γένει ένα μεγάλο μέρος του αραβικού κόσμου;

Εδώ, χρειάζονται λίγα λόγια για τη σχέση των Τούρκων με τους Αραβες. Είναι αλήθεια πως το αποσχιστικό κίνημα των Αράβων, με τη δυτική υποστήριξη, στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, προκάλεσε το αβυσσαλέο μίσος των Τούρκων, που ούτως ή άλλως δεν υπολήπτονταν ιδιαιτέρως τους μουσουλμάνους αδερφούς τους, καθώς τους θεωρούσαν φανατικούς και απολίτιστους. Είναι, επίσης, γεγονός πως, όπως και στα Βαλκάνια, τα κυρίαρχα ιστορικά αφηγήματα βασίζονται στο σχήμα της ρήξης μεταξύ του οθωμανικού παρελθόντος, περιόδου δουλείας και τυραννίας, και ενός νεοτερικού παρόντος, που κατακτήθηκε με απελευθερωτικούς αγώνες και, υποτίθεται, λαϊκή συμμετοχή. Βεβαίως, μια τέτοια απλοϊκή ανάγνωση αγνοεί τα καθεστώτα αποικιοκρατικού χαρακτήρα που ιδρύθηκαν εκεί, κάποια ήδη αρκετά πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αγνοεί, επίσης, το γεγονός πως, όπου οι Αραβες μπόρεσαν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους, το έκαναν μέσω αυταρχικών μοναρχιών και στρατιωτικών δικτατοριών, που συνήθως έφεραν τις ευλογίες της Δύσης.

Το ότι ξαφνικά μέσα σε λίγα χρόνια οι Τούρκοι έγιναν τόσο δημοφιλείς μεταξύ των Αράβων δεν θα πρέπει, επομένως, να εκπλήσσει. Οταν ο σουλτάνος Σελίμ Β’ εκστράτευσε στις αραβικές χώρες για να καταλήξει στο Κάιρο στα 1517 και να διεκδικήσει για λογαριασμό του τον ρόλο του χαλίφη, θρησκευτικού ηγέτη των μουσουλμάνων, μετά την κατάλυση του βασιλείου των Μαμελούκων, αραβικοί πληθυσμοί στη Συρία και την Αίγυπτο τον υποδέχθηκαν ως κατακτητή (φατίχ)-ελευθερωτή. Η πρόσφατη έρευνα του ιστορικού Μπρους Μάστερς καθιστά σαφές πως, για τους Αραβες, το χαλιφάτο τελειώνει με την κατάκτηση των αραβικών χωρών από τους Οθωμανούς. Μάλιστα, πολλοί από τους ιεροδιδασκάλους διακηρύσσουν πως από εδώ και μπρος όλοι οι μουσουλμάνοι θα πρέπει να περιβάλλουν με την ίδια αφοσίωση το σουλτανάτο. Κατά τα άλλα, πόσοι και πόσοι Αραβες δεν είχαν φτάσει σε υψηλά αξιώματα τόσο στην οθωμανική γραφειοκρατία όσο και στο στρατό. Μάλιστα, πολλοί από τις ηγετικές φυσιογνωμίες των αραβικών κρατών στο Μεσοπόλεμο είχαν κάνει πριν καριέρα στην Ιστανμπούλ. Αλλά και στη συνέχεια, οι αραβικές κοινωνίες παρακολουθούσαν με θαυμασμό τις κεμαλικές μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία, τη μόνη πραγματικά ανεξάρτητη μουσουλμανική χώρα. Ο ενθουσιασμός, επομένως, στις αραβικές χώρες για την πολιτική της τουρκικής ηγεσίας θα πρέπει να ιδωθεί υπό αυτό το πρίσμα.

Δύο είναι τα συμπεράσματα που μπορεί κανείς να βγάλει από την ιστορική αυτή αναδρομή και τις πρόσφατες εξελίξεις, σχετικά με τις προοπτικές της ανάδειξης της Τουρκίας από περιφερειακή σε παγκόσμια δύναμη, πολιτική που έχει ειρωνικά χαρακτηριστεί «νεο-οθωμανισμός». Το πρώτο είναι πως στηρίζεται σε στέρεες ιστορικές βάσεις, τις οποίες η κρίση του αφηγήματος του έθνους-κράτους, ακόμη και της κεμαλικής ιδεολογίας στην ίδια την Τουρκία, ξανάφερε στο προσκήνιο. Το δεύτερο και πιο σοβαρό είναι πως αυτά που συμβαίνουν λίγη σχέση έχουν με τη θρησκεία. Μπορεί να είναι βολικό να καταταχθούν οι Τούρκοι ισλαμιστές στην ίδια κατηγορία με τους Ιρανούς ισλαμιστές, την Αλ Κάιντα, τη Χαμάς. Αυτό όμως θα ήταν μοιραίο λάθος. Εδώ στην Τουρκία, η τελευταία δολοφονική ενέργεια του Ισραήλ έχει προκαλέσει αποτροπιασμό και έχει καταδικαστεί από το σύνολο της κοινωνίας και των πολιτικών δυνάμεων. Οι μισές από αυτές έχουν μακρινή μόνο σχέση με το Ισλάμ. Δεν ξέρω αν όντως ο Ερντογάν θα ετοιμάσει μια σταυροφορία (ημισελινοφορία για την ακρίβεια) για να παραβιάσει το εμπάργκο στη Γάζα, αλλά ήδη έχει καταφέρει να οδηγήσει τη δημοτικότητά του στα ύψη, σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο για την πολιτική του επιβίωση. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τίποτε πιο ωφέλιμο για την Τουρκία και το ρόλο της από την εγκληματική πολιτική του Ισραήλ. Οσο το Ισραήλ απομονώνεται διεθνώς, ακόμη και, ελπίζω, από τους δυτικούς συμμάχους του, τόσο η Τουρκία θα προβάλλει ως εγγυήτρια των αξιών της ειρήνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή. Οσο ο ισραηλινός στρατός θα δρα ως τρομοκράτης τόσο λιγότερο θα ακούγονται οι φωνές για την καταπίεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Αίγυπτο, τη Συρία, την Αλγερία, την Ιορδανία, τις διακρίσεις κατά των μειονοτήτων στην Τουρκία, με πρώτους και καλύτερους τους Κούρδους, ακόμη και το φονταμενταλισμό της Χαμάς και της Χεζμπολά. Ο Ερντογάν χρωστάει ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στην ισραηλινή ηγεσία. Θα ήταν, ωστόσο, δραματικό να έχει κανείς να επιλέξει μεταξύ δύο αυταρχικών περιφερειακών ηγεμονιών.

* Επίκουρος καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου (Bogazici), στην Κωνσταντινούπολη
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ