του Δημήτρη Κοσμόπουλου
Είταν το δημοτικό τραγούδι, κρητικής προελεύσεως που μιλούσε για το θρυλικό θωρηκτό. Για το θωρηκτό που υπήρξε η αιχμή του δόρατος μιας γενηάς, που δικαίως ονομάσθηκε «δρακογενηά». Ήταν η γενηά που πολεμούσε αδιάκοπες από το 1910 και μετέπειτα. Και η οποία έφθασε μέχρι τον Σαγγάριο, το Εσκή-Σεχίρ και την Άγκυρα. Η Δρακογενηά, λοιπόν, των Βαλκανικών πολέμων, είχε το καμάρι της: Ένα θωρηκτό που με χίλια βάσανα αγόρασε η πατρίδα, στο όνομα του λαού –τότε δεν έπεφταν, βλέπετε, για κάθε πολεμική αγορά «μίζες» και δωράκια και «χορηγίες» στους υπουργούς…
Και που κατέστη θρυλικό. Σάρωσε τον Τούρκο στο Αιγαίο. Απελευθέρωσε νησιά, έφθασε, με τον Ναύαρχο Κουντουριώτη έξω από την Αγιά-Σοφιά, στα ευλογημένα νερά του Βοσπόρου. «Εμπρός, Αβέρωφ, εμπρός…», τραγουδούσε η δρακογενηά. Κι όλος ο λαός, όταν παρήγαγε ποίηση και τραγούδια. Εμείς σήμερα αυτή την μουσική, κι αυτήν την ποίηση, την αντικρίζουμε όχι ως ζωντανή πραγματικότητα που εκφράζει την ψυχή μας• την βλέπουμε –κυρίως οι ανελλήνιστοι ταγοί μας- ως φιλέλληνες. Και την νομίζουμε νεκρό πράγμα, μουσειακό είδος. Μα θα αναρωτηθείς αναγνώστη: Τι τον έπιασε, πάλι, ετούτον εδώ, και μας γράφει σήμερα για τον «Αβέρωφ», για θωρηκτά και για δράκους –μέσα στον καύσωνα, καλοκαιριάτικα; Όσοι βλέπετε ειδήσεις, ίσως να το μάθατε, αν και πέρασε στα δευτερότριτα, αφού άλλα προέχουν. Η οικονομική κατάρρευση κι οι αμετανόητοι κομματάνθρωποι και οι κομματοκαυγάδες τους… Το μάθανε, λέμε, κάποιοι. Για τους πολλούς όμως αυτά είναι ψιλά γράμματα. Ποια; Ότι τον «Αβέρωφ» τον βουλιάξαμε! Δεν τον βούλιαξαν οι εχθροί! Τον βούλιαξαν οι σκατομαθημένοι επίγονοι των γιγάντων. Οι «τανυόμενοι» της κονόμας, της καλοπέρασης και της αρπαχτής. Πώς τον βούλιαξαν; Μετατρέποντας το κατάστρωμά του σε οίκο ανοχής. Αφού γαμήλιες εκδηλώσεις νεαρών «στάρλετ» της τηλεόρασης με «γόνους» εφοπλιστών έλαβαν χώρα στο κατάστρωμά του. Και να οι φωτογραφήσεις και τα ξώβυζα και τα ξέκωλα και τα κατιναριά και οι βιντεοσκοπήσεις.